Πλατεία Θεάτρου
Βρισκόμαστε ακριβώς λίγα μέτρα πίσω από το Δημαρχείο της Αθήνας. Ανάμεσα σε αμέτρητα μαγαζιά που εμπορεύονται λάδι και φέτα ξεχωρίζει ένα επιβλητικό αλλά κακοδιατηρημένο κτίριο. Είναι η Πλατεία Θεάτρου και το παλιό θέατρο του Μπούκουρα που λειτούργησε την πρώτη δεκαετία των χρόνων του Όθωνα (1834-1862). Μας θυμίζει ότι οι παλιοί μας πρόγονοι μέσα σε όλα τ’ άλλα αγάπησαν και πρόσθεσαν και το θέατρο στη διασκέδασή τους.
Η πρώτη θεατρική «σκηνή» στήθηκε στην Αθήνα το 1835, κοντά στην Πλατεία Λουδοβίκου (από το όνομα του πατέρα του Όθωνα, σημερινή πλατεία Δημαρχείου-Εθνικής Αντίστασης-Κοτζιά, ακριβώς εκεί όπου βρίσκεται η Εθνική Τράπεζα). Επρόκειτο βέβαια για ένα πρόχειρο, ατελέστατο ξύλινο παράπηγμα, χωρίς σκεπή, με ξύλινους πάγκους για καθίσματα, όπου οι θεατές χάζευαν Ιταλούς σαλτιμπάγκους που επιδίδονταν σε «ακροβατικά». Φυσικά, αν η παράσταση γινόταν βαρετή, οι θεατές είχαν κάθε ευκαιρία να θαυμάσουν τον ουρανό με τα άστρα! Με άλλα λόγια, το θέαμα ήταν σε κάθε περίπτωση εξασφαλισμένο.
Το 1836 ο Αθ.Σκοντζόπουλος συμμάζεψε κάπως τη σκηνή αυτή. Της έβαλε καμιά δεκαριά σανιδένια καθίσματα, έφτιαξε και θεωρεία της κακιάς ώρας κι ένα καλό για το βασιλέα! Το «θέατρο» εξακολουθούσε να μην έχει σκεπή, ενώ το πάτωμα κάτω ήταν χωμάτινο. Η σκηνή του ήταν ένα χώρισμα που είχε για αυλαία ένα βρόμικο πανί. Κατά την ώρα δε της παράστασης, οι περισσότεροι θεατές έμεναν όρθιοι. Σε μια γωνία πουλούσαν... στραγάλια και κάντιο. Την εικόνα συμπλήρωνε ένας τελάλης που, ελλείψει αφίσας και άλλης διαφήμισης, ξελαρυγγιαζόταν στην πόρτα καλώντας τους περαστικούς να εισέλθουν εντός...
Φαίνεται, όμως, ότι ο Σκοντζόπουλος δεν είχε μόνο κτιριολογικά προβλήματα αλλά και προβλήματα εύρεσης ηθοποιών. Ποιος τολμούσε να γίνει ηθοποιός εκείνη την περίοδο! Οι «θεατρίνοι» θεωρούνταν πρόσωπα της ντροπής με εξασφαλισμένη διαπόμπευση, η δε Εκκλησία θεωρούσε την ασχολία αυτή αντίθετη με τη χριστιανική πίστη. Παρ’ όλες τις δυσκολίες «ανέβηκαν» έργα, όπως η «Βαβυλωνία» του Δ. Βυζάντιου.
Να σημειώσουμε παρενθετικά, ότι στα «θεατρικά δρώμενα» μέχρι το 1840 τους γυναικείους ρόλους υποδύονταν άνδρες και καταλαβαίνετε τι γέλιο έπεφτε όταν οι θεατές έβλεπαν σε γυναικείους ρόλους «ανδρείους μύστακες» και άκουγαν φωνή «ξηράν και αλύγιστον». Ποια Ελληνίδα γυναίκα όμως τολμούσε να παρουσιαστεί επί σκηνής! Η πρώτη που τόλμησε, πολύ αργότερα, ήταν η Κωνσταντινοπολίτισσα Ελληνίδα ηθοποιός Αθηνά Φιλιππάκη. Ο ντελάλης είχε φροντίσει τις προηγούμενες ημέρες να φτιάξει ατμόσφαιρα: «Την γυναίκα απόψε εις το θέατρο θα παίξη αληθινή γυναίκα!». Και φυσικά «το θέατρον παρ’ ολίγον να καταρρεύση εκ της συρροής των θεατών».
