Πάνω Παζάρι

1840.  Βρισκόμαστε στο τέρμα της οδού Αιόλου, δίπλα στην Πανδρόσου, έναν από τους πιο εμπορικούς δρόμους της Αθήνας. Εδώ, δίπλα στην Αρχαία Βιβλιοθήκη του Αδριανού, λειτουργούσε η πολυσύχναστη Παλαιά Αγορά της Αθήνας, το λεγόμενο «Πάνω Παζάρι». Μη φανταστείτε τίποτα ιδιαίτερο. Γεμάτο ξύλινες και ιδιαίτερα βρόμικες παράγκες, αποκαλούνταν και «Η αγορά στις παράγκες».

Μέσα σε έναν συρφετό κτισμάτων και ανθρώπων, ξεχώριζαν το καμπαναριό της Μεγάλης Παναγίας και ο Πύργος με το Ρολόι. Ένας κακοχτισμένος πύργος μέτριου ύψους με μαδημένους, από την πολυκαιρία, σοβάδες. Τον είχε χτίσει το 1814 ο Έλγιν, ως αντάλλαγμα για τις αρχαιότητες που είχε κλέψει. Διέθετε τέσσερα ρολόγια: ένα σε κάθε του πλευρά. Όπως ήταν αναμενόμενο, μετά την Επανάσταση τα ρολόγια εξαφανίστηκαν, αλλά ο φιλέλληνας πατέρας του Όθωνα, ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας, φρόντισε να στείλει ένα που κοσμούσε τον παλιό Πύργο.

Τελικά ο Πύργος, μετά από κάποιες επισκευές, χρησίμευσε για ένα μικρό διάστημα σαν φυλακή. Στο ταρατσάκι του εργαζόταν ο «χορδιστής του ωρολογίου», ενώ απέξω τα χαμίνια της γειτονιάς περίμεναν υπομονετικά την εξαιρετική εύνοια της τύχης, να τους αναθέσει δηλαδή κάποιος νοικοκύρης να μεταφέρουν τα ψώνια σπίτι του, για να πάρουν ως αμοιβή μια δυάρα ή μια πεντάρα! Το παρατσούκλι τους ήταν «οι μάγκες του Ρολογιού», ενώ οι λόγιοι τους αποκαλούσαν, εφόσον κουβαλούσαν τα τρόφιμα, «οψοκομιστάς».

Στην υποτυπώδη αυτή πλατεία της Παλιάς Αγοράς, λειτουργούσε από το 1834 ένα από τα πρώτα καφενεία της Αθήνας: το «Καφενείο της Παλαιάς Αγοράς». Εδώ σύχναζαν όσοι πήγαιναν για δουλειές στην περιοχή κι αποζητούσαν λίγη ξεκούραση.

Επί Τουρκοκρατίας εκτός από το Πάνω Παζάρι στην Πανδρόσου, λειτουργούσε και το Κάτω Παζάρι, το αποκαλούμενο «Τσαρσί», εκεί όπου σήμερα βρίσκονται οι Άγιοι Ασώματοι. Δίπλα στη Ρωμαϊκή Αγορά λειτουργούσε περιστασιακά το «σταροπάζαρο», ενώ στην πλατεία του Θησείου το «αλογοπάζαρο». Μετά την Απελευθέρωση το Κάτω Παζάρι έπαψε να λειτουργεί, τα άλλα δύο όμως λειτουργούσαν κανονικά.

Δίπλα στην Παλαιά Αγορά βρισκόταν το παλιό Ιεροσπουδαστήριο των Τούρκων: ο Μενδρεσές. Στην αυλή του Μενδρεσέ, ένας πελώριος πλάτανος σκίαζε το προαύλιο του κτιρίου που τώρα πια χρησίμευε σαν φυλακή της πόλης. Απέξω βρισκόταν το καφενεδάκι του Μενδρεσέ. Εξυπηρετούσε κυρίως τις ανάγκες του προσωπικού της φυλακής. Εδώ θα συναντούσε κανείς μόνο αξιωματικούς και στρατιώτες, αλλά και καταδίκους, που λάμβαναν συχνά-πυκνά άδεια εξόδου μετά «δημοσίων θεαμάτων». Ο Μενδρεσές κατεδαφίστηκε μέσα σε διαμαρτυρίες το 1914.

