Η εξόφληση του λογαριασμού
Κάθε διεθνής αρτίστα που σεβόταν τον εαυτό της, έπρεπε να κάνει κι ένα πέρασμα από την Αθήνα μας. Γαλαντόμοι και λιγούρηδες όπως ανέκαθεν ήμασταν, θυσιάζαμε τα πάσα πάντα στα πόδια τους, σε χρήμα και είδος! Τόνοι μελάνης χύθηκαν για χάρη τους, αμέτρητες πικάντικες ιστοριούλες…
«Επί δέκα ημέρας ο Αριστοφάνης Πεντοπόδης εξώδευεν αφειδώς εις υπόγειον παράδεισον δια να κατακτήση την καρδίαν, μελαχροινής ως ο σίτος και ελκυούσης το γένος εκ Μαρόκου, αρτίστας λιγυροτάτης.
Ο Πεντοπόδης επλήρωνε, εθυσίαζεν οικονομίας δια να κατορθώση να αποσπάση έν βλέμμα της σκληράς. Η επίμονος όμως άρνησίς της και αδιαφορία εις τας θυσίας του εδημιούργησαν το αντίθετον του ποθουμένου. Το μίσος και την εκδίκησιν.
Την δεκάτην ημέραν η σκληρά κληθείσα εις το τραπέζι υπό του Πεντοπόδη και δεχθείσα την πρόσκλησιν, επεδόθη εις άγριον κόψιμο του φλεγομένου από πάθος εραστού, διατάζουσα τα ακριβώτερα λικέρ…
-Ένα τσέρυ, γκαρσόν και σιφών…
Έσωθεν ο Αριστοφάνης έβραζεν ομνύων εις τα ονόματα όλων των Αγίων και των οστών της μητρός του εκδίκησιν τρομεράν… «Πιες αρκούδα, πιες μαυροτσούκαλο αλλά θα μου τα πληρώσεις όλα αυτά», έλεγεν ενδομύχως…
Εις το εικοστόν ποτηράκι η σκληρά εκάμφθη και το ίδιο βράδυ ωδηγήθη εις την οικίαν του Πεντοπόδη. Έκτοτε επί ημέρας συνέτρωγον εις κεντρικώτατον ρεστωράν του άστεως… Πάντοτε όμως ο Αριστοφάνης ανέμενε την κατάλληλον ευκαιρίαν δια να εκδικηθή.
Περιέργως εις το ρεστωράν ο Πεντοπόδης έδιδε κατά την ώραν του λογαριασμού από έν λαχείον του στόλου και ελάμβανε ρέστα χιλιοδράχμου από το γκαρσόνι (εννοείται κατόπιν συννενοήσεως του γκαρσονιού και του κ. Πεντοπόδη ο οποίος αργότερα κατέβαλλεν εις το γκαρσόνι πραγματικόν χιλιόδραχμον αντί του λαχείου).
Η εκ Μαρόκου σιλφίς έκτοτε έρριπτεν ερωτύλα βλέμματα εις τα μικρά κυανά χαρτάκια, τα οποία εφύλασσεν εις το πορτοφόλι του ο Αριστοφάνης, ως ψητόν. Και η εκδίκησις δεν άργησε να πραγματοποιηθή.
Εδημιούργησε σκηνάς ζηλοτυπίας εις την ωραίαν Μαροκινήν διότι κάποτε εις τον δρόμον εκύτταξε φιλαρέσκως νεαρώτατον δανδήν… Και εις την Γαλλικήν γλώσσαν (διότι με αυτήν συνεννοούντο) εδήλωσεν ότι δεν είνε δυνατή η περαιτέρω συμβίωσις των κατόπιν της αξιοκατακρίτου πράξεώς της. Μίαν ημέραν, κατόπιν λουλουλλείου γεύματος, ο Πεντοπόδης επέταξεν εις το μελαχροινόν πρόσωπον της αρτίστας ουκ ολίγα λαχεία…
-Πάρτα, γιατί εγώ έτσι είμαι μαθημένος να πληρώνω τις γυναίκες, δεν τις θέλω τσάμπα.
Η νεαρά αρτίστα δεν συνεκινήθη καθόλου με την περιπέτειαν αυτήν, μάλλον έμεινε ευχαριστημένη με την έκβασίν της. Ήτο ελαφρώς ευτυχής, θα εψώνιζε χίλια δυό πράγματα. Και μετά μίαν ώραν επιβαίνουσα πολυτελεστάτου ταξί διηυθύνθη προς την οδόν Ερμού.
-«Φέρε και φέρε» επήγαινε η γλώσσα της και το υπαλληλικόν προσωπικόν γνωστού εμπορικού καταστήματος βρήκε δουλειά. Ανεστατώθη ολόκληρος η συνοικία των μεταξωτών. Όταν όμως ήλθεν η ώρα της πληρωμής του λογαριασμού η ταμίας εσταυροκοπήθη και έσκασε στα γέλια…
-Δεν περνάνε δεσποινίς αυτά, είνε λαχεία του Στόλου…
Η αρτίστα εκόπτετο, ήτο βεβαία, περί της γνησιότητος των «χαρτονομισμάτων». Επενέβη ο καταστηματάρχης και ο παρατυχών πόλισμαν, οι οποίοι είδαν κι’ έπαθαν έως ότου την πείσουν ότι επρόκειτο περί φάρσας.
Οι κατάμαυροι οφθαλμοί της έλαμψαν, εδάγκασε τα σαρκώδη χείλη της και είπε πλήρης οργής:
-… Γνώρισα όλο το κόσμος, σαν του έλληνος δεν είντε πουτενά.
Όχι, παίζουμε».
«Η Ελληνική», 1932, Κ. Μπέζος