Στην Αιόλου των παιδιών, των παιχνιδιών και των μπουναμάδων

Δεκέμβριος∙ μήνας των γιορτών και της χαράς των παιδιών. Η Αιόλου μεταμορφωνόταν άλλοτε για ένα μήνα σε μαγικό βασίλειο. Και αξέχαστη μένει ακόμη, μετά από τόσα χρόνια, η μέρα που κατεβαίναμε με τους γονείς και τ’αδέρφια σ’αυτή την αυλή των θαυμάτων. Ξεχάστε για λίγο τα “Jumbo” και τα Bazaar κι ελάτε παρέα με τον Δημήτρη Γιαννουκάκη, ρεπόρτερ τότε των «Αθηναϊκών Νέων» στην πολύβουη χρονιά του 1932.

«-Εδώ οι μπουναμάδες!...

Αυτό είνε το σύνθημα, η πολεμική κραυγή, η κυριαρχούσα φωνή, η βάσις πάσης συνεννοήσεως.

-Εδώ οι μπουναμάδες!...

Κραυγή διάτορος, διαπεραστική, εκνευριστική, άπελπις, επίκαιρος. Όντως οι μπουναμάδες είνε παρόντες. Μπουναμάδες παντός είδους, μεγέθους, διαμετρήματος. Μπουναμάδες πάσης αξίας, πάσης ορέξεως, πάσης τσέπης. Ατελείωτα τα καροτσάκια, μπάγκοι, τραπέζια, στασίδια, πρόχειρες βιτρίνες εις το μέσον του δρόμου. Εις το μέσον ενός δρόμου ειδικώς. Της οδού Αιόλου.

Από τας συνοικίας των Αθηνών πλήθη ανθρώπων έχουν εκχυθή. Ομαδική η έξοδος. Ψυχή δεν μένει στα σπίτια. Οι Αθηναίοι με τις γυναίκες των, με τα παιδιά των, με σκύλους, γάτες και καναρίνια, οικογενειακότατα τέλος πάντων, εκστρατεύουν.

Μόνον εις την οδόν Αιόλου αντιλαμβάνεται ο Αθηναίος την μεγάλην μεταβολήν. Μόνο εκεί καταλαβαίνει ότι φεύγει ο παλιός ο χρόνος και έρχεται καινούργιος. Μόνον εκεί ακούει της φωνές που τον ενοχλούν αλλά και που του ξυπνούν αναμνήσεις.

-Εδώ οι μπουναμάδες!...

-Ότι πάρετε μια δραχμή!...
-Κόσμε! Στη φτήνεια τα βάλαμε.

***

Ευρίσκομαι λοιπόν κι’ εγώ, με εντολή του αρχισυντάκτη, εις την οδόν Αιόλου. Προχωρώ με πολύν κόπον. Ο συνωστισμός είνε αφάνταστος. Η διέλευσις αυτοκινήτων απαγορεύεται φυσικά και τα πρόχειρα καταστήματα των προχείρων καταστηματαρχών έχουν στηθή εις το κέντρον του δρόμου.

Συζητήσεις, φωνές, μουσικές, ροκάνες, σφυρίγματα, καραμούζες, τρουμπέτες, ταμπούρλα, κλάξον, βρισιές, τραγούδια, όλα αυτά δίδουν ένα τόσον συγκεχυμένον  θόρυβον, που νομίζει κανείς πως ευρίσκεται εις ιουδαϊκήν χάβραν.

-Πάρε κόσμε!... Στη φτήνεια!...

-Κρρρ!... Κρρρ!... (ροκάνα η θορυβοποιός)

-Ελενίτσα… το παιδι!

--Πόσο ο καραγκιόζης;

-Ξεπουλάμε!... Ξεπουλάμε!...

-Φρρρ!... Φρρρ!... (σφυρίχτρα η δαιμονιώδης)

-Ευρωπαϊκές οι κούκλες!... Πάρτε κόσμε!...

-Ότι πάρετε μια δραχμή!...

-Εδώ το γιό-γιό το νέο παιχνίδι!...

-Μπρρρ!... Μπρουμ!... Μπρουμ!... (ταμπούρλον το εκκωφαντικόν)

Τα ρωμέϊκα παζάρια εις την ημερησίαν διάταξιν:

-Πόσο η σφυρίχτρα;

-Ότι πάρετε μια δραχμή.

-Και η σφυρίχτρα;

-Μάλιστα μανδάμ!

-Δεν κάνει λιγώτερο;

-Λιγώτερο από μια δραχμή; Παζάρια μου κάνεις στη δραχμή;

Σταματώ εις ένα τραπεζάκι.

-Εδώ οι μπουναμάδες. Παρδόν, τι θέλει ο κύριος;

Ο κύριος είμαι εγώ. Ριψοκινδυνεύω μίαν απάντησιν:

-Τίποτα. Κυττάζω… απαγορεύεται;

-Με το παρδόν. Επιτρέπεται αβέρτα.

Και στρεφόμενος ο έμπορας προς τον παραγυιόν του:

-Μήτσο, τον νου στους υπόπτους…

Μια λοξή ματιά του νεαρού Μήτσου προς το μέρος μου, μου δίδει να εννοήσω ότι εγώ είμαι ο ύποπτος. Διότι όπως μου εξήγησεν αργότερα έτερος έμπορος…

-Δεν ξέρεις τι γίνεται αφεντικό. Πλησιάζει ο ύποπτος, σαν του λόγου σου να πούμε που εκύτταζες, και τάχα μπανίζει παιγνίδια… Μια στιγμή να μ’ ερωτήση ένας άλλος: πόσο το γιό-γιό; Πάει!... Ο ύποπτος έκανε τη ζούλα του. Το οποίον μου εσήκωσε από τον πάγκο μια κούκλα… Μ’ εννοείς;

Εννοώ και απομακρύνομαι.