Παρ’ όλο που η Αθήνα μας τα πρώτα Οθωνικά χρόνια είχε τόσα να αντιμετωπίσει (να φτιάξει τις υποδομές μιας πόλης: ύδρευση, αποχέτευση, οδοποιία και να αποκαταστήσει τα ερειπωμένα σπίτια που άφησαν πίσω τους οι Τούρκοι), σε ένα πράγμα ήταν πρωτοποριακή: την τροφοδοσία της Αγοράς. Οι Αθηναίοι έμποροι έλαμψαν με το επιχειρηματικό τους δαιμόνιο και κατόρθωναν να τροφοδοτούν καθημερινά την Αγορά με τα πιο απίθανα τρόφιμα. Λέμε «καθημερινά» διότι η έλλειψη πάγου και ψυγείων ανάγκαζε τους Αθηναίους να ψωνίζουν σε καθημερινή βάση τις ανάγκες της ημέρας. Έτσι μπορείτε κάλλιστα να φανταστείτε πλούσιους και φτωχούς, επώνυμους και ανώνυμους, να δίνουν το καθημερινό τους ραντεβού στο σημείο που βρίσκεστε! Ένα μόνο δεν έβλεπες στην αγορά της Αθήνας, τουλάχιστον τα Οθωνικά χρόνια 1834-1862: ΓΥΝΑΙΚΕΣ. «Αμπαρωμένες» στο σπίτι φυλούσαν την τιμή και την υπόληψη… του ΑΝΤΡΑ τους!

Μπορείτε τώρα να πάρετε μια πλήρη εικόνα του τι έβρισκε κανείς καθημερινά στην αγορά αυτή, ξεφυλλίζοντας τους πίνακες διατίμησης τροφίμων του Δήμου Αθηναίων. Τον Ιανουάριο του 1939 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΗΩΣ» μια πολύ ενδιαφέρουσα πραγματεία του Κώστα Μπίρη σχετικά με τη γαστρονομία της περιόδου που εξετάζουμε, στηριγμένη σε αυτούς ακριβώς τους πίνακες:

«Όσοι έχουν την ιδέαν ότι οι προ εκατό ετών Αθηναίοι ήσαν πολύ πίσω από τον κόσμο, ας μάθουν ότι είναι πολύ γελασμένοι. Δεν είχαν βέβαια τότε ούτε αυτοκίνητα ούτε ραδιόφωνα, αν υποτεθή ότι με αυτά καλοπερνούμε σήμερα. Από γαστρονομικής όμως απόψεως είχαν καλοπέρασιν, που ούτε να την ονειρευθή μπορεί ο σημερινός Αθηναίος.

Από την πρώτην διατίμησιν των τροφίμων, την οποίαν εθέσπισε ο Δήμος Αθηναίων εις τας αρχάς του 1842, φαίνεται καθαρά ότι αι ιστορικής αθλιότητος παράγκες της Παλαιάς Αγοράς επρομήθευαν εις τους Αθηναίους της εποχής εκείνης τα σπανιώτερα και περιφημότερα είδη διατροφής και ευωχίας, από όλα τα μέρη του κόσμου, είδη από τα οποία πολλά είναι τελείως ανύπαρκτα και άγνωστα εις τα απαστράπτοντα σημερινά “καταστήματα τροφίμων”.

Τι θέλετε και δεν το είχαν τότε... Αλλαντικά και παστά της Ευρώπης, χοιρομήρια, σαλτσισότα, σουπιές καπνιστές, οξύρυγχον-ξυρύχι-σουτζούκια, χέλια, περίφημα τυριά όλων των χωρών της Ευρώπης, πλήθος από ονομαστά κρασιά, ροζόλια [δηλαδή λικέρ], τζικολάτες, τζάγια, κομφέτα, φρούτα της Ευρώπης κι εξωτικά, και κάθε άλλη γαστρονομική ευωχία που υπήρχεν εις τον κόσμον προσεφέρετο εις τα ταπεινά μπακάλικα των πρώτων ετών της πρωτευούσης, εις όλας των τας ποικιλίας –208 είδη αναγράφονται εις τον κατάλογον– εις διαφόρους ποιότητας και ασφαλώς ανόθευτα, αφού την εποχήν εκείνην μαζί με τας άλλας επιστήμας και η νοθεία των τροφίμων ήτο πολύ καθυστερημένη.

