Τι; Ταβέρνα το καλείς αυτό;
Είχε και η Παλιά Αθήνα τα γυρίσματά της. Κάπου εκεί, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, άρχισαν οι παλαιότερες γενιές να αναφωνούν «σαν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι», βλέποντας δραματικές αλλαγές στην καθημερινότητά τους. Μια από τις αλλαγές αυτές -που δεν μπόρεσαν να συγχωρήσουν ποτέ- ήταν και η μετάλλαξη της κλασσικής λαϊκής ταβέρνας σε κοσμικό κέντρο. Το συναισθηματικά φορτισμένο δημοσίευμα που ακολουθεί, το αντιγράψαμε από την εφημερίδα «Ελεύθερος Λόγος» (Ιανουάριος 1927). Υπογράφει ο Ι. Λαύρας:
«Η μετάβασις γίνεται βαθμηδόν και ήρεμα. Η ταβέρνα της Πλάκας, του Ψυρρή και της Νεαπόλεως εξαφανίζεται και ο μάγερας μαριδούλας, σπλήνας παραγεμιστής –του εξαισίου αυτού πονήματος της παρελθούσης σχολής– τζιερακίων (σ.σ. εντόσθια) κτλ. γίνεται ημέρα τη ημέρα φαινόμενο, το οποίον απαιτεί δρόμους και έρευνας διά να ανακαλυφθή εις το τέρμα κάποιου δρόμου ή στη γωνία απόκεντρου σοκακιού.
Τι θέλετε να κρυβόμαστε; Εχάσαμεν ολίγον κατ’ ολίγον την εικόνα της ζωής μας που διάβηκε. Ξεθώριασε, εμούντωσε, εχλώμιανε και αποχρωματίσθη. Το πλαίσιον μόνο μας έμεινε και μέσα μάς προσκαλούν οι κύριοι της νέας σχολής, να προσέλθωμεν και να απολαύσωμεν!
Τι είναι αυτό, παιδί μου; Ταβέρνα το καλείς; Με τα απαστράπτοντα πλακάκια, τας λαμποκοπούσας βιτρίνας εις τας οποίας φιγουράρουν σουβλάκια έτοιμα, παραπλεύρως με κουτιά τόννους και αστακούς και σαλάτα ρούσσικη και πτι πατέ και μυαλά τηγανητά.
Πώς είπατε; Η ψηστεριά; Φενάκη και απάτη και ξεγέλασμα. Βλέπομεν το κοκορέτσι και το σπληνάντερον και το αρνάκι του γάλακτος ροδοκοκκινισμένον αλλά την τσίκνα, παιδί μου, και την θείαν κνίσσαν τι την εκάματε; Αυτή έπρεπε κατ’ ευθείαν να χτυπά τη μύτη μας και να μας ξετρελλαίνη και να μας γαργαλίζη τον ουρανίσκον και να γεμίζη τα αναπνευστικά μας όργανα, προοίμιον και πρελούντιον της μεγάλης συμφωνίας, η οποία θα επακολουθήση. Σεις την περιμαζέψατε και την εχωνεύσατε εις κλειστήν καπνοδόχον. Κατεστρέψατε το παν!
Και πού είναι τα βαγένια στη γραμμή; Και πού ο μπύρος να τον χαϊδέψουμε πριν ανοίξη και σφυρίζη το αθάνατο τραγούδι του; Και πού το αφροκόπημα της σπιρτόζας και πού η ποδιά σου, μπρε παιδί μου, να σκουπίσης με την ανάποδη τραπεζάκι και σκαμνιά και πού επί τέλους σαντούρι, βιολί, ζιαριδάκι, σκαλί-σκαλί ν’ ανεβαίνη και να μερακλώσουμε και ν’ ακουμπίσουμε στην παλάμη το κεφάλι γυρτό και να σιγοπάρουμε σότο-βότσι το... “φτερό στον άνεμο είν’ η γυναίκα”.
Κ’ έπειτα ν’ ανάψουμε και να κορώσουμε και γης Μαδιάμ τα πάντα και φίλημα τα ποτήρια που γράφουν στον πάτο “πιέτο όλο” και χτύπημα με το πόδι τη γη της ταβέρνας σου, αυτή τη γη που θα μας φάη όλους, κατά τον γνωστόν δημοτικόν δίστιχον.
Ταύτα πάντα εσκεπτόμεθα χθες μελαγχολικοί, τηρούντες άψογον στάσιν, έμπροσθεν λευκού τραπεζομάντηλου και σερβίτσιων λεπτεπιλέπτων υπηρετούμενοι από γκαρσόνι με σμόκιν, περιμένοντες μεζέν, νοσταλγούντες κοκκινέλι και αντικρύζοντες Σοτέρν και Σεντ-Εμιλόν, ποθούντες αμανεδάκι και ακούοντες Βαλέντσιαν, κοπανιζομένην ανηλεώς από ορχήστραν και ως μόνην παρηγοριάν και παράδοσιν ωχράν έχοντες το γύρισμα της σούβλας εντός απομιμήσεως ψησταριάς!
Σημάδι παλαιού καιρού, απομεινάρι άνευ σκοπού και άνευ προορισμού σαν περικεφαλαία σημερινή, άχρηστη, θωρακοφόρου και σαν κατάρτι αχρησιμοποίητο σε σημερινό βαπόρι.
Βάλε ένα παραβάν, παιδί μου∙ κρύψε την τη ψησταριά γιατί μας φέρνει... κλάματα!».
Στην ίδια εφημερίδα, λίγο πιο κάτω, κάποιος αναγνώστης εκφράζει έμμετρα παρόμοιο «σεβντά»:
Πού ’ναι ο καιρός που έκοβα φετίτσες την ντομάτα
και με λαδάκι έφκιανα λαχταριστή σαλάτα
Κι’ έλεγα και στον κάπελα μισή οκά στα δύο
και άιντε κάμε γρήγορα ψοφίσαμε στο κρύο