«Παις μικρός παίζων με τον πατήρ του...»
(Οι Παλιοί Αθηναίοι γνωρίζουν τον Κινηματογράφο)
Μέχρι το 1898 δεν υπήρχε κινηματογράφος στην Αθήνα. Μάλιστα, τα περιοδικά της εποχής έγραφαν ότι, αν κάποιος είχε τον τρόπο να προβάλει ταινία, θα δοκίμαζε μεγάλη έκπληξη βλέποντας τους Αθηναίους να τρέπονται σε φυγή, αφού θα νόμιζαν ότι βρίσκονται σίγουρα προ μιας «εισβολής φαντασμάτων» στην πόλη! Θα επακολουθούσαν δε σε κάθε περίπτωση αγιασμοί κι εξορκισμοί για να φύγουν τα κακά και πονηρά πνεύματα.
Αλλά και το 1898 που έγινε η πρώτη πραγματική προβολή στο «Βαριετέ», τα πράγματα πολύ λίγο διαφοροποιήθηκαν:
«Μετά ολιγόλεπτον αναμονήν, τα φώτα έσβυσαν, η πλατεία του θεάτρου εβυθίσθη εις σκότος και το μυστηριώδες κουτί, φωτιζόμενον από ένα ερυθρόν λαμπτήρα, ήρχισε να βρυχάται. Όλοι εστράφησαν προς αυτό περιδεείς. Μια φωνή εξερράγη εις τα πρώτα καθίσματα.
– Ανοίγει η αυλαία...
»Και η μεν αυλαία δεν είχε ανοίξει, αλλά το ρυπαρόν πανί δεν υπήρχε πλέον εις την θέσιν του. Το είχε διαδεχθή ένα ημιδιαφανές κακοφωτισμένον τελάρο, όπισθεν του οποίου εκινούντο παράδοξες μουτζούρες και σκιές... Ελαφρός ψίθυρος ηγέρθη εις την πλατείαν. Οι Αθηναίοι απελάμβανον την πρώτην ταινίαν...».
Με αυτό τον παραστατικό τρόπο θα μας περιγράψει ο χρονογράφος το γεγονός. Φυσικά, με τέτοια κακή ποιότητα εικόνας, οι Αθηναίοι δεν ξαναπάτησαν και η επιχείρηση ναυάγησε.
Οι πρώτοι χώροι όπου παρουσιάστηκε με επιτυχία κινηματογραφικό θέαμα, ήταν η πλατεία Συντάγματος και το Ζάππειο. Φορητά μηχανήματα στήνονταν, το καλοκαίρι κυρίως, στα καφενεία του Ζαχαράτου και της Αίγλης κι από το 1904 που πρωτολειτούργησαν, συγκέντρωναν πολύ κόσμο με τις συστηματικές προβολές τους. Οι προβολές αυτές συνεχίστηκαν μέχρι το 1915. Από το 1906 έγινε πιο οργανωμένη προσπάθεια στο «Αττικόν», όπως αναφέρει ο Καιροφύλας στο βιβλίο του «Η Αθήνα και οι Αθηναίοι», με προβολή μικρής διάρκειας ταινιών, πρωτόγονης ποιότητας και περιεχομένου!
Οι σκηνές ήταν «οικογενειακού και εξοχικού βίου» κι ελλείψει υποτίτλων στα ελληνικά, ένας υπάλληλος του θεάτρου είχε αναλάβει την επεξήγηση των σκηνών στο φιλοθεάμον κοινό: «Παις μικρός παίζων με τον πατήρ του...». Η ίδια η σάλα του θεάτρου ήταν πτωχική, ενώ στην είσοδο, ένας βρομιάρης κράχτης χτυπούσε συνεχώς ένα κουδούνι προσκαλώντας το κοινό στο θέαμα!
Ήδη από το 1907, αφού διαπιστώθηκε ότι το είδος έχει πέραση, άρχισαν να λειτουργούν στην Αθήνα 30 πρόχειροι, καλοκαιρινοί κινηματογράφοι, ενώ τα θέατρα, για να μη χάσουν πελατεία, πλούτιζαν τις παραστάσεις με μικρής διάρκειας προβολές, πέραν του κανονικού προγράμματος. Το 1911, οι ευρωπαϊκές ταινίες με γαλλικούς υποτίτλους είχαν κατακλύσει την Αθήνα.
Μέχρι το 1925, που καθιερώθηκαν οι ελληνικοί υπότιτλοι, ο νεαρός περιγραφέας των σκηνών του έργου ήταν απαραίτητος. Δίπλα του προστέθηκε ένα πιάνο. Αργότερα, ολόκληρη ορχήστρα, για μεγαλύτερη δραματοποίηση του έργου!
