Πώς γιόρτασε τις χρονιάρες μέρες η νεόπλουτη Γαρεμφούλα
Κλασικός τύπος νεόπλουτης εκείνης της εποχής, ήταν και η καλοπαντρεμένη Γαρεμφούλα. Οι επιστολές που υποτίθεται πως έστελνε τακτικά στη μητέρα της στο χωριό, στο Μενίδι, διαβαζόντουσαν με ιδιαίτερη προσοχή και ευχαρίστηση από τους αναγνώστες του περιοδικού «Σκέρτσο» (1925). Απολαύστε πώς ευχήθηκε στους γονείς της στις γιορτές της Πρωτοχρονιάς:
«Αείμνυστον μύτερ μου,
Με υγείαν και επτυχήαν σού απέφχομαι ίνα διέλθης το νέον έτος, το οποίον διά να ξέρης και να το λές εις της γειτώνισες, λέγεται μπόν και ζωαγιέ αννέ, όπως το ομιλούμεν εμείς οι γαλλικομαθές. Ζωαγέ επισημαίνει μπαιγνιώδες και μην το παραξηγήσις περικαλώ.
Έν τοιούτοις είμαι πολύ τεθλιμμένη ένεκεν ότι ποσώς δύνομαι να έλθο εις τους ηγαπητούς μου Μενιδίους, προς πέρασιν ομού μετ’ εσού και του πατήρ μου της χρονιάρας απτής ημέρας.
Αλλά υπό τύπον κοζμικής κερίας της αριστοκρασίας όπου κατήντισα, είμαι υπόχρεως να υπεριποιηθώ τας σχέσεις μου δίδων την επαύριον παραμονήν μέγαν υποδεξίωσις, όπου κοπτομένη η βασιλόπηττα, έτεροι μέν θα περιπαίξουν μαζόγκ και ραμί, το οπήον τα παιγνίδια της μοδός, και έτεροι θα χορέψουν υπό τον φλοίσβον της τζαζμπάν, τούθ’ όπερ διά να αντιληπτής, τα ευρωπαϊκά κλαπατσίμπανα.
Ο μίστερ Κόλλιας (σ.σ. ο ματσωμένος σύζυγος) ήθελε να προσεκαλέσωμεν και ρομπίαν (σ.σ. εννοεί ρομβία, δηλαδή λατέρνα), χάρην περισσότερον μεγαλέιον, αλλά όμως μηά φίλλη μου του συρμού (σ.σ. του λαού) ειπούσα μοι ότι το τοιούτον ποσώς ενδιατρήβει εις τα καλλά σαλώνια, το απέριψα ομοφώνως.
Αν ερωτείς και περί μπουναμάδες, μάθε ότη σου απεστέλω μετά του υποφαινωμένου κομιστού ένα τσεμπέρηον, τελεπταίαν κραυγήν της μοδός, τούθ’ όπερ ποικιλιόχρωμον και φαραώ, ο δε σύζυξ μου του εριτίμου πατήρ μου μίαν νεαρωτάτης εφεύρεσις μηχανήν, ίνα διά να αποβουτυρώνη καλήτερα το τυρί.
Και πάλιν το νέον έτον όπως περιποθείτε.
Μετά σπασμών αμφοτέρους
Μανδάμ Γαρεμφούλα»
Σε όλες αυτές τις νεόπλουτες… Γαρεμφούλες, ο Γ.Σουρής φρόντιζε με τη σατυρική του πένα να υπενθυμίζει την αριστοκρατική καταγωγή τους. Το παρατσούκλι που τους είχε κολλήσει ήταν αι «ντιστενγκέ», από τη γαλλική λέξη για το «ξεχωριστός».
Βρακιά εφόρει ο μπαμπάς και η μαμά τσεμπέρι
Κι’ εμάλλωνε στις γειτονιές ημέρα μεσημέρι
Κι’ εγώ δασκάλα έτρεχα εις μίαν άλλην κώμην
Και με ραδικοβλάσταρα συχνάκις ετρεφόμην
Μα τώρα είμαι ντιστενγκέ και τρίχαπτα φορώ
Και μόλις την Βασίλισσαν ως ίσην θεωρώ