Πλατεία Συντάγματος

Το 1834 η περιοχή που όλοι ξέρουμε σήμερα σαν Σύνταγμα, βρισκόταν κυριολεκτικά στις παρυφές της πόλης και ονομαζόταν «Περιβολάκια». Το τείχος του Χασεκή που έζωνε και οχύρωνε την πόλη, την χώριζε στα δύο. Το βόρειο μέρος όπου είναι σήμερα ο Άγνωστος Στρατιώτης και το Κοινοβούλιο, βρισκόντουσαν εκτός ορίων πόλεως! Στη γωνία Αμαλίας και Όθωνος υπήρχε στο τείχος μια πύλη, που την ονόμαζαν «Μεσογείτικη Πόρτα», η οποία βέβαια οδηγούσε στα Μεσόγεια. Οι ευφάνταστοι Αθηναίοι δεν άργησαν να της δώσουν το παρατσούκλι «Μπουμπουνίστρα» όπως και την ομώνυμη πηγή απ’ τη μέσα μεριά του τείχους, που ήταν και η αγαπημένη των κατοίκων. Το νερό ερχόταν απ’ τους Αμπελοκήπους μέσα απ’ το παμπάλαιο Αδριάνειο Υδραγωγείο και ο θόρυβός του γοήτευε αλλά και φόβιζε τους Αθηναίους.

Εδώ έμελλε να κτισθούν τα Ανάκτορα για τον Όθωνα και την Αμαλία  (εμείς βέβαια ξέρουμε το κτίριο σαν τη Βουλή) και έτσι, η περιοχή απέκτησε άλλη σημασία και φυσικά άλλη αξία. Γνωρίζοντας όλοι τη σημασία για την επιλογή της τοποθεσίας όπου θα χτιζόντουσαν τα μελλοντικά Ανάκτορα, η οδός Κολοκοτρώνη, η Πλατεία Κλαυθμώνος και το Μεταξουργείο έδωσαν μάχη για τη «βασιλική» αυτή διεκδίκηση. Πολλοί έσπευσαν να κτίσουν και σπίτια, ιδιαίτερα στο Μεταξουργείο, αφού οι φήμες ιδιαίτερα γι’ αυτήν την περιοχή, οργίαζαν.

Τέλος πάντων οι κύβοι ρίφθηκαν και προχωρούμε. Στο νότιο τμήμα της πλατείας Συντάγματος βρίσκουμε την Ερμού, για την οποία σήμερα λέμε ότι «εδώ αρχίζει η Ερμού». Τότε βέβαια θα έπρεπε να πούμε «εδώ τελειώνει η Ερμού» αφού το κέντρο της πόλης ήταν η γωνία Ερμού και Αιόλου, αργότερα βέβαια κέντρο της Αθήνας ήταν η πλατεία Ομονοίας και αρκετά μετά η πλατεία Συντάγματος. Στο σημείο όπου εφάπτεται η Ερμού με την πλατεία Συντάγματος (όπου σήμερα το Υπουργείο Οικονομικών), βρισκόταν μετά το 1845 και το μοναδικό καφενείο της περιοχής: «η Ανατολή». Το αναφέρουμε, γιατί από το 1880 και μετά η πλατεία χαρακτηρίζεται βεβαίως από τα καφενεία της.

Οι Αθηναίοι τα χρόνια της βασιλείας Όθωνα (1834-1862) είχαν ξετρελαθεί με κάθε τι βασιλικόν. Κάθε προμηθευτής των Ανακτόρων βάπτιζε αυτομάτως το μαγαζί του «βασιλικόν». Έτσι είχαμε Βασιλικό παντοπωλείο, Βασιλικό φαρμακείο, Βασιλικό ζαχαροπλαστείο και ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε! Στην οδό Αθηνάς, μάλιστα, ένα μπακαλικάκι είχε βάλει την εξής πινακίδα στην πρόσοψή του:
«Κόνις διά φθείρας, ιδίας εφευρέσεως
Προμηθευτής της Α. Μεγαλειότητος του Βασιλέως και της Βασιλίσσης»

Οι σχέσεις «Άνακτος» και των «υπηκόων» του, πέρναγαν καθημερινά από σαράντα κύματα και ιδιόρρυθμες καταστάσεις. Τρία παραδειγματάκια για να πάρετε εικόνα και να προχωρήσουμε…

