Εντυπώσεις προσκυνητή στην Τήνο το 1912

Το ενθυμούμαι ακόμη το ταξείδιόν μου εκείνο. Είνε εν από τα γεγονότα που χαράσσουν βαθύτατα τα ίχνη των εις την ζωήν του ανθρώπου. Δεν ήτο απλώς ένα ταξειδάκι εις την Τήνον αλλά κάτι υψηλότερον, ιδανικώτερον σχεδόν θείον. Ήτο βάπτισμα εις την πηγήν της πίστεως και της ευλαβείας…

***

-Άλλος για την Τήνον!

-Δύο και δέκα με του Τζών πάει κι’ έλα!

-Μια και εξήντα με το Γουδή!

-Μία και σαράντα με του Πανταλέων!

Κάθε βαρκάρης του Πειραιώς είχε μεταβληθή εις υπαίθριον πράκτορα Ατμοπλοϊκής Εταιρείας. Εκρατούσεν ένα μάτσο εισιτήρια και εκραύγαζε με όλην την δύναμιν των πνευμόνων του:

-Άλλος για την Τήνον!

Και ο κόσμος επωφελούμενος του συναγωνισμού των Ατμοπλοϊκών Εταιρειών έσπευδε ν’ αγοράση εισιτήρια δια την Τήνο.

Πέντε ατμόπλοια εν ατμώ και σημαιοστόλιστα ήσαν παρατεταγμένα εις την ακτήν του Τζελέπη.

Εσφύριζαν διαρκώς δια να αναγκάσουν τους προσκυνητάς να επισπεύσουν την επιβίβασίν των.

Ούτε φύλλον δεν εκινείτο. Το ταξείδι της Τήνου σπανίως είνε ήρεμον ιδίως δε τον Δεκαπενταύγουστον. Το ταξείδι όμως αυτό προφανώς θα ήτο εντελώς ατάραχον. Και έκαστος εισήρχετο αφόβως εις τα ατμόπλοια με την βεβαιότητα της ασφάλειας.

Ενύκτωσε και τα ατμόπλοια ήσαν ακόμη δεμένα εις τας θέσεις των.

-Πότε θα φύγουνε επί τέλους; Εσκάσαμε!

Επέρασεν η 8η έφθασεν η 9η και πλησιάζει η 10η νυκτερινή ώρα και τα ατμόπλοια εξηκολούθουν να σφυρίζουν. Επερίμεναν να πάρουν και άλλους επιβάτας καθ’ ην στιγμήν οι υπάρχοντες εις αυτά δεν ηδύναντο να κινηθούν από την θέσιν των. Τέλος έκαμεν ένα βαπόρι την αρχήν και το ηκολούθησαν τα άλλα.

Έτυχε να επιβώμεν ενός αρκετά μεγάλου ατμοπλοίου έχοντος δε και το προσόν να τρέχη περισσότερον από τα άλλα. Η υπεροχή μας εις την ταχύτητα ήτο αφορμή να μην είνε και τόσον μονότονον το ταξείδι μας. Διότι οι συνεπιβάται μας, ευέλπιδες της Τρούμπας και της Αγίας Τριάδος μεταβαίνοντες και αυτοί διά πολλούς και διαφόρους λόγους εις την «χάρι της» ούρλιαζον κυριολεκτικώς οσάκις το ατμόπλοιον άφινε πίσω προπορευόμενον μέχρι της στιγμής εκείνης ατμόπλοιον.

-Ρίχτε μας ρε ένα σκοινί να σας δέσουμε νάρθετε και εις την Βαγγελίστρα.

Περί τα εξημερώματα αντικρύσαμεν τα κάτασπρα σπιτάκια της Τήνου ενώ οι ήχοι των κρουομένων κωδώνων της Ευαγγελίστριας έφθανον μέχρις ημών.

Μιάμιση ώρα εχρειάσθη δια να αποβιβασθούν οι υπερχίλιοι επιβάται του ατμοπλοίου μας.

***

Η Τήνος έχει ήδη λάβει όψιν μεγαλουπόλεως. Οι στενοί αλλά καθαροί και πλακόστρωτοι ως επι το πλείστον δρόμοι της είνε πλημμυρισμένοι από κόσμον.

Η πλατεία της υπό έποψιν κινήσεως δύναται να συγκριθή με την πλατείαν του Συντάγματος κατά την ώραν του περιπάτου. Πολύ διάφορος όμως υπό θεαματικήν έποψιν. Σπανίως βλέπει κανείς ένα τέτοιο ανακάτωμα κόσμου. Δίπλα εις την αντραβέ φούσταν κομψής Ατθίδος, φουσκώνει από τον αέρα σαν πανί ψαροπούλας πελωρίων διαστάσεων τσίτινη φούστα Υδρέϊσας, συμβαδίζουν δε κλος σακάκι και φαρδύ Αγγλικόν πανταλόνι λέοντος των Αθηνών μαζί με την βράκαν Τηνιακού ψαρά  και πατούν εις το αυτό έδαφος υπέρκομψα από λουστρίνι γοβάκια παραπλεύρως ευρυχώρου κουντούρας.