Ο Σκοντζόπουλος τελικά απέτυχε κι όλοι έλεγαν, κουνώντας το κεφάλι, ότι αν δεν αγοράζονταν οι σανίδες του θεάτρου από ένα χριστιανό φερετροποιό, ο δύστυχος θεατρώνης δεν θα έπαιρνε δεκάρα...
Τη «δόξαν» του Σκοντζόπουλου ζήλωσε ένας πολυμήχανος Ιταλοέλληνας, ο Γαετάνος Μέλη, που τέλη του 1836 άνοιξε το δικό του θέατρο κοντά στην Αιόλου. Το νέο θέατρο το ήθελε ο δημιουργός του «διά την αριστοκρατίαν». Έτσι, οι Αθηναίοι τού κόλλησαν αμέσως το παρατσούκλι «το αριστοκρατικό». Ξύλινο, στεγασμένο, διέθετε ακόμη και υποβολείο.
Η εφημερίδα έγραφε σχετικά: «Τίποτε δεν λείπει εις αυτό. Σκηναί διάφοροι, ορχήστρα, επιδάφιος αίθουσα, στοαί, δωμάτια, αμφιθέατρον, τα πάντα ως τα μεγαλύτερα θέατρα των Παρισίων και της Ιταλίας». Ιταλικά καλλιτεχνικά μπουλούκια ανέλαβαν εργασία, αλλά όσο εξαντλείτο το ρεπερτόριο τόσο και ο κόσμος αραίωνε επικίνδυνα.
Τότε ο Μέλη είχε τη φαεινή ιδέα να το γυρίσει σε μουσικό θέατρο μελοδράματος! Το νέο πρόγραμμα άρχισε με τον «Κουρέα της Σεβίλλιας». Ο χρονικογράφος του «Ελληνικού Ταχυδρόμου» μάς δίνει μια γλαφυρή εικόνα του τι επακολούθησε: «Η πρώτη αυτή παράσταση του μελοδραματικού θιάσου αναστάτωσε την αθηναϊκή κοινωνία. Το θέατρο γέμισε από τις 7, δύο ώρες πριν σηκωθεί η αυλαία. Σ’ όλο αυτό το διάστημα, οι θεαταί όταν δεν λογομαχούσαν για τις θέσεις εθαύμαζαν την πολυτέλεια του θεάτρου. Τα θεωρεία ήσαν όλα ντυμένα με κόκκινο και μπλε ύφασμα. Η αίθουσα εφωτίζετο με λαδοφάναρα και η ορχήστρα με κεριά».
Εντύπωση έκανε σ’ όλους το υποβολείο που, μη γνωρίζοντας σε τι χρειάζεται, θεωρούσαν ότι ξεχάστηκε από τους τσαπατσούληδες Ιταλούς.
Διάλογος μεταξύ δύο θεατών:
– Σου είναι κι’ αυτοί οι Ιταλοί κάτι ξεχασμένοι!
– Γιατί;
– Μα δεν βλέπεις εκείνο το κουβούκλιο μες στη μέση!
– Μα δεν είναι κουβούκλιο, χριστιανέ μου, είναι το κελλί εκείνου που τους βαστάει το ίσο!...
Και ο χρονικογράφος συνεχίζει: «Τέλος πάντων, εν τω μέσω τοιούτου θορύβου, ορχήστρα τις συγκειμένη εξ εννέα ή δέκα οργάνων, μεταξύ των οποίων δύο μόνον βιολιά ευρίσκοντο, ήρχισε να εκτελή την μουσικήν συμφωνίαν, ήτις προμηνύει την έναρξιν της θεατρικής παραστάσεως. Ο θόρυβος όμως εξηκολούθει και η ωραία μουσική της ορχήστρας εξετέλει την συμφωνίαν εν μέσω τούτου απαθέστατα. Το παραπέτασμα υψώθη. Τότε, το πλήθος εξέφερε ελαφράν φωνήν ευχαριστήσεως και έστρεψαν άπα-ντες τα πρόσωπά των προς την σκηνήν. Πρώτον είδον σκύλον τινά διαβαίνοντα ήσυχως εκ του αριστερού προς το δεξιόν μέρος αυτής. Τινές των θεατών ενόμισαν κατ’ αρχάς ότι και ο σκύλος απετέλει μέρος της παραστάσεως, αλλ’ ακούσαντες μετ’ ολίγον τον γέλωτα των λοιπών, εννόησαν το γελοίον του πράγματος και ήρχισαν και ούτοι να γελώσι.
