«Τα λιμπίζεται η καρδιά μου! Ας τα πάρουμε κι’ αυτά...»
Η αγροτική ζωή δεν ήταν πάντα εύκολη. Όταν όμως η γη έδινε τους καρπούς της και η σοδειά ήταν καλή, γέμιζε η πορτοφόλα και τότε… ποιος τον έπιανε το «βλάχο»!
«Εμπρός εις μίαν βιτρίναν χρυσοχοείου στέκεται μία οικογένεια αγροτών και θαυμάζει. Είνε εκτεθειμένα εκεί χρυσά και αργυρά αντικείμενα, τα οποία αποτελούν το όνειρον όλων των νεαρών υπάρξεων δια τας οποίας το κόσμημα είνε λαμπρότερον και από τον ήλιον.
Είνε ένας άνδρας, βλάχος με τσαρούχια και γκλίτσαν, δύο γυναίκες και πεντέξη παιδιά. Προφανώς το θέαμα δι’ αυτούς είναι σπάνιον. Ζή πραγματικός εκεί προ των οφθαλμών των, όλος ο φανταστικός κόσμος των παραμυθιών της καλύβης των. Τόσον όπου μένουν έκθαμβοι, λησμονούντες εαυτούς και την γύρω των ζωήν. Αι γυναίκες ιδίως έχουν εις τα μάτια των ζωηροτέραν την λάμψιν και από την των κοσμημάτων. Ο αιώνιος πόθος του θήλεως προ του κοσμήματος…
Μίαν στιγμήν η μία από τας γυναίκας σηκώνει το χέρι και δείχνει ένα κόσμημα. Λέγει με φωνήν περιπαθή.
-Αυτό το βραχιόλι θέλω.
-Εγώ εκείνα τα σκουλαρίκια ακούεται περιπαθεστέρα η φωνή της άλλης.
Ο βλάχος όστις μένει όπισθεν των, απαντά με την βραδύτητα την οποίαν έχουν οι άνθρωποι της εξοχής εις την φωνήν των.
-Σας αρέσουν λοιπόν;
-Τρέλλα είνε.
-Τα λιμπίζεται η καρδιά μου!
Με τον αυτόν τόνον ακούεται η ανδρική απάντησις.
-Ας τα πάρουμε κι’ αυτά.
Ο βλάχος προχωρεί με τα τσαρούχια του και την γκλίτσαν του προς την θύραν του καταστήματος. Η δύο γυναίκες ακολουθούν. Τα παιδιά επίσης. Η εμφάνισις των απροσδοκήτων αγοραστών κινεί την έκπληξιν των υπαλλήλων. Ουδέποτε σχεδόν εισήλθον εις χρυσοχοείον εις την ζωήν μου, αλλά το θέαμα εκείνο με είλκυσεν, όσον ούτε αν επρόκειτο να αγοράσω ο ίδιος τιμαλφή.
Εισήλθον και προσεποιήθην ότι εκύτταζα τα εκτεθειμένα κοσμήματα υπο τα γυαλιά των τραπεζιών. Οι επισκέπται εδήλωσαν απεριφράστως την επιθυμίαν των. Με αρκετόν δισταγμόν την εξεπλήρωσεν ένας υπάλληλος. Αι δύο γυναίκες έλαβον τα ποθητά πολύτιμα κοσμήματα. Εφαίνοντο ότι είχαν μεθύσει από παληό δυνατό κρασί.
Ο βλάχος ηρώτησε την τιμήν των. Δεν συνωφρυώθη εις το άκουσμά της. Δυόμιση χιλιάδες δραχμαί. Έβγαλε από τα στήθη του μίαν λερήν, μαύρην χρηματοσακούλαν, επλήρωσε το ποσόν με κολλαριστά μεγάλα χαρτονομίσματα. Και η συνοδεία εξήλθε του καταστήματος κατά την αυτήν τάξιν με την οποίαν είχεν εισέλθει. Όλα αυτά έγιναν με κινηματογραφικήν γοργότητα.
Η έκπληξις των υπαλλήλων ήτο μεγαλειτέρα τώρα κατά την έξοδον των απροσδοκήτων πελατών των, παρά κατά την είσοδόν των. Διάβολε, ούτε οι Μεγάλοι Δούκες άλλοτε δεν εψώνιζαν κοσμήματα με τόσην ταχύτητα. Ένας υπάλληλος τότε εστράφη προς εμέ.
-Ο κύριος επιθυμεί τίποτε;
Είπα διεθυνόμενος προς την θύραν.
-Ναι, κάτι. Μίαν γκλίτσαν αλλοίμονον!».
«Ακρόπολις», 1932, «Ο Πολυντώρ»