Όταν ο Όθωνας νόμισε ότι έμαθε την «ομιλουμένη» ελληνική, συνέπεσε να δεχτεί στα Ανάκτορα τρεις Χιώτες εμπόρους. Ο βασιλεύς ρώτησε τον πρώτο:
– Πώς βαδίζουν αι εργασίαι εις την Χίον;
– Κεσάτια, μεγαλειότατε! απάντησε ο έμπορος.
Ο Όθωνας δεν κατάλαβε τη λέξη, αλλά μη θέλοντας να το ομολογήσει γύρισε προς τον δεύτερο έμπορο:
– Δηλαδή;
– Δηλαδή δεν γίνεται νταραβέρι, μεγαλειότατε!
Ο βασιλιάς πάλι δεν κατάλαβε, γι’αυτό ρώτησε τον τρίτο:
– Επομένως;
– Επομένως δεν υπάρχει αλισιβερίσι, του απάντησε ο τρίτος.
Ο Όθωνας είχε κοκκινίσει από τη φούρκα του. Τρεις άνθρωποι να του απαντούν κι αυτός να μην καταλαβαίνει τίποτα!
Το βράδυ, ο βασιλεύς ζήτησε βοήθεια από το στρατηγό Χατζηχρήστο:
– Τι σημαίνει κεσάτια, στρατηγέ;
Ο στρατηγός νόμιζε ότι ο Όθωνας τον ειρωνεύεται.
– Κεσάτια σημαίνει ότι δεν γίνεται νταραβέρι.
– Και νταραβέρι τι θα πει; ρώτησε ανυπόμονος ο Όθωνας.
– Νταραβέρι θα πει, μεγαλειότατε, όταν δεν υπάρχει αλισιβερίσι!
Κόκαλο ο Άναξ! Φυσικά σε κανένα δεν ζήτησε πια να του εξηγήσει τις τρεις αυτές μυστηριώδεις λέξεις...

Ένα δεύτερο μικρό παράδειγμα: Η Αμαλία έφερε χώμα σε μπαούλα από την πατρίδα της, με σκοπό να φυτέψει λουλούδια της Βαυαρίας στον Βασιλικό Κήπο. Όταν το έμαθαν οι Αθηναίοι ξεσηκώθηκαν. Ακούς να περιφρονεί η «ξένη» το... ελληνικό χώμα!

Και το τελευταίο: λόγω έλλειψης νερού οι Αθηναίοι έφτιαχναν πάντα τις τουαλέτες τους στο πιο απόμερο μέρος της αυλής τους. Όταν χτίζονταν τα Ανάκτορα κι έγινε γνωστό ότι θα κατασκευάζονταν στο εσωτερικό τους αποχωρητήρια, ο λαός ξεσηκώθηκε, γιατί το θεώρησε εντελώς ταπεινωτικό. Κάποιες εφημερίδες μάλιστα έκαναν λόγο για «βεβήλωση του ιερού χώρου των Βασιλικών Ανακτόρων». Γι’ αυτό, δίπλα στα 92 δωμάτια, φτιάχτηκε κρυφά και σε απόμερο μέρος ένα και μόνο αποχωρητήριο!

Ας πούμε όμως τώρα για την πλατεία Συντάγματος και τα καφενεία της. Δεν ήταν λίγα! Και δεν άργησαν να μεταλλαχθούν σε καφέ-ζαχαροπλαστεία  λόγω θέσης και πελατείας. Ας τα πάρουμε όμως με τη χρονολογική τους σειρά: Βρισκόμαστε στο 1853 και το μοναδικό καφενείο της πλατείας «Η Ανατολή», το «τρέχει» κάποιος Βασιλείου. Ο Βασιλείου είχε πολύ εντυπωσιαστεί, διότι έβλεπε κάθε απόγευμα έναν υπάλληλο του σιδηρόδρομου με τη λαμπρή, υπηρεσιακή του στολή να σουλατσάρει στην πλατεία και να τραβά τα βλέμματα όλων. Μια μέρα δεν άντεξε, τον πλησίασε λέγοντας:
– Δε γίνεται να με διορίσετε κι εμένα στο σιδηρόδρομο;
Σε μια κορυφαία αναλαμπή του πνεύματος ο Ζαβορίτης, διότι περί αυτού επρόκειτο, του αντιπρότεινε:
– Δώσε μου το μαγαζί σου και πάρε τη θέση μου!
Η συμφωνία έκλεισε κι ένας άσημος σιδηροδρομικός έγινε από το πουθενά πρώτος ζαχαροπλάστης της Αθήνας! Ευτύχησε να δει το μαγαζί του να προοδεύει και να αποτελεί, αργότερα, μαζί με τον «Ζαχαράτο» και τον «Χρυσάκη», το γλυκό τρίγωνο της Πλατείας Συντάγματος. Το μόνο που ξέρουμε για τον Βασιλείου είναι ότι πέθανε φτωχός, αλλά ένστολος σταθμάρχης στο Θησείο. Το 1897 ο Ζαβορίτης μετονόμασε το ζαχαροπλαστείο του επί το ευρωπαϊκότερον σε «Άι Λάιφ».