Εντύπωσιν προξενεί η ακρίβεια των τροφίμων της κοινής ανάγκης, την οποίαν ακρίβειαν είχε γεννήσει η μεγάλη συρροή πληθυσμού εις την άκτιστον ακόμη και ανοργάνωτον πόλιν, ενώ αντιθέτως τα τρόφιμα της πολυτελείας, των οποίων υπήρχε μικροτέρα ζήτησις, είναι πάμφθηνα. Ενώ, επί παραδείγματι, η τιμή του λαδιού κυμαίνεται από 1,50 έως 2 δραχμάς, το μαύρο χαβιάρι κοστίζει 4 έως 5,25 η οκά. Επίσης προξενεί εντύπωσιν η μεγάλη επικοινωνία της αγοράς των Αθηναίων με όλας τας αγοράς του εξωτερικού, από τας οποίας εγίνετο εισαγωγή, ακόμη και ειδών αφθονίας και εις εξαιρετικάς ποιότητας, όπως π.χ. το λάδι που προαναφέραμεν. Η παρατήρησις αυτή μας πείθει ότι οι καλοφαγάδες Αθηναίοι είχαν και κάποιαν τάσιν ανοήτου επιδείξεως και ξενομανίας.

Και τώρα ας ρίξωμε μια ματιά εις την διατίμησιν, αρχίζοντας από τα ταπεινότερα είδη διατροφής. Ορίστε επτά ειδών ρίζια: ορίζιον Ευρώπης, ριζόνι, δαμνιατίσιο, της Φιλιππουπόλεως, ραχιτιανό, της Θεσσαλονίκης και του Κράτους, όλα από 50 έως 75 λεπτά την οκά. Φασόλια από 24 έως 32 λεπτά, κουκιά 20 λεπτά, ρεβίθια 28 λεπτά. Αξιοπρεπέστερη η φακή προς 40 λεπτά και ακόμη αξιοπρεπέστερα τα μπιζέλια προς 60. Η πατάτα 20 λεπτά, τα φτωχά κρεμμύδια μία δεκάρα και τα αδελφά σκόρδα 8 δραχμάς τα χίλια. Ας έλθωμε τώρα εις τις ντελικατέτσες. Χοιρομήρια και σαλτσισότα Ευρώπης προς 5 έως 6 δραχμάς η οκά. Λάρδον χοιρινόν 4 δραχ. Χαβιάρι μαύρο 5,25, ομοίως του μαχαιριού –χύμα δηλαδή– 4,50 η οκά, της Περσίας 4 δραχ. Αυγοτάραχον α´ ποιότητος 8 δραχμάς, ροφούδι 4, οκταπόδι ξηρόν 3, σουπιές της Ευρώπης 1,50, γλώσσες βωδινές καπνιστές το ζεύγος 1,40. Ξυρύχι 5 δραχμάς, χέλια αλμυρά 1,50, κολιούς μαρμαρίνους [από τον Μαρμαρά] 1,20, σουτζούκια της Αίνου και λοιπών μερών 1 δραχμή.

Και συνεχίζεται η σειρά των παστών τόσον εκτενής, ώστε ας την αφήσωμεν και ας εντρυφήσωμεν, έστω και νοερώς, εις τον πλούτον της κάβας: μπύρες και πόρτερ ή βοτίλια 8 δραχμάς, κρασίον της Μπορδολέζας –Μπορντώ–, καλύτερον της Γαλλίας η Μπορδολέζα 75 δραχμάς (η κάσα). Άλλα κρασιά με την οκά, πόρτερ, Τριέστης, Σάμου, Τζακονιάς, Θηβών, Κύμης, Τήνου, της Νάξου και άλλων μερών του Κράτους από 16 λεπτά έως 3 δραχμάς η οκά. Ροζόλια της Ευρώπης, η βοτίλια της μίας οκάς 3 δραχμάς, σιρόπια και ροζάδες, η κάσα 30 δραχμάς. Αλλά και των τυριών και των βουτύρων ο πλούτος είναι αξιοθαύμαστος. Βούτυρος Ρωσσίας 2,40 η οκά, βούτυρος του Κράτους 2,25, βούτυρος Ευρώπης 4. Τυρός Ολλάνδας 2,80, Γαλλίας γοργέρ 2,80, βούτυρος νωπός και τυρός Αγγλίας 6 δραχμάς. Τυριά της Κρήτης 1,50 και τέλος εγχώρια της Τζακονιάς, του Μαυρολιθαρίου, των νήσων, φορμαέλες, τυρός εις ασκούς και κασκαβάλι από 70 λεπτά έως 1,50.