»Μετά την διάβασιν του σκύλου εφάνη ο υπηρέτης του κόμητος Αλμαβίδα, αλλά μόλις ήνοιξε το στόμα του διά να εκφέρη τας πρώτας της μουσικής φωνάς, ο σκύλος ήρχισεν επίσης να ψάλλη, γαυγίζων εις το βάθος του θεάτρου και θέλων, φαίνεται, να κρατήση την συμφωνίαν...»
Με το σκύλο να κλέβει κυριολεκτικά την παράσταση και με άλλα φαιδρά που ακολούθησαν, θα περίμενε κανείς το κοινό να απογοητευτεί. Κι όμως, το κοινό καταγοητεύτηκε, οι «ηθοποιοί» ανεκλήθησαν πολλές φορές επί σκηνής και ο «Κουρεύς της Σεβίλλιας» ήταν για πολλές ημέρες το αντικείμενο συζητήσεων της αριστοκρατικής Αθήνας.
Ο Μέλη πήρε θάρρος κι αποφάσισε να φέρει πλέον στην Αθήνα Ιταλούς επαγγελματίες, καλλιτέχνες του μελοδράματος. Ήταν δε αρκετά παμπόνηρος, ώστε να συμπεριλάβει στο θίασο και γυναίκες! Οι θεατές «μ’ ενδόμυχον ευχαρίστησιν ζωγραφισμένην εις τα πρόσωπά των ήκουαν την ηδυτάτην του περιδόξου Ροσσίνι μουσικήν». Κάποιοι δε άτακτοι δανδήδες προχώρησαν και πέραν των χειροκροτημάτων· έπλεξαν ειδύλλια με τις ηθοποιούς και τις απήγαγαν...
Παρ’ όλα αυτά τα ωραία και πολλά υποσχόμενα, ένα μεγάλο κατασκευαστικό πρόβλημα ταλαιπωρούσε καθημερινά το θέατρο: Η πρόχειρα φτιαγμένη στέγη του που προξενούσε δέος στους θεατές με τους υπόκωφους θορύβους της, ιδιαίτερα όταν φύσαγε. Το κακό δεν άργησε να γίνει. Μια βραδιά ο δυνατός άνεμος σήκωσε όλη τη στέγη, και το θέατρο... διαλύθηκε. Κάποιος έγραψε την άλλη ημέρα ότι η στέγη του θεάτρου «απήχθη ακουσίως». Έτσι, ο καημένος ο Μέλη δεν αντιμετώπιζε πλέον μονάχα πρόβλημα με τις απαγωγές αλλά και σοβαρά τεχνικά προβλήματα. Διέκοψε λοιπόν τις παραστάσεις, ελλείψει γυναικών και... στέγης.
Και ερχόμαστε σιγά-σιγά από την Πλατεία Λουδοβίκου στην Πλατεία Θεάτρου. Το 1838, ο Ιταλός Καμιλιέρι κι αργότερα ο επίσης Ιταλός Σανσόνι δημιούργησαν το πρώτο χτιστό θέατρο στην οδό Μενάνδρου. Οι εφημερίδες της εποχής το παρουσιάζουν ως «συστηματικό θέατρο με όλην την απαιτουμένην εις αυτό λαμπρότητα και κοσμιότητα». Κάποιοι άλλοι όμως γκρίνιαζαν ότι βρισκόταν «εις την εσχατιάν της πόλεως» (!) και ότι «ο άνεμος είχε δωρεάν εισιτήριο και η βροχή δεν έχανε ουδεμίαν παράστασιν». Τελικά, η τρίτη προσπάθεια και φαρμακερή... έπιασε! Το θέατρο αγαπήθηκε και καθιερώθηκε. Στην πρεμιέρα (1840) με το μελόδραμα «Λουτσία», δεν έπεφτε καρφίτσα. Η πρωταγωνίστρια, πραγματική γυναίκα του ιταλικού μελοδραματικού θιάσου, μπιζαρίστηκε κι αναγκάστηκε τόσες φορές να επαναλάβει το τραγούδι, που στο τέλος αποσύρθηκε μισολιπόθυμη στα παρασκήνια!
