Οδηγίες προς… «ναυτιλομένους»
«Υποτεθείσθω ότι βλέπομεν από την παραλίαν ένα άνθρωπον να πνίγεται εις αρκετήν απόστασιν.
Πρωτίστως πρέπει με μια γρήγορη ματιά να κυττάξωμε αν υπάρχη εκεί κοντά αραγμένη καμμιά βάρκα και αν υπάρχη να πηδήσωμε μέσα χωρίς δισταγμό και να σπεύσωμεν ολοταχώς προς τον πνιγόμενον. Το πράγμα είνε απλούν, κατ’αυτόν δε τον τρόπον, θα φθάσωμεν προς τον πνιγόμενον πολύ ταχύτερον παρά κολυμβώντες και με ακμαίας τας δυνάμεις μας.
Εάν δεν υπάρχει βάρκα και ιδούμε ότι ο πνιγόμενος βυθίζεται, τότε πετούμε αμέσως το σακκάκι και τα παπούτσια και ριπτόμεθα στη θάλασσα. Κολυμβούμε μεθοδικά, χωρίς απότομες και βίαιες κινήσεις, ώστε να μη λαχανιάσωμε, διότι δεν γνωρίζομε αν θα έχωμε να παλαίσωμε με τον άνθρωπον που θέλομε να σώσουμε, ο οποίος ως εξ ενστίκτου θα προσπαθήση να προσκολληθή επάνω μας με τα χέρια και με τα πόδια.
Η καλλιτέρα μέθοδος άμα φθάσωμε κοντά του είνε να κάμωμε βουτιά και να τον αρπάξωμε από τις μασχάλες ή να καραδοκήσωμε την κατάλληλη στιγμή και να τον πιάσωμε από το ίδιο μέρος, φροντίζοντες πάντοτε να βρισκώμεθα πίσω του. Ποτέ μπροστά του!
Εάν εν τούτοις, παρ’όλας τας ανωτέρω προφυλάξεις μας, στραφή ούτος και μας αγκαλιάση, πρέπει να διατηρήσωμε απολύτως την ψυχραιμία μας και να υποβάλωμε εις τον εαυτό μας την πεποίθησι, ότι δεν υπάρχει αγκάλιασμα από το οποίον να μη μπορή κανείς, άμα θέλη, να απαλλαγή. Άλλως τε ο πνιγόμενος δεν έχει άλλο στήριγμα κανένα εκτός από το σώμα εκείνου που προσπαθεί να τον σώση.
Συγκρατούμε τότε καλά την αναπνοή μας και αφίνομε να καταβυθισθούμε. Ο πνιγόμενος ή θα μας αφήση και θα επιχειρήση να ανέλθη στην επιφάνεια ή θα εξακολουθήση να μας συγκρατεί, οπότε εν τοιαύτη περιπτώσει θα του λείψη η αναπνοή προτήτερα από εμάς και θα λιποθυμήση.
Εάν εν τούτοις ο «αντίπαλός μας» δεν μας αφήση ελευθέρους –και λέγομεν από σκοπού αντίπαλος, διότι αντίπαλος καταντά να είνε ένας που, ενώ προσπαθούμε να τον σώσουμε, αυτός προσπαθεί να μας πνίξη- τότε πρέπει χωρίς κανένα δισταγμό να προσφύγωμε εις δραστικά και βίαια μέτρα.
Ένα εκ των μέτρων τούτων είνε να στηρίξωμε τα γόνατά μας στο στήθος του «αντιπάλου» μας και να τον απωθήσωμε με δύναμι. Μπορούμε επίσης να τον απωθήσωμε στηρίζοντες τον καρπόν της χειρός μας εις το πηγούνι του και σπρώχνοντες με το άλλο χέρι το στήθος του. Εις τον πνιγόμενον είνε δύσκολον να αντισταθή εις τοιαύτα «κόλπα».
Εις εξαιρετικάς επικινδύνους περιπτώσεις δυνάμεθα εν τούτοις να καταφύγωμε και εις ριζικώτερα και αποτελεσματικώτερα μέσα. Εάν λ.χ. ο πνιγόμενος μας αρπάξη από τον λαιμόν, μπορούμε να του στρίψωμε το χέρι ή ένα δάκτυλο ή το πόδι του δια να απαλλαγώμεν από τη θανάσιμο περίπτυξή του.
Όταν ο πνιγόμενος δεν ανθίσταται πλέον ή όταν κατορθώσωμεν να τον πείσωμεν να μας αφήση ελευθέρους, δια να επιχειρήσωμεν να τον σώσωμεν, το υπόλοιπον μέρος του έργου της διασώσεως είνε πλέον εύκολον. Μπορούμεν να τον ρυμουλκήσωμεν προς την παραλίαν κολυμβώντες ανάσκελα, κρατούντες το κεφάλι του ελαφρά από τα μάγουλα, ανάμεσα στα δυο μας χέρια».
(«Καιροί», 1891)