Όλα τα καφενεία της πλατείας είνε μέχρι ασφυξίας πλήρη.

Ο κόσμος ξενυχτισμένος πίνει τον καφέ του και πλένεται προχείρως δια να μεταβή εις τον ναόν της Ευαγγελίστριας οι κώδωνες της οποίας συνεχώς καλούν τους πιστούς.

Ρεύμα κόσμου ανέρχεται τον ανηφορικόν δρομίσκον τον φέροντα εις τον πανηγυρίζοντα ναόν της Θεομήτορος. Μας παρασύρει.

-Η χάρι της βοήθειά σας!

-Κόσμο ακούω και κόσμο δεν βλέπω. Ματάκια δεν έχω ο καϋμένος!

-Εδώ κύριε βλέπετε ένα παιδί δίχως χέρια και πόδια. Ελεήστε το!

Τρία και πλέον συντάγματα επαιτών έχουν εγκατασταθή από το ένα και το άλλο μέρος του δρόμου ζητούντες ελεημοσύνην. Ανακαλύπτομεν και μερικούς γνωρίμους των Αθηναϊκών γωνιών.

-Πως βρέθηκες εδώ; Ερωτώμεν ένα από «γενετής τυφλόν».

-Μπα! Εσύ είσαι αφεντικό; Τρόμαξα να σε γνωρίσω. Καλέ εσύ επάχυνες. Ήρθα που λες γιατί έχουμε τρομερά κεσάτια στην Αθήνα. Φτηνός ο ναύλος βλέπεις και μια και δυό κι’ ήρθα.

-Και πως παν’ η δουλιές;

-Δόξα τω Θεώ. Δίνει εδώ ο κόσμος. Στάσου όμως γιατί βλέπω πολλούς νάρχωνται. Και αλλάζων τόνον φωνής:

-Λυπηθήτε Χριστιανοί τον αόμματον…

***

Μια γριούλα με κατάμαυρο μαντήλι τυλιγμένο σ’ όλο της το πρόσωπο ανεβαίνει τον ανηφορικόν δρόμον με τα τέσσερα. Ο κόσμος παραμερίζει δια να περάση πολλοί δε της πετούν πεντάρες νομίζοντες ότι ανήκει εις την ταξιαρχίαν των επαιτών.

Εξακολουθεί όμως τον επίπονον δρόμον της ενώ ο ιδρώς ρέει ποταμηδόν από το μέτωπο της.

-Τάμα θα έχη η κακομοίρα! Είπον κάτι γυναίκες αντιπαρερχόμεναι. Την επλησιάσαμεν περίεργοι:

-Γιατί κυρούλα μου βαδίζεις έτσι;

-Τώχω τάμα παιδί μου στη χάρι της.

-Για κάποιο λόγο βέβαια.

Και η δυστυχής γρηούλα μας διηγήθη ότι ο μονάκριβος γυιός της υπηρετών ως ναύτης εις ένα ιστιοφόρον έλειπε στην ξενητιά χρόνια ολόκληρα. Περνούσε ο καιρός και η δύστυχος μάννα ούτε εμάνθανε τίποτε περί της τύχης του υιού της ούτε γράμμα του ελάμβανε.

-Βαγγελίστρα μου! Ας δω το παιδί μου μια μέρα και θάρθω στη χάρι σου γονατιστή!

Το παιδί της έπειτα από λίγο εγύρισε και κείνη πιστή εις την υπόσχεσιν της την οποίαν έδωσεν εις την Παναγίαν την εξετέλεσεν αδιαφορήσασα και δια τον κόπον και τα περίεργα βλέμματα του κόσμου.

Το θέαμα εντός του προαυλίου του ναού είνε μοναδικόν. Χωρίς υπερβολήν εμαγείρευσαν, έφαγαν και εκοιμήθηκαν εκεί άνω των χιλίων ανθρώπων. Πως το κατώρθωσαν είνε θαύμα το οποίον μόνον εις τον θαυματουργόν ναόν της Τήνου ημπορούσε να συμβή. Ένα τσούλι δυό μέτρων είνε περιοχή εις την οποίαν έζησεν επί 36 ώρας μια ολόκληρος οικογένεια από επτά-οκτώ, δέκα άτομα αποτελουμένη. Το γόνατον του συζύγου εχρησίμευσεν ως προσκεφάλι της συζύγου η αγκάλη δε της δευτέρας ως κλίνη ολοκλήρου της λοιπής μικροοικογενείας.