Οι παραστάσεις εκείνης της εποχής δημιουργούσαν έντονα και αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα στους θεατές. Παρά το μελοδραματικό τους χαρακτήρα εμπεριείχαν κι έντονα κωμικά στοιχεία, γιατί παρουσιάζονταν με παλιές γλωσσικές εκφράσεις από την εποχή που γράφτηκαν ή μεταφράστηκαν. Αυτό βέβαια ακουγόταν στα αυτιά των ακροατών κωμικό έως παράξενο. Ιδού μερικά παραδείγματα.
Ο ιππότης αναρωτιέται:
Διατί δειλός βραδύνω
να προβώ, να εφορμήσω
και το ξίφος δεν ευθύνω
τους κακούς να τιμωρήσω;
Σε ένα άλλο έργο περί των εγκλημάτων της «Λουκίας», πληροφορούμαστε πολλά καταγγελλόμενα δι’ «ορυγών τρομακτικών». Ιδού μια τέτοια ορυγή:
Η αθλία η Λουκία έκτεινε τον σύζυγόν της.
Kαι οι θεατές από κάτω σχολίαζαν φωναχτά: «Τελεία αποκτήνωσις»!
Το 1844, τη διεύθυνση του θεάτρου ανέλαβε ο επιχειρηματίας Μπούκουρας και το θέατρο συνδέθηκε πια με το όνομά του και με επιτυχίες. Το θέατρο του Μπούκουρα, λοιπόν, ήταν μικρό και κομψό, ιταλικού στιλ. Το θέατρο είχε μία μόνο είσοδο, ενώ η πλατεία ήταν χωρισμένη στο μέσον. Το εισιτήριο της πλατείας είχε 1,25. Γύρω από την πλατεία αναπτύσσονταν τρεις σειρές θεωρεία ή πάλκα, όπως τα έλεγαν τότε. Τα πάλκα ήταν ιδιόκτητα ή ενοικιάζονταν με τη σεζόν. Δύο πάλκα ξεχώριζαν με τα κόκκινα βελούδα τους: Το Βασιλικό και εκείνο της Αυλής. Στο μέσο του ταβανιού ήταν κρεμασμένος ένας μεγάλος πολυέλαιος με κεριά. Γενικά το θέατρο φωτιζόταν με λαδοφάναρα και κεριά. Αργότερα λειτούργησε εγκατάσταση με φωταέριο.
Μπροστά στη σκηνή ήταν τοποθετημένη η ορχήστρα. Συνήθως έπαιζαν οι μουσικοί της φρουράς, βοηθούμενοι όπου ήταν αναγκαίο από ανεξάρτητους «βιρτουόζους» των εγχόρδων. Στο πίσω μέρος υπήρχε το θορυβώδες «υπερώον» (κοινώς εξώστης), που είχε πολύ δικούς του κανόνες έκφρασης κι επικοινωνίας. «Κο-κο-κο», π.χ., σήμαινε «παίξτε κανένα ελληνικό κομμάτι»! Όταν πετούσαν δεκάρες στη σκηνή σήμαινε αποδοκιμασία, που μπορούσε να κλιμακωθεί, ανάλογα με την απογοήτευση, με ρίψη διαφόρων λαχανικών της εποχής. Αντίθετα, η πλατεία εκφραζόταν μόνο θετικά, με το να εξαπολύει ζωντανά άσπρα περιστέρια στη σκηνή με χρωματιστές κορδελίτσες στα πόδια τους. Και φυσικά, εφόσον υπήρχαν «μπιζ», προσφέρονταν και μπουκέτα. Οι πριμαντόνες είχαν τα δικά τους τυχερά σε χρήματα και κοσμήματα... Αλλά εδώ πολλές φορές μπερδευόταν η ιδιότητα θεατή και εραστή!