Εις την γωνίαν της οδού Λυκούργου ένας άνθρωπος όρθιος, επάνω εις ένα κάθισμα, ξελαρυγγίζεται:

-Εδώ οι μπουναμάδες κύριοι!

Φορεί μπλούζαν λευκήν. Είνε οδοντοιατρός. Πλησιάζω με ενδιαφέρον. Τι δουλειά έχει ένας οδοντοιατρός με τους μπουναμάδες; Αλλά ο λευκοχειμονών άνθρωπος εξακολουθεί:

- Εδώ οι μπουναμάδες! Το οποίον εάν έχης γέρο η γρηά χωρίς δόντι, μία τεχνητή οδοντοστοιχία είνε ο καλλίτερος μπουναμάς! Εάν σε πονή το δόντι θυσίασε και εν τάλληρον δια την εξαγωγήν του οδόντος!...

Κόσμος πολύς τον ακούει με κατάνυξιν. Ένας πιτσιρίκος ανοίγη το στόμα του δια να χασμουρηθή. Ο επιστήμων παρεξηγών το άνοιγμα του στόματος συλλαμβάνει τεράστιον κλαδευτήρι ως τανάλια. Ο πιτσιρίκος τρέπεται εις φυγήν.

Αφήνω τον οδοντοιατρόν και προχωρώ με κόπον ανάμεσα εις ανθρώπους, σκυλιά, καλάθια με καρτ’ ποστάλ, πανέρια με γραβάτες, πολισμάνους, διάφορους τύπους που πουλούν κουραμπιέδες και φοινίκια. Γύρω μου όλοι είνε εύθυμοι. Αγοράζουν δώρα, γελούν και συζητούν.

Προχωρώ προς την πλατείαν του Δημοτικού Θεάτρου. Εδώ χαλάει ο κόσμος. Ιδού πρώτα-πρώτα ένας μεγαλοπρεπής πανοραματζής.

-Εδώ κύριοι, βλέπετε με πόνον… τον πόλεμον των Ρώσσων και των Ιαπώνων. Εδώ κύριοι, βλέπετε τον Μέγαν Αλέξανδρον που φονεύει το όφιον…

Αλλά ήτο αδύνατον να ιδώ τίποτε, διότι προ του πανοραματζή τουλάχιστον διακόσιοι χαζοί επέμεναν να απολαύσουν τον όφιον του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Τα σκαλάκια του Δημοτικού Θεάτρου έχουν μεταβληθή εις οίκον εμπορίου. Ένας προσφέρεται να σας καθαρίση ότι λεκέδες έχετε στο σακκάκι σας αντί δραχμών δύο. Άλλος, φακίρης αυτός με κεφαλλονίτικη προφορά, προσπαθεί να αποδείξη ότι εγεννήθη εις το Μπενάρες των Ινδιών και ότι είνε μπατζανάκης του Βούδδα!

Ένας πάγκος έχει ύφος πολεμοχαρές. Ο κάτοχός του πωλεί μολυβένια στρατιωτάκια.

-Πάρτε κύριοι στρατιωτάκια να κάμετε κίνημα στο σπίτι σας!

Παντού αι φωναί εξακολουθούν… οργιάζουν:

-Κόσμε κουτέ! Τζάμπα τα δίνω…

-Εδώ τα πιατικά… Εδώ τα γυαλικά…

-Ημερολόγια, ημεροδείκται, ο καζαμίας…

-Ανεβαίνει, κατεβαίνει το γιό-γιό δεν περιμένει!

-Πάρτε φίτι-μπωλ!

***

Μεγάλην πέρασιν έχει εφέτος η καλλιτεχνία. Αγάλματα, προτομαί, γύψινα καλλιτεχνήματα, περίεργα χρωματιστά κατασκευάσματα ζητούνται καταπληκτικά…

-Δος μου εκείνο το άγαλμα σε παρακαλώ.

-Είνε η Σαλώμη.

-Σαλόνι το λένε;

-Είνε η Σαλώμη που έκοψε το κεφάλι του Ιωάννου…

Επεμβαίνει η σύζυγος.

-Μην το πάρης Βασιλάκη. Αυτό δα έλειπε να πάρωμε και κομμένο κεφάλι… Πάρε καλλίτερα το άλλο… εκείνο το θεριό. Πως το λένε;

-Είνε η Λερναία Ύδρα!

-Από την Ύδρα είνε; Να το δώσωμε της υπηρέτριας να θυμάται το χωριό της!

Πλησιάζω μερικούς που αγοράζουν παιγνίδια και ακούω χαρακτηριστικούς διαλόγους:

-Τι πειράζει αφεντικό πως έχει ένα μάτι η κούκλα; Εδώ γυναίκα παίρνεις και είνε στραβή…

-Άκουσε εδώ… Το ένα πόδι του καραγκιόζη είνε σπασμένο…

-Αμ αν ήταν γερό δεν θάταν καραγκιόζης ο φουκαράς. Θάταν κύριος σαν κι’ εμάς!

-Πόσο τα κρεββατάκια;

-Είκοσι το ένα.

-Ακριβά είνε.

-Παρ’ το δεκαπέντε.

-Όχι… Όχι. Κόψε κάτι…

-Παρ’ το δώδεκα… παρ’ το δέκα…

-Κόψε κάτι βρε αδελφέ!

-Δος μου ένα οχτάρι και παρ’ το!

Ο κόσμος, εν τω μέτρω των δυνάμεών του, εώρτασε και εφέτος κατ’ έθιμον με ψώνια. Χρόνια Πολλά. Και του χρόνου…»