Ας πάμε τώρα στο δεύτερο σημείο του «γλυκού τριγώνου»: 1888, Ζαχαράτος. Στα εγκαίνια η «Εφημερίς» θα γράψει:
«Ανοίγονται αι θύραι του πολυτελούς και μεγάλου εντευκτηρίου, αθρόον δε το κοινόν και ανυπόμονον εισήρχετο εν αυτώ. Η διακόσμησις των αιθουσών συνδυάζουσα μετά της εκτάκτου πολυτελείας περισσήν κομψότητα και φιλοκαλίαν, σημείοι παρ’ ημίν αληθή πρόοδον. Τράπεζαι κομψαί και ανάκλιντρα αναπαυτικότατα, κάτοπτρα εκτάκτου πολυτελείας, βαρύτιμα παραπετάσματα, υπηρεσία ευπρόσωπος και πρόθυμος, σφαιριστήρια αψόγου εντέλειας, πλούτος εφημερίδων, προς τούτοις δε άπλετος φωτισμός, την ημέραν μεν διά μεγάλων υαλωτών θυρών, τη νύκτα δε διά πολυαρίθμων λαμπτήρων αεριόφωτος. Ταύτα πάντα δύνανται να ικανοποιήσωσιν πλήρως και τον μάλλον ιδιότροπον.

»Αλλ’ ο κ. Ζαχαράτος δεν περιώρισε το φιλοπρόοδον αυτό πνεύμα εντός των ευρείων αιθουσών του καφενείου του, αλλ’ εσκέφθη και περί των εκτός, τοποθετήσας επί της γωνίας του καταστήματος ηλεκτρικήν λυχνίαν ήτις τη νύχτα της χθες κατηύγαζε τα πέριξ διά του απλέτου αυτής φωτός και προσείλκυε τους διαβάτας, εκ των οποίων ουδείς έμεινεν ο μη ρίψας εν βλέμμα εντός του προκλητικού εντευκτηρίου και μη εισελθών εν αυτώ».

Τον Μάρτιο του 1928, το «Ελεύθερον Βήμα» θα γράψει:
«Δεν είναι καφενείο αυτό. Είναι η “συνισταμένη” των νεοελληνικών παλμών. Η κλώσσα όλων ανεξαιρέτως των νεοσσών της πολιτικής. Το να περάσης ένα μέρος της ζωής σου στου Ζαχαράτου, είνε η μόνη ασφαλής εγγύησις για την καρριέρα σου. Άμα ο Ζαχαράτος σε αγνοεί, εχάθηκες. Είσαι απών από την πραγματικότητα και η τυχόν αξία σου προώρισται να παραγνωρισθή οικτρώς, διότι εκεί είνε ο στίβος που θα δοκιμασθής, που θα κριθής και από κει θα ξεκινήσης για να λάβης χαρτοφυλάκιο. Άπαξ σου δώση το δίπλωμα, χωρείς ακατάσχετος προς την κυβέρνησιν. Ετελείωσε. Είνε το φυτώριο των επισήμων θέσεων, ο προθάλαμος των εξουσιών. Ανωτάτη έδρα πολιτικών επιστημών!»

Το 1910, ακολουθώντας το πνεύμα της εποχής, ο Ζαχαράτος λειτούργησε παράλληλα και κινηματογράφο. Και όλοι τότε φοβήθηκαν ότι ο Ζαχαράτος κλείνει! Οι θρήνοι και οι οδυρμοί ξεκίνησαν από τους πελάτες πολύ νωρίς, ο δε Σουρής έσπευσε κι αυτός να γράψει:
Μη ρωτάς ερατεινέ
για το κράτος – συμφορά του!
Κλάψε για τον καφενέ
μοναχά του Ζαχαράτου.