Η βαρόνη Νόρδεφλιχτ, από το περιβάλλον της Αμαλίας, γράφει σχετικά: «Αι παραστάσεις είναι συνήθως ολίγον θορυβώδεις και τα χειροκροτήματα ομοιάζουν πολλάκις προς θύελλαν ή σεισμόν [...] Εσχηματίσθησαν ήδη δυο κόμματα, έλαβε δε εκάτερον υπό την προστασίαν του μίαν των δύο πρωταγωνιστριών. Τα δύο κόμματα ταύτα διάκεινται εχθρικώς προς άλληλα. Αι δύο ηθοποιοί επωφελούνται της περιστάσεως και δέχονται ευχαρίστως, πλην των στεφάνων εκ μυρσινών και ανθέων, τα αθρόως επί της σκηνής πίπτοντα περιλαίμια, μεταξωτά υφάσματα, βραχιόλια και αδαμαντίνους δακτυλίους...»
Έχει μείνει στην ιστορία και το πάθημα ενός απλοϊκού κτηματία της Αττικής που παρακολούθησε ένα βράδυ την παράσταση της Ιταλίδας αοιδού Ρίτας Μπάσσο. Ο άνθρωπος ενθουσιάστηκε τόσο πολύ από την παράσταση και την όλη ατμόσφαιρα που της έταξε ό,τι διέθετε πιο πρόχειρο... το αμπέλι του, με τη «ιστορική» πια φράση:
«Ας πάει και το παλιάμπελο».
Καταλαβαίνετε λοιπόν κάθε βράδυ τι γινόταν. Χαμός! Υπάλληλοι δανείζονταν με 30% τόκο για να αγοράσουν ένα εισιτήριο, ενώ μαθητές του σχολείου πουλούσαν ακόμη και τα βιβλία τους για το πολυπόθητο «χαρτάκι»! Μάλιστα, κάποια στιγμή συζητήθηκε σοβαρά πρόταση να μεταφερθεί το Γυμνάσιο στην Αίγινα, για να ηρεμήσουν τα πνεύματα!
Το 1856 έγιναν σκέψεις να χτιστεί Εθνικό Θέατρο, αλλά η Γερουσία, «μακρόπνοα» σκεπτόμενη, τις απέρριψε, με το δικαιολογητικό ότι «τα θέατρα φέρουσι παρακμήν και ηθικήν κατάπτωσιν των λαών»!
Το 1871, ο Δήμος Αθηναίων αποφάσισε να ανεγείρει το Δημοτικό Θέατρο στην Πλατεία Λουδοβίκου. Με δωρεές του Α. Συγγρού, το έργο τελείωσε το 1886 και η Αθήνα απέκτησε το πρώτο αληθινό θέατρό της με υπέροχη ακουστική. Μέχρι το 1938, που λειτουργούσε, εξασφάλιζε την πρόοδο στη θεατρική και την καλλιτεχνική ζωή της Αθήνας. Το 1939 κατέπεσε και τον επόμενο χρόνο κατεδαφίστηκε. Τέλη της δεκαετίας του 1890 κατεδαφίστηκε το παλιό πια κι εγκαταλειμμένο θέατρο του Μπούκουρα. Οι εφημερίδες χαρακτήριζαν το κτίριο της Μενάνδρου «φρικαλέον ερείπιον, άμαυρον και κονισαλέον».
Εάν η όποια αριστοκρατία και η αστική τάξη είχε τα θέατρά της γύρω από το Δημαρχείο, ο απλός λαός και όχι μόνο είχε το δικό του θέατρο στην Πλάκα. Μιλάμε βέβαια για το «Ανατολικόν Θέατρον» ή πιο απλά για τον Καραγκιόζη!
Τον Ιανουάριο του 1928, ο δημοσιογράφος Νάσος Πλακιώτης έγραψε στον «Θεατή» ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο για τον Καραγκιόζη και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πρωτολειτούργησε, στην Αθήνα του 1852.
«Από απόψεως θεαμάτων και ψυχαγωγιών, η πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου την εποχήν εκείνην ευρίσκετο εις εμβρυώδη κατάστασιν, οι δε κάτοικοί της, κατ’ εξοχήν ολιγαρκείς, κατελαμβάνοντο υπό ενθουσιασμού αν κανένας ξένος περιοδεύων θίασος ενέσκηπτεν εις την πόλιν του Περικλέους.
