Η Ραφήνα

Λέω αυτό το μήνα να σας βγάλω και λίγο πιο έξω από την Αθήνα. Πάμε, λοιπόν, μια βόλτα μέχρι τη Ραφήνα -παλιά την έγραφαν Ραφίνα- να δούμε πώς ήταν το 1936:

«Άλλη καλπάζουσα πρόοδος αυτή. Μια φορά -εδώ και μερικά χρόνια μόνον- ήταν μελαγχολικός ρωμαντισμός και χάνια. Κάπου-κάπου στο έρημο ακρογιάλι της έφθανε και καμμιά ψαρόβαρκα. Τότε οι ναυτικοί αυτών των πλοίων, αποβιβαζόμενοι εις την ξηράν, ανέβαιναν σε κανένα ψηλό κοτρώνι ή και καμμιά ανηφοριά και κατώπτευαν με ερευνητικόν και κάπως ανήσυχον βλέμμα την προς δυσμάς πευκόφυτον ενδοχώραν.

Έκαναν το ίδιο –κατά τας ιστορικάς περιγραφάς- σαν τους πειρατάς ή τους δουλεμπόρους του Μεσαίωνος, οι οποίοι αποβιβαζόμενοι εις την ξηράν ή κατώπτευον το έδαφος προς το οποίον θα έκαναν εξόρμησιν ή ήθελαν να παρατηρήσουν εάν εφαίνοντο πουθενά οι έμποροι που θα παρελάμβανον το κομιζόμενον δια θαλάσσης εμπόρευμα.

Επερίμεναν εις την έρημον παραλίαν της Ραφίνας οι ψαράδες της τότε εποχής, αν διεκρίνετο πουθενά ερχομένη η σούστα του ιχθυεμπόρου η οποία μετέφερε τα ψάρια τους εις την Αθηναϊκήν αγοράν.

Και όταν τέλος έφθανε και μετά δωδεκάωρον πορείαν, και ξεκουραστικούς σταθμούς: Βελωνιδέζα, Γέφυρα, Πικέρμι, Χαρβάτι, Σταυρό, Αγία Παρασκευή, Χάνια, Χαλανδρέϊκα, Καρανίκα, μετέφερε τα ψάρια εις τας Αθήνας. Ταύτα επωλούντο ως φρέσκα ψάρια της Ραφίνας –και καλαμπουριστικώς: Ψάρια φίνα από την Ραφίνα.

Αργότερα η Ραφίνα έγινε ολίγον τι ρωμαντικοσύχναστον παραλιακόν κέντρον. Και εκεί η μετάβασις απετέλει εκδρομήν, εκστρατείαν, περιπέτειαν. Ήτο το αντίστοιχον του Σκαραμαγκά. Όπως έλεγε και το προ δεκαετίας μοντερνίζον επιθεωρησιακόν τραγούδι:

Ραφίναν και Σκαραμαγκάν
Και να μυρίζει οριγκάν

Φιλάκια δίνω
Ρετσίνα πίνω

Αλλά μια φορά που έφθασε εις την Ραφίνα το πρώτο οριγκάν, το πρώτο ερωτικό ζευγάρι και τα πρώτα μέλη του «Οδοιπορικού Συνδέσμου», δεν μπορούσε παρά η έρημη εκεί παραλία να μεταβληθή εις ολίγον Ντωβίλ, ολίγον Φάληρον, ολίγην Σάντα Λουτσία και ολίγον... Καλαί.

Μάλλον το τελευταίον αυτό είνε σήμερα η Ραφίνα με τα μοντέρνα καταστήματά της, με τα εργοστάσια Παγοποιϊας δια την συσκευασίαν των ψαριών, με τον ηλεκτροφωτισμόν της, με τα ραδιόφωνά της και με την λιμενικήν της κίνησιν.

Ο Ευβοϊκός είνε η Μάγχη. Η Ραφίνα το Καλαί και απέναντι η Κάρυστος το Ντόβερ. Και δια την εξυπηρέτησιν της μεταξύ των δύο ηπείρων συγκοινωνίας χρησιμοποιείται ο «Κώστας» δηλαδή η «Νορμανδία» του Ευβοϊκού.

Ο πλοιοκτήτης του και κυβερνήτης του κ. Αλκιβιάδης Τόγιας, λέγουν ότι έδωσε το όνομα αυτό στο βαπόρι του από την σχετικήν αναφώνησιν των επιβατών του κατά την ώραν της επιβιβάσεως και αποβιβάσεως των. Θέλοντες ούτοι ν’ αποφύγουν τα πολλά βαρκαδιάτικα προέτρεπαν τον πλοίαρχον του σκάφους να το πλησιάζει εις την ακτήν –την κόστα- όσο το δυνατόν περισσότερον.

-Κόστα, κόστα καπετάνιε ...

Και ο «Κώστας» πλησιάζει και η επιβατική κίνησις εξυπηρετείται ανετώτατα και τόσον οι ταξιδιώται όσον και οι παραθερισταί της νεοδημιουργήτου παραλιακής κωμοπόλεως περνούν ίσως καλλίτερα από όσο θα περνούσαν εις την Ντωβίλ.

Άρα-φίνα.

Και με δροσιά πάντα».

«Πατρίς», 1936, Δημ.Λαμπίκης