Στήσιμο στου «Γιαννάκη»
Στο κοσμικό ζαχαροπλαστείο του «Γιαννάκη», εκεί στην αρχή της Πανεπιστημίου, χτύπαγε η ερωτική καρδιά της Παλιάς Αθήνας με τις επιτυχίες της αλλά και με τις χυλοπίτες της. Τα «Αθηναϊκά Νέα» του 1933 ήταν εκεί, και μαζί μ’αυτά κι εμείς:
«Οι τρεις φίλοι την είχαν γνωρίσει μίαν εσπέραν εις ένα κέντρον. Εχόρεψαν και οι τρεις μαζί της. Της έκαναν κόρτε και οι τρεις. Έμειναν ενθουσιασμένοι και οι τρεις.
-Μωρέ κορίτσι!... έλεγε ο Μιχάλης.
-Μωρέ μάτια!... έλεγεν ο Δημητρός.
-Μωρέ, σιλουέττα!... έλεγε ο Αλέκος.
-Πω, πω, πω!... συνεπέραινον συγχρόνως.
Και μετά κάθε γύρον που έκαμνον εις το μέσον της πίστας, ο καθένας εκ των φίλων επέστρεφε ενθουσιασμένος και μετά εβυθίζετο εις σκέψεις, ονειροπολών τις οίδε ποία τολμηρά ονειροπολήματα.
-Τι νόστιμη… έλεγε ο Μιχάλης.
-Τι γλυκειά… έλεγε ο Δημητρός.
-Τι συμπαθητική… έλεγεν ο Αλέκος.
-Πω, πω, πω… συνεπέραινον συγχρόνως και ήσαν ευτυχείς.
***
Την επομένην το απόγευμα έκτακτος κίνησις παρετηρείτο εις του «Γιαννάκη». Την 6ην μ.μ. ακριβώς ενεφανίσθη ξυρισμένος, σιδερωμένος, πουδραρισμένος ο Μιχάλης. Επιθεώρησε τα τραπεζάκια και εκάθησε εις μίαν γωνίαν. Στας 6 και 5’ ενεφανίσθη ο Δημητρός αναδιοργανωμένος εκ βάθρων, λουστραρισμένος και πουδραρισμένος. Επιθεώρησε τα τραπεζάκια, έκανε μορφαμόν δυσαρεσκείας μόλις είδε τον Μιχάλην, έκανε πως δεν τον είδε και εκάθησε εις μίαν άλλην γωνίαν. Την 6 και 7’ ενεφανίσθη βιαστικός ο Αλέκος, παρφουμαρισμένος, πριγιαντινισμένος, σιδερωμένος. Επιθεώρησε τα τραπεζάκια, είδε τους δύο φίλους του χωριστά, έκανε πως δεν τους είδε μετά ενός μορφασμού δυσαρεσκείας και εκάθησε σ’ ένα άλλο τραπεζάκι.
Τα λεπτά επερνούσαν. Οι τρεις φίλοι απέφευγον επιμελώς τα βλέμματα αλλήλων. Είχαν άλλωστε και οι τρεις τα μάτια των εις την πόρτα.
-Ουφ… ηκούσθη εις μίαν στιγμήν από την μίαν γωνίαν.
-Ουφ… από την άλλην.
-Ουφ… από την τρίτην.
-Να πάρη ο διάβολος!... ηκούσθη συγχρόνως και από τας τρεις γωνίας.
Τι συνέβαινε; Μυστήριον. Τα λεπτά επερνούσαν πάντοτε και μετεβάλλοντο εις τέταρτα, ημισείας ώρας κλπ..
***
Ήτο η ώρα 7.30’ μ.μ..
-Βρε Μιχάλη εδώ είσαι; Και δεν σε είδα.
-Α, καλώς τον Δημητρό! Μωρέ που ήσουν;
-Βρε είνε κι’ ο Αλέκος εδώ!... Τι σύμπτωσις!
Οι φίλοι εκυττάζοντο περιέργως και υπόπτως. Προσεπάθουν να μαντεύσουν τους σκοπούς αλλήλων. Αλλά απέφυγαν επιμελώς περαιτέρω συζήτησιν. Αιφνιδίως όμως εις την εξώθυραν ενεφανίσθη εν θηλυκόν, το θηλυκόν το οποίον είχον γνωρίσει και οι τρεις την περασμένην νύκτα. Εσηκώθηκαν σπασμωδικώς και οι τρεις να διευθυνθούν προς το μέρος του. Αλλά εκείνο ούτε τους επρόσεξε. Ήδη έσφιγγε την χείρα κάποιου κυρίου θερμότατα και εκάθητο πλάι του!
Οι τρεις φίλοι εκυττάχθησαν.
-Σου είχε δώσει ραντεβού; ηρώτησεν ο Αλέκος.
-Όχι… ωχρίασε ο Μιχάλης. Εσένα;
-Ούτε. Μήπως του Δημητρού;
-Α, πα, πα! διεμαρτυρήθη, ο τελευταίος.
Αλλά οι τρεις φίλοι ήσαν εξηγριωμένοι. Και συνεπέραναν εν χορώ;
-Μας την έσκασε! Θα το πληρώση! Τι να το κρύβωμε;
Και ανεχώρησαν ομόσαντες κοινήν εκδίκησιν. Η ευτυχία τους εχώρισε. Τους ξαναήνωσε η δυστυχία».