»Υπ’ αυτούς τους όρους, δεν πρέπει να εκπλαγήτε αν ακούσετε ότι η είδησις περί συστάσεως “Ανατολικού Θεάτρου” εν Αθήναις, κατά το 1852, εθεωρήθη ως κοσμικόν γεγονός, το οποίον επροξένησε αληθή συγκίνησιν εις όλας τας κοινωνικάς τάξεις, εις πένητας και πλουσίους, νέους και γέροντας, μικρούς και μεγάλους.
»Η Πλάκα, η καλή Πλάκα, το φυτώριο αυτό των γνήσιων Αθηναίων, η Πλάκα με την ιστορίαν της, τας παραδόσεις της και τα ιδιόρρυθμα έθιμά της, είχε την τιμήν να φιλοξενήση εις τους κόλπους της το δημιούργημα αυτό της ασιατικής φαντασίας, το οποίον δεν κατώρθωσεν ακόμη να παρασύρη το ρεύμα των νεωτεριστικών τάσεων.
»Ο Tύπος δεν έμεινεν ασυγκίνητος από το κοσμοϊστορικόν αυτό γεγονός, μία δε εφημερίς της εποχής εκείνης αφιέρωσεν ολόκληρον στήλην διά την περιγραφήν του. Ακούστε λοιπόν:
»Κατά την συνοικίαν Πλάκας, εσυστήθη ανατολικόν θέατρον, εξοδεύων δε τις δέκα μόνον λεπτά, πέντε δηλαδή εις την είσοδον και πέντε δι’ ένα ναργιλέν, δύναται να διασκεδάση τρεις ολοκλήρους ώρας, εξακολουθών να γελά ακαταπαύστως καθ’ όλον αυτόν το διάστημα.
»Κατά την τελευταίαν παράστασιν εωρτάσθησαν οι γάμοι του Καραγκιόζη, όστις επροθυμοποιήθη να προσκαλέση διαφόρους από Δύσιν και Ανατολήν, Άρκτον και Μεσημβρίαν και από όλα τα Δωδεκάνησα.
»Εκεί λοιπόν έβλεπε τις διαφόρων ειδών ανθρώπους με ποικίλας ενδυμασίας. Ο ίδιος ο Καραγκιόζης με λαχούρι σάλι και με επίσημον στολήν, υπεδέχετο τους προσκεκλημένους, επαναλαμβάνων συχνά: ‘Επειδή εις τον γάμον εκλήθης, μη τσάτρα-πάτρα’. Ο Ναστραδίν Χόντζας ήτο επιφορτισμένος την θρησκευτικήν τελετήν. Κουμπάρος δε ήτο ο Χατζής Απτουραμάνας, φέρων επισημοτέραν του Καραγκιόζη στολήν και κου-μπαρατζίδικο καβούκι...
»Κατά το παρατεθέν εικονικόν γεύμα, ο Καραγκιόζης εις τους ζητούντας φαγητά, έλεγε: ‘Κατάπινε!’. Ενώ ο Χατζηαβάτης, εις τους διαμαρτυρομένους διά την έλλειψιν εδεσμάτων, προσεπάθει διά διαφόρων μεταφυσικών συλλογισμών να αποδείξη ότι τα πάντα είναι κατορθωτά διά των ιδεών”.
»Από την ανωτέρω περιγραφήν, σχηματίζει κανείς σαφή ιδέαν περί της εικόνος την οποίαν παρουσίαζε το παρακολουθούν τας παραστάσεις του Καραγκιόζη κοινόν. Ένα πολύχρωμον μωσαϊκόν, κυκεών ανθρώπων με ποικιλοχρώμους ενδυμασίας, οι οποίοι ασφαλώς θα συμμετείχον ενεργώς εις την παιζομένην παράστασιν, αλατίζοντες καταλλήλως τα καλαμπούρια του γαμπρού.
»Φαίνεται, όμως, ότι εις αυτού του είδους τας ψυχαγωγίας δεν αντιπροσωπεύετο το ωραίον φύλον, αν κρίνη κανείς από την δημοσιευθείσαν περιγραφήν, ομιλούσαν περί ναργιλέ, όχι όμως και περί λουκουμιών ή γλυκών του κουταλιού.