Δεν λείπουν από την διατίμησιν και τα τρόφιμα από τον πτερωτόν κόσμον: φραγκόκοτες (γάλους) εκάστη 3 δρχ., χήνες 2,50, πάπιες 1,50, όρνιθες 1 δραχμή, ορνιθοπούλια 60 λεπτά και τέλος αυγά 3 δραχμάς τα εκατό! Εκτός από όλας τας ποικιλίας των ελληνικών φρούτων, υπάρχουν: μήλα και αχλάδες Ευρώπης, καρύδια της Πόλεως, αμύγδαλα αφράτα της Χίου, κάστανα της Κρήτης και της Τζακονιάς, φουντούκια του Όρους και της Πόλεως, σύκα εις κουτιά της Σμύρνης, δαμάσκηνα, χουρμάδες, σταφίδα ραζακιά του κουτιού και εις ζεμπίλια και πλήθος άλλων φρούτων ξηρών και χλωρών. Από τα λαχανικά, των οποίων αι τιμαί κυμαίνονται από 15 έως 40 λεπτά, ξεχωρίζει η ντομάτα προς 80 λεπτά, διότι ήτο ακριβοθώρητη, αφού δεν είχε διαδοθή ακόμη αρκετά.

Και προς συμπλήρωσιν της φανταστικής ευωχίας, εις την οποίαν μας παρέσυρε το διάβασμα του λαμπρού αυτού καταλόγου, ορίστε καφές Ευρώπης (!) προς 1,90 η οκά και ο περίφημος γεμένικος προς 2,50. Ζάχαρες διαφόρων ειδών και ποιοτήτων –τι τις έκαμναν όλες αυτές;– από 1,45 έως 1,80 και κανδιοζάχαρη προς 3 δραχμάς. Ακολουθούν διάφορες λιχουδιές, όπως κομφέτα, παξιμάδια ζαχαρωτά, τζικολάτες και τζάι εν γένει και τελειώνομεν με καπνόν διαφόρων μερών, καπνόν μπρεζίλι (Βραζιλίας), τσιγάρα και τέλος τουμπεκί για έναν καλόν ναργιλέν. Και δεν παρέλειψαν οι αγαθοί πατέρες του Δήμου από το τιμολόγιον αυτό της ευζωίας των τον ερατεινόν ταμπάκον. Πώς ήτο δυνατόν να τον ξεχάσουν, αφού κατά τας συνεδριάσεις των είχαν πάντοτε μπροστά των την ταμπακιέραν και την πελωρίαν μαντίλαν διά τα υγρά επακόλουθα της περιέργου εκείνης απολαύσεως».

Για πιο ολοκληρωμένη εικόνα σας έχω τώρα τις μαρτυρίες δυο ξένων περιηγητών, που με την δική τους οπτική περιγράφουν την τοποθεσία:

«[...] Αρχίζω ήδη από της αγοράς. Εις την γραμμήν, ξύλινα παραπήγματα, ων αι επίσης ξυλίναι στέγαι προέχουσιν, ασθενώς προφυλάττουσαι από των καυστικών ακτίνων του ηλίου και από των βροχών, είναι θαύμα πώς ανθίστανται εις τον άνεμον και το ψύχος. Οι πωληταί κάθηνται σταυροποδητί κατά την τουρκικήν συνήθειαν και διαλέγονται χαμηλοφώνως μεταξύ των. Είναι όλοι άσχημοι άνδρες, πλατυπρόσωποι και δυσκίνητοι και εάν δεν έβλεπον τους εκάστοτε ενταύθα αφικνουμένους πολεμιστάς, αρριπρεπείς και ζωηρούς άνδρας, θα ηδυνάμην να ορκισθώ ότι παρήλθεν ανεπιτρεπτεί και άνευ ίχνους, ο ωραίος Ελληνικός τύπος της παραδόσεως.
Η περί την αγοράν κίνησις είναι ελαχίστη. Δεσπόζει ακόμη αυτής βαρύ και άρρυθμον τουρκικόν τζαμίον και φαίνεται ότι η σκιά του ακόμη απειλεί την μόλις αποσείσασαν τας αλύσεις πόλιν. Γυναίκες ουδαμού φαίνονται. Μόνον εις εν από τα άθλια αυτά παραπήγματα ανεκάλυψα πωλήτριαν, ώριμον γυναίκα, χήραν ως μου είπον πολεμιστού, πωλούσαν βαρύτατα μάλλινα σκεπάσματα. Η Αθηναία πωλήτρια εκράτει διαρκώς καταβιβασμένην την κεφαλήν, ήτις άλλως τε ήκιστα εφαίνετο, περιτυλιγμένη ως ήτο εις μακρόν μαύρον μανδήλιον κατερχόμενον μέχρι των ώτων και περικλείον και την σιαγόνα [...]».
Thomas Grasset, 1834