***

Ο συνωστισμός και εις το κάτω και εις το άνω μέρος του ναού είνε απερίγραπτος. Χιλιάδες κόσμου συνωστίζονται εκεί μέσα με κίνδυνον να πάθουν εξ ασφυξίας. Αγώνες ή μάλλον μάχαι αληθιναί συνάπτονται πέριξ της θαυματουργού εικόνος την οποίαν όλοι θέλουν να ασπασθούν.

Η θαυματουργός εικών είνε ιδεωδώς πολυτελής. Άπειροι πολύτιμοι λίθοι την κοσμούν, απαστράπτει δε ολόκληρος. Ο ναός της Τήνου είνε ο πλουσιώτερος της Ελλάδος. Ο χρυσός και ο άργυρος τον πλημμυρίζουν κυριολεκτικώς.

Αι καμπάνες όλων των εκκλησιών της Τήνου κρούονται τώρα χαρμοσύνως, αι χιλιάδες δε των προσκυνητών τους οποίους ήτο αδύνατον να χωρέση ο ναός, τρέχουν προς την πλατείαν. Είχε τελειώσει η λειτουργία και επρόκειτο να γίνη περιφορά της εικόνος.

Πράγματι περί την 11ην π. μ. ώραν προπορευομένου τμήματος της μουσικής της φρουράς η πομπή εξεκίνησεν εκ του ναού τιμητικώς παρακολουθημένη υπό λόχου πεζικού.

Έφθασε εις την πλατεία όπου κατόπιν δεήσεως ο ευφράδης ιεράρχης Σύρου και Τήνου κ. Λεβεντόπουλος ενώπιον χιλιάδων λαού εξεφώνησεν τον πανηγυρικόν της ημέρας.

Μετά ταύτα η πομπή δι’ άλλης οδού επέστρεψεν εις τον ναόν.

Η πανήγυρις είχε λήξει πλέον.

Ήτο μεσημβρία και αι χιλιάδες των προσκυνητών έπρεπε να φροντίσουν δια τον στόμαχόν των. Οι προσεκτικώτεροι από ενωρίς είχον παρασκευάσει τα αναγκαιούντα, οι άλλοι όμως, οι και περισσότεροι, μόλις την στιγμήν εκείνην εσκέφθησαν ότι έπρεπε να φάγουν και ώρμησαν προς τα διάφορα ξενοδοχεία της νήσου. Που να επαρκέσουν  όμως ταύτα εις τόσην ζήτησιν; Από την πρώτην έφοδον παρεδόθησαν άνευ όρων και μετά μεγάλων λογαριασμών.

Οι πανηγυρισταί όμως επεινούσαν και έπρεπε να φάγουν. Και όσοι δεν εύρον θέσιν εις τα ξενοδοχεία ηναγκάσθησαν να προγευματίσουν λιτώτατα εις το ύπαιθρον, όσοι δε δεν κατόρθωσαν ούτε τούτο ερρίφθησαν εις την φρουτοφαγίαν διότι ο στόμαχός των κάτι έπρεπε να έχη εντός δια να αδειάση κατόπιν από το κούνημα του ατμοπλοίου, το οποίον εθεωρείτο άφευκτον επικρατούσης από το πρωί αγρίας σοροκάδας.

Δέκα και πλέον χιλιάδες κόσμου, αι οποίαι μετεφέρθησαν από δώδεκα ατμόπλοια εν ασφυκτικώ συνωστισμώ επρόκειτο να αναχωρήσουν τώρα. Κάθε ένας ήθελε να εξασφαλίση μίαν θεσούλαν εις το κατάστρωμα. Και ο κόσμος επλημμύρισε την παραλίαν επιβαίνων των λέμβων αι οποίαι αδιακόπως μετέφερον εις τα ατμόπλοια.

Εις τας 2 το απόγευμα όλα τα ατμόπλοια ήσαν ασφυκτικώς πλήρη, ενώ άλλοι ακόμη από την παραλίαν προσεπάθουν να επιβιβασθούν των λέμβων. Τόσον δε είνε το γενικόν ανακάτωμα και το πλήρες θαλάσσωμα των επιβατών κατά την επιβίβασιν επι των ατμοπλοίων ώστε πάντοτε καθ’ έκαστον έτος πολλαί εκτροπαί γίνονται. Μερικοί κρημνίζονται εις της σκάλες και προσπαθούν ν’ ανέβουν και όχι ολίγοι πέφτουν στην θάλασσαν.

Τι όμως είνε τα μικρά αυτά δεινοπαθήμτα εμπρός εις το μέγα γεγονός του προσκυνήματος της Παναγίας;

«Πατρίς», 1912