»Αργότερον, όμως, καθώς αφηγούνται οι χρονικογράφοι της εποχής, τα υπαίθρια θεατράκια του Καραγκιόζη απέκτησαν και θηλυκήν πελατείαν. Τα Σαββατόβραδα ιδία, κάθε Αθηναίος σεβόμενος τον εαυτόν του παρελάμβανε την συμβίαν και τα τέκνα του και τους ωδηγούσε εις τον Καραγκιόζη, διά να συμπληρώσουν την καλλιτεχνικήν τους μόρφωσιν.
»Τότε ο ναργιλές ήρχισε να υποχωρή ολίγον κατ’ ολίγον και ηκούετο μαζύ με το γουργουρητό της γυάλας, το πλατάγισμα των πιπιλιζόντων τα ξερολούκουμα χειλέων, το τραγάνισμα των στραγαλιών και το κρικ-κρακ του πασατέμπου. Είχαμε αρχίσει να εξευρωπαϊζόμεθα...»
Να προσθέσουμε και εμείς με τη σειρά μας, ότι ο «Καραγκιόζης» αγαπήθηκε ιδιαίτερα και όλες οι συνοικίες της Αθήνας προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν ένα ανάλογο θεατρικό συγκρότημα.
Βέβαια η κοσμική ζωή της Αθήνας, την περίοδο αυτή, δεν εξαντλείται μόνο στο θέατρο. Τα ανάκτορα, οι πρεσβείες και τα αριστοκρατικά σπίτια οργάνωναν τακτικά «εσπερίδες», ενώ δεν έλειπαν και τα έκτακτα θεάματα... Ας αφήσουμε όμως τον Μπάμπη Άννινο να μας τα διηγηθεί μέσα από το βιβλίο του «Αι Αθήναι κατά το 1850»:
«Αλλ’ εν γένει ο βίος τότε αρμοζόμενος εις τον ρυθμόν των απλών και ανεπιτηδεύτων εγχωρίων ηθών διέρρεεν ομαλώς και ησύχως, αι τέρψεις του δε έφερον χαρακτήρα μάλλον ενδόμυχον και οικογενειακόν. Ο λαός ηρκείτο εις τας κοινάς και θεσπισμένας δημοσίας τελετάς των εθνικών, των βασιλικών και των θρησκευτικών εορτών και των καθιερωμένων πανηγύρεων, οίαι των Απόκρεων και της Καθαράς Δευτέρας.
»Η αριστοκρατική μερίς είχε τας εσπερίδας της, ιδίως εις τους ακμάζοντας ακόμη φαναριωτικούς οίκους, ένθα επεκράτει η πατροπαράδοτος ευγένεια και η κομψή και στωμύλη συνδιάλεξις. Ήτο δε οικεία αυτόθι η γαλλική γλώσσα και διά τούτο εις τους φαναριωτικούς κύκλους εσύχναζον κατά προτίμησιν και οι παρεπιδημούντες ξένοι ανευρίσκοντες αυτόθι κάποιαν ατμόσφαιραν δυτικού πολιτισμού, ενώ οι εγχώριοι αρχοντικοί οίκοι των προυχόντων έμενον προσηλωμένοι εις την ευλαβή τήρησιν των πατρίων εθίμων.
»Η δε πολυάριθμος αστική τάξις διήρχετο τας ώρας της εσπερινής ανέσεως με τη μετριόφρονα βεγκέραν, τας συγγενικάς δηλαδή και φιλικάς συναθροίσεις, κατά τας οποίας επαίζοντο τα συνήθη αθώα παιγνίδια της συναναστροφής, ποικιλλόμενα συχνά και υπό μουσικής απολαύσεως. Επειδή δε τω καιρώ εκείνω τα πιάνα εσπάνιζον και ακόμη περισσότερον οι πιανίσται αμφοτέρων των φύλων, τας εκδουλεύσεις αυτών ανεπλήρου συνήθως η μετριόφρων κιθάρα, συνοδεύουσα το άσμα τού μάλλον καλλιφώνου μέλους της ομηγύρεως.
»Την εκ της διασκεδάσεως ταύτης εντύπωσιν διερμηνεύουν οι αφελέστατοι στίχοι ενός τοιούτου άσματος ψαλλομένου κατ’ εκείνους τους χρόνους:
Τι ωραία που είν’ το βράδυ,
Όταν βγαίνη το φεγγάρι,
Ένας νέος ν’ ακομπανιάρη
Και μία νέα να τραγουδή».