«Το παζάρι είναι ίσως το πιο πολυσύχναστο μέρος της πόλης. Το πρωί όλοι οι πολίτες, όποια κι αν είναι η σειρά τους, πηγαίνουν οι ίδιοι για τα ψώνια. Αν θέλετε να δείτε έναν γερουσιαστή που κουβαλάει μια νεφραμιά στο ένα χέρι και σαλατικά στο άλλο, πηγαίνετε στην αγορά στις οκτώ το πρωί. Ποτέ Γάλλοι δεν θα μπορούσαν να ροκανίσουν τόσο σκληρά τις τιμές, όσο αυτοί οι έντιμοι κύριοι κάνοντας τα ψώνια τους. Τριγυρνάνε από μαγαζί σε μαγαζί, ρωτάνε για την τιμή των μήλων, των κρεμμυδιών ή αναφέρονται στην ψήφο τους της προηγούμενης μέρας μιλώντας με έναν σαράφη που τους σταματάει στο διάβα.

Ο σαράφης έχει, όπως άλλοτε, το μαγαζί του στην αγορά. Οι αρχαίοι τον έλεγαν ο “Τραπεζίτης”. Δεν άλλαξε ούτε όνομα ούτε επάγγελμα ούτε τραπέζι από τον καιρό του Αριστοφάνη. Χάρις μονάχα στις προόδους του πολιτισμού έχει σκεπάσει το τραπέζι του μ’ ένα σιδερένιο δικτυωτό που προστατεύει τα χρυσά και τα αργυρά νομίσματα.
Στις οχτώ το βράδυ, το καλοκαίρι, το παζάρι παίρνει μια όψη νεραϊδένια. Είναι η ώρα όπου οι εργάτες, οι υπηρέτες, οι φαντάροι έρχονται να ψωνίσουν κάτι για το φαΐ τους. Οι λιχούδηδες μοιράζονται, κατά τις εφτά με οχτώ, ένα αρνίσιο κεφάλι με έξη πεντάρες. Οι λιτοδίαιτοι άνθρωποι αγοράζουν ένα κομμάτι ροζ καρπουζιού ή ένα μεγάλο κραμπολάχανο που το δα-γκώνουν σαν μήλο. Οι έμποροι, ανάμεσα στα χορταρικά τους και τα φρούτα τους, φωνάζουν με μεγάλες κραυγές τους αγοραστές. Μεγάλες λάμπες γεμάτες με λάδι ρίχνουν ένα ωραίο κόκκινο φως επάνω στους σωρούς των σύκων, των ροδιών, των πεπονιών και των σταφυλιών. Μέσα σ’ αυτή τη σύγχυση όλα τα πράγματα λάμπουν. Οι παράφωνοι ήχοι γίνονται αρμονικοί. Δεν το προσέχεις ότι τσαλαβουτάς μέσα σε μια μαύρη λάσπη και μόλις που νιώθεις τις αηδιαστικές μυρουδιές που μολύνουν το παζάρι.

Όποια ώρα της μέρας κι αν βγαίνετε στους δρόμους, θα ακούσετε να προφέρουν δυο λέξεις που θα τις συγκρατήσετε σε λίγο. Βρίσκονται σε όλων τα στόματα και ο ξένος που φθάνει τις έχει μάθει πριν κάνει πενήντα βήματα.