Φυσικά η επιτυχημένη πορεία του μαγαζιού συνέχισε θριαμβευτικά μέχρι το 1960! Να σημειώσουμε, τέλος, ότι η μεγάλη ατραξιόν του μαγαζιού ήταν... το «υποβρύχιο»: μια μεγάλη κουταλιά μαστίχας μέσα σε παγωμένο νερό.

Και κλείνουμε το τρίγωνο με το «Tea Room» του κυρίου Χρυσάκη στην αρχή της Φιλελλήνων. Είμαστε στο 1927 με τον ρεπόρτερ του «Θεατή»:
«Το τεϊοποτείον αυτό έχει διατηρήσει τον αρχικόν, ήρεμο χαρακτήρα του, τίποτε σχεδόν δεν μετεβλήθη, εκτός, ίσως, του εσωτερικού του και της επιπλώσεώς του που επάληωσαν. Κατά πάσαν πιθανότητα, πολλοί από τους σημερινούς του πελάτες θα είναι οι ίδιοι που ήσαν προ μιας εικοσαετίας. Μόνο, βέβαια, που θα εγέρασαν σ’αυτό το διάστημα. Αυτό δεν τους εμποδίζει, φυσικά, να έρχονται να πάρουν το τσάι τους, κάθε απόγευμα στις 5, στο «Tea Room» της πλατείας του Συντάγματος.

Ο ασπρομάλλης κ.Χρυσάκης, διατηρεί την θέσι του στον μπάγκο, ο οποίος δεν έχει αλλάξει θέσι, όπως άλλωστε δεν έχουν αλλάξει θέσι και τα τραπεζάκια και τ’άλλα έπιπλα του παλαιού τεϊοποτείου.

Το «Tea Room» του Χρυσάκη, όσο κι’αν έχη αγγλικήν επιγραφή, όσο κι’αν συχνάζεται από πολλούς Άγγλους, όσο κι’αν ακούς να ομιλήται η αγγλική γλώσσα στης μεγάλες, ήρεμες αίθουσές του, της απογευματινές ώρες της τεϊοποσίας –είναι ένα γνησιώτατον αθηναϊκόν κέντρον, τόσον βαθέως αθηναϊκόν, όσο είναι και η πλατεία Συντάγματος… Είναι ένα παληό αθηναϊκό κέντρο, που δεν το άγγιξε διόλου ο μοντέρνος σνομπισμός των νέων κέντρων της πρωτευούσης, ένα κέντρο μ’ευγενική αθηναϊκή παράδοσι.

Αρχικώς, το «Tea Room» αυτό, ήταν αποκλειστικώς και αυστηρώς τεϊοποτείον. Έπειτα, μετά τους πολέμους του 12 και 13, μετεβλήθη και σε εστιατόριον, το οποίον έδιδε γαλακτερά, αυγά και χορταρικά. Τώρα είναι και τεϊοποτείον και εστιατόριον κρεωφαγικόν.

Μπαίνω ένα από τ’απογεύματα αυτά, ακριβώς στας 5 στο «Team Room» και κάθομαι σ’ένα τραπεζάκι στο βάθος της μεγάλης αιθούσης. Κυττάζω γύρω μου το παληό γνώριμο περιβάλλον, αμετάβλητο κατά τ’άλλα και μόνο γερασμένο.

Σ’ένα τραπέζι, στην άλλην άκρη της αιθούσης, κοντά στο παράθυρο που βλέπει προς την πλατεία Συντάγματος, δύο κύριοι, μεσήλικες, εμπορευόμενοι προφανώς, μιλούν για τις υποθέσεις τους με ζωηρές χειρονομίες, αφήνοντας το τσάι τους να κρυώνη.

Ευτυχώς η αίθουσα θερμαίνεται καλά και χάμω είναι στρωμένα παχειά χαλιά. Υπό τους όρους αυτούς, η παραμονή είναι πολύ ευχάριστη και, περιμένοντας να έλθη η δεσποινίς που σερβίρει, επιδίδομαι με άνεσι στην προσεκτική επισκόπησι του περιβάλλοντος και των τεϊοποτών της ώρας εκείνης.