Το 1913 χτίστηκε το «Παλλάς» στη Σταδίου κι έτσι ξεκίνησαν και κανονικές, χειμερινές προβολές. Ακολούθησαν το «Νέον», το «Ροζικλαίρ» κ.ά. Το 1920, σύμφωνα με τον «Οδηγό του Ιγγλέση», λειτουργούσαν 6 χειμερινοί κινηματογράφοι και 4 θερινοί. Το 1938 οι χειμερινοί είχαν φτάσει τους 26 και οι θερινοί ξεπερνούσαν τους 60!
Η μικρή αυτή εισαγωγή θα βοηθήσει καλύτερα τον αναγνώστη να καταλάβει την αξία του άρθρου που ακολουθεί και που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙ» το 1912. Σε πολλά σημεία ο άγνωστος αρθρογράφος έχει προβλέψει σωστά:
«Δεν υπάρχει πλέον πλατεία, οικόπεδον, ανοικτός χώρος, εις τον οποίον άνθρωποι άφωνοι και σιωπηλοί, βυθισμένοι μέσα εις το σκότος, να μη παρακολουθούν αγωνιωδώς τας εικόνας που εναλάσσονται γοργά επάνω εις ένα πανί τεντωμένον μεταξύ δύο παλουκιών.
Ο κινηματογράφος δεν ώρμησεν ακόμη εις την κρεβατοκάμαράν μας. Αλλά παντού αλλού ήλθε, εκάθησε, εγκαθιδρύθη ως κατακτητής. Πηγαίνομεν ταπεινοί υπήκοοι και αδιαμαρτύρητοι να του προσφέρωμεν τον κεφαλικόν φόρον που μας ζητεί.
Μέχρι τινός είχε κάποιαν υπερηφάνειαν. Ήθελε μίαν μεγάλην και κεντρικήν πλατείαν, ένα θέατρον που να χωρή πολύν κόσμον. Τώρα καταλήφθη από μανίαν δημοτικότητος. Δεν εννοεί ν'αφήση γωνίαν. Έφθασεν εις τον Άγιο Παντελεήμον, κατέβη εις την Νέαν Σφαίραν, εσκαρφάλωσεν εις την Δεξαμενήν και κάμνει λουτρά εις το Παλαιόν Φάληρον.
Φεύγει εμπρός του κατησχυμένος ο Καραγκιόζης πλέον. Έως τώρα υπέφερε πολύ από τον κινηματογράφον το άλλο θέατρον, το έμψυχον. Θιασάρχαι και ηθοποιοί διεμαρτύροντο ότι είνε αδύνατον να συναγωνισθούν προς τους σιωπηλούς αυτούς καλλιτέχνας, οι οποίοι επάνω εις το πανί παριστάνουν ολόκληρα δράματα χωρίς να ζητούν μισθόν. Έγειναν μάλιστα και διαβήματα να σταματήση εις κάποια λογικά όρια ο χάρτης των κατακτήσεων του κινηματογράφου.
Αλλά τώρα, το θηρίον αυτό, αφού έφαγε το θέατρον ετράπη προς τον Καραγκιόζην. Ιδού ότι τον εξεπάτωσε από την Δεξαμενήν εις την οποίαν χρόνια τώρα είχε στημένην την έδρα του. Γύρω από τον σταθμόν του σιδηροδρόμου Πελοποννήσου, δύο θεατράκια κινδυνεύουν να κλείσουν. Και εις το Παλαιόν Φάληρον, όπου άλλοτε κάποιος Καραγκιόζης συνώδευε με την παράξενην φωνήν του το ψιθύρισμα των κυμάτων, εγκατεστάθη κινηματογράφος και Καραγκιόζης δεν τολμά να ξεμυτίση πλέον.
Εις την κρεβατοκάμαράν μας (σ.σ. σαν να προαισθάνεται κάτι και επιμένει) δεν εισήλθεν ακόμη ο κινηματογράφος. Αλλά ότι θα αποτελέση μέρος του προγράμματος των εσπερίδων που δίδονται εις τα σπίτια, δεν υπάρχει αμφιβολία. Θα του είμεθα ευγνώμονες αν ξερριζώση τουλάχιστον και το πόκερ».
(Πράγματι τα επόμενα χρόνια γέμισε η Αθήνα μικρά μηχανήματα προβολής εικόνων, κυρίως Γαλλικής προέλευσης, και ήταν ιδιαίτερα της μόδας οι ιδιωτικές προβολές στα κοσμικά σαλόνια)