Η πρώτη είναι η λέξη “δραχμή”. Η δεύτερη η λέξη “λεπτά”.
Μπορείς να είσαι βέβαιος ότι αυτές οι δυο λέξεις είναι το βάθος της γλώσσας. Η χρήση και η κατάχρηση που γίνεται αποδείχνουν άφθονα ότι ο ελληνικός λαός διαθέτει το πνεύμα του εμπορίου [...]».
Edmond About, 1854

Το 1884 καταστράφηκε ολοσχερώς μετά από πυρκαγιά η Παλαιά Αγορά, (το αποκαλούμενο επί Τουρκοκρατίας «Επάνω Παζάρι»). Ευτυχώς, είχε ξεκινήσει από το 1878 η κατασκευή της νέας Δημοτικής Αγοράς στη θέση της «Μεγάλης Παράγκας», στην οδό Αθηνάς. Με την επίσπευση των εργασιών, η νέα Αγορά παραδόθηκε στους Αθηναίους το 1886 επί δημαρχίας Σπύρου Μερκούρη. Διατηρείται και λειτουργεί μέχρι σήμερα.

Ιδού τώρα και μια άλλη μαρτυρία που χρονολογείται λίγο μετά το 1884:

«Ορίστε η «αγορά στις παράγκες», το σύμφυρμα δηλαδή των δημοτικών παραπηγμάτων, που αποτελούν την μοναδικήν αγοράν της πόλεως. Και τι δεν βρίσκει κανείς εδώ. Όλα τα εργαστήρια της βιοτεχνίας και όλα τα μαγαζιά των τροφίμων και των ειδών της κοινής ανάγκης είνε συγκεντρωμένα κατά ρουφέτια και συντεχνίας, με ολίγας μόνον εξαιρέσεις και αποσκιρτήσεως. Εδώ τα χασάπικα, εκεί τα μπακάλικα, αλλού τα ψαράδικα και προς την οδόν Πανδρόσου τα ελληνορραφεία και τα αμπατζίδικα, τα μόνα που θα αναγεννηθούν μετά την πυρκαϊάν του 1884 και θα επιζήσουν μέχρι των ημερών μας. Από την οδόν Πανδρόσου, για να περάση κανείς εις το εσωτερικόν της αγοράς, ανεβαίνει μερικά σκαλάκια. Δεξιά και αριστερά αυτής της εισόδου είναι τα κουρεία, με τις κρεμασμένες πετσέτες των και την κουρελαρίαν των προστεγασμάτων εις μέγαν σημαιοστολισμόν. Το ξύρισμα εις τα σκαλάκια στοιχείζει μίαν πεντάραν, γίνεται δε είτε εις το εσωτερικόν της παράγκας, η οποία με δυσκολίαν χωρεί κουρέα και πελάτην, είτε έξω εις το ύπαιθρον, όπου ο μακάριος πελάτης μπορεί να παρακολουθή συγχρόνως την κίνησιν της αγοράς και να μετέχη εις την πολιτικήν συζήτησιν των γειτόνων κουρέων και πελατών. 

Εις το εσωτερικόν της αγοράς η ακαθαρσία, ο θόρυβος και η αταξία βασιλεύουν. Το έδαφός της αυλακώνεται παντού με τα βρωμόνερα που τρέχουν προς το στόμιον της υπονόμου, από την οποίαν αναδίδεται φοβερή δυσοσμία».

Ο Αντώνιος Βερβενιώτης στο έργο του «Η Αθήνα το 1900» αποτίνει έναν τελευταίο φόρο τιμής στην Παλαιά Αγορά της πόλης μας. Εμείς να προσθέσουμε το εξής χαρακτηριστικό: Τα τελευταία χρόνια της λειτουργίας του, οι Αθηναίοι είχαν πάψει να το αποκαλούν «Πάνω Παζάρι». Το ονόμαζαν πλέον απαξιωτικά το «μπαγιατοπάζαρο».

«Πριν ο Σπύρος Μερκούρης, ο δραστήριος δήμαρχος των Αθηνών, ιδρύση την Κεντρική Αγορά της οδού Αθηνάς, μια άλλη αγορά στο τέρμα της οδού Αιόλου, κοντά στους Αέρηδες, ήταν η μόνη που εξυπηρετούσε τους Αθηναίους, μέχρι το 1884.