Δυο μεγάλοι καθρέπτες στηριγμένοι σε πολίτιμες, σκαλιστές, μαύρες κονσόλες, δυο γύψινες προτομές του Γεωργίου και της Όλγας, ραγισμένες και φαγωμένες απ’την πολυκαιρία, ξαναλαδομπογιατισμένες, στηριγμένες σε δύο στήλες από χρωματιστό μάρμαρο και μια μικρή θαλασσογραφία, συμπληρώνουν την επίπλωσι της παλαιάς αιθούσης. Ένα μικρό, το εσωτερικώτερο τμήμα της αιθούσης, είναι σκεπασμένο με μια γυάλινη στέγη, η οποία έχει πάρει το χρώμα της σκουριάς από την πολυκαιρία. Τα τραπεζάκια είναι σκεπασμένα με μάρμαρο και η καρέκλες και τα καναπεδάκια, είναι φτιαγμένα από καλάμι των Ινδιών.»

Και βέβαια προτού αφήσουμε την πλατεία και την ιστορία της, να αναφέρουμε τα δυο μεγάλα ξενοδοχεία της: «Μεγάλη Βρετανία» και «Ξενοδοχείο της Αγγλίας» ακριβώς απέναντι απ’ το καφέ-ζαχαροπλαστείο του Ζαβορίτη. Για το πρώτο δεν χρειάζονται ιδιαίτερες παρουσιάσεις, αρκεί μια πρωταπριλιάτικη ιστοριούλα:

Το έθιμο με τα πρωταπριλιάτικα ψέματα αναβίωνε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό κάθε χρόνο. Οι εφημερίδες προσπαθούσαν να πρωτοτυπήσουν, ανταγωνιζόμενες η μία την άλλη για το ποια θα ξεγελούσε περισσότερους αναγνώστες, συμμετέχοντας έτσι κι αυτές στη γενικότερη ευθυμία της ημέρας.

Μια από τις πιο πετυχημένες φάρσες σκάρωσε η Ακρόπολις το 1902. Η είδηση ήταν ότι στη «Μεγάλη Βρετανία» «αφίχθη αισίως και κατέλυσε ο νεαρός Σάχης του Αφγανιστάν. Ο υψηλός επισκέπτης έχει εκδηλώσει επιθυμία να αποκτήση ένα σκυλί ελληνικής ράτσας, το οποίο ευχαρίστως θα άλλαζε με μία ωραία περσική γάτα που έχει μαζί του». Το πρόβλημα ήταν ότι η ανταλλαγή έπρεπε να γίνει αυθημερόν, δηλαδή την Πρωταπριλιά, αφού ο υψηλός ξένος θα έφευγε το ίδιο βράδυ για την Ιταλία. Το αποτέλεσμα ήταν φυσικά να γεμίσει το πολυτελές ξενοδοχείο αλλά και η γύρω Πλατεία Συντάγματος σκύλους, που ξεσήκωσαν τη μισή Αθήνα με τα γαβγίσματά τους!

Είμαστε στο 1880. Στο οικόπεδο όπου αργότερα συναντάμε το «Ξενοδοχείο της Αγγλίας», λειτουργούσε, πνιγμένο στα ηλιοτρόπια, ένα πρόχειρο καφενείο: ο «Ζευς». Εδώ, κάθε Κυριακή απόγευμα έπαιζε η μπάντα και στο τέλος αποχαιρετούσε το πλήθος, εν μέσω πανζουρλισμού, με τον «ύμνο» του μπάρμπα-Γιάννη του Κανατά. Ατραξιόν ήταν βεβαίως ο ίδιος ο μπάρμπα-Γιάννης, ο οποίος, με ψηλό καπέλο κι επίσημη αμφίεση, άκουγε κορδωμένος. Η εικόνα δεν θύμιζε σε τίποτα τον φτωχό βιοπαλαιστή από την Κύθνο, που γύριζε καθημερινά τις συνοικίες με το γαϊδαράκο του πουλώντας τα γαινίτικα (διάβαζε αιγινήτικα) κανάτια του!

Ας κλείσουμε λοιπόν την μικρή μας ξενάγηση τραγουδώντας μαζί …

Μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες
και με τα σταμνάκια σου          
να χαρείς τα μάτια σου            

Πρόσεξε μη σε γελάσει            
καμιά έμορφη κυρά                
μπάρμπα Γιάννη Κανατά         

Και σου φάει το γαϊδούρι         
και σ'αφήσει την ουρά             
Μπάρμπα Γιάννη Κανατά

Μπάρμπα Γιάννη πέσε πρώτος 
στου Φαλήρου τα νερά             
μπάρμπα Γιάννη Κανατά         

Να σε δουν τα κοριτσάκια        
και να πέσουνε κι αυτά            
μπάρμπα Γιάννη Κανατά         

άκουσέ το!