Η Αγορά αυτή, αφού ετροφοδότησε τόσους και τόσους νοικοκυραίους καλοφαγάδες και εκλεκτικούς, αφού γνώρισε δόξες με την πυρετώδη κίνησι και συρροή των κατοίκων της νεαράς ακόμη πρωτεύουσας, αφού είδε να συγκεντρώνωνται στον περίβολό της όλα τα προϊόντα της Ελλάδος και να διοχετεύωνται απ’ εκεί σε όλες τις συνοικίες των Αθηνών, ήλθε ημέρα να πέση σε μαρασμό και να καταντήση μια αγορά για πτωχούς.

Η Κεντρική Αγορά της οδού Αθηνάς, πειό κοντά στην πρωτεύουσα, που είχε αρχίσει να φεύγη από την Πλάκα και να απλώνεται προς την Ομόνοια και τη Νεάπολι, ετράβηξε όλο τον καλό κόσμο και άφησε για την Παληά Αγορά τη φτωχολογιά.

Ήταν πολύ συγκινητικό να βλέπη κανείς τους πτωχούς βιοπαλαιστάς που συνέρρεαν εκεί μετά το ηλιοβασίλεμα και έκαναν με τόση οικονομία τις προμήθειές τους, για το φαγητό της επομένης. Εργάτες με καταφανή τα σημάδια της κούρασης από τη δουλειά της ημέρας, με τα πτωχά και μπαλωμένα ρούχα τους, με το σακκουλάκι τους, εγύριζαν από μαγαζί σε μαγαζί, από καροτσάκι σε καροτσάκι, από πάγκο σε πάγκο, και επροσπαθούσαν να βρουν κάτι πολύ φθηνό και καλό.

Όταν πεια ήταν βέβαιοι πως είχαν βρει την πειό συφερτική τιμή, ετολμούσαν να αγοράσουν αυτό που ήθελαν και έβγαναν, από το τσεπάκι του πανταλονιού τους, μερικές δεκάρες τις οποίες εμετρούσαν και εξαναμετρούσαν για να βεβαιωθούν ότι ήταν σωστές.

Γυναίκες του Λαού, μητέρες, γιαγιάδες, εγύριζαν στην αναζήτησι των τροφίμων και κάπου κάπου έρριχναν ανήσυχες ματιές, για να βεβαιωθούν ότι δεν είχαν χάσει τα εγγονάκια τους, τα οποία με κόπο εκυκλοφορούσαν μέσα στην κίνησι της αγοράς.

Τα τρόφιμα εζυγίζοντο σε κάποιες πρωτόγονες παλάντζες, κάτω από το αμυδρό φως λυχναριών πετρελαίου που εκάπνιζαν, ενώ η πελάτισσα έβγαζε, από το βάθος της τσέπης του φουστανιού της, ένα μαντήλι μέσα στο οποίο είχε δέσει σφιχτά τις οικονομίες της.

Τα σακκούλια εγέμιζαν από κουραμάνες στρατιωτικές, από μπαγιάτικα ψωμιά πολυτελείας, από τουλουμοτύρια, από ρέγγες, σαρδέλλες, από λάδι και σαπούνι της μπουγάδας, από σταφύλια σαββατιανά και από ρόγες κάθε χρώματος και μεγέθους.

Κρέατα δεν υπήρχαν, γιατί απλούστατα οι πελάτες της Αγοράς αυτής αδυνατούσαν να τα αγοράσουν. Όσο για τα ψάρια, κι αυτά, περισσεύματα ετερόκλητα από την Κεντρική Αγορά, ήταν μόνο για τους εκλεκτούς πελάτες του Μπαγιατοπάζαρου.

Ευτυχώς, ο καλός Θεός επροστάτευε τη ζωή και την υγεία των πτωχών αυτών, που ήταν αναγκασμένοι να τρέφωνται με τρόφιμα, τα οποία λίγο απείχαν από την αποσύνθεσι. Όσο για τις συνέπειες, οι έμποροι δεν είχαν σοβαρές ευθύνες. Γι’ αυτό κάποιος έλεγε πολύ σωστά: “Δηλητηριάζω το μπακάλη μου, λαιμητόμος. Με δηλητηριάζει, δεκάφραγκο πρόστιμο”».