Στιχομυθίες στου Θανόπουλου μεταξύ… ψωνιστών
Το παντοπωλείο του Θανόπουλου στα Χαφτεία. Το μεγαλύτερο της πόλης. Εδώ δεν εύρισκες μόνο τα πάντα, αλλά άκουγες κι ενδιαφέρουσες στιχομυθίες μεταξύ των πελατών…
«Εις το εδωδιμοπωλείον του Θανόπουλου στα Χαυτεία είχαν συναντηθή χθες το μεσημέρι δύο παλαιοί, ως φαίνεται, φίλοι. Εμπρός στο ταμείον, όπου επλήρωναν, ανεγνωρίσθησαν, εχαιρετίσθησαν εγκαρδίως και μόνον που δεν αντήλλαξαν αδελφικόν ασπασμόν.
-Ψώνια λοιπόν;
-Ψώνια. Κι’ εσύ τα ίδια βλέπω.
-Σαν πάντα.
Ήταν παλαιοί συνάδελφοι από την εποχή του πρωτογενούς μπακάλικου, όπου αγόραζαν από κοινού της δύο σαρδέλλες και τη «μυρουδάτη τρείς». Έξαφνα καθώς επροχωρούσαν προς το μπαρ του εδωδιμοπωλείου για το ορεκτικόν, ο ένας είπε στον άλλον:
-Σαράντα χρόνια έχω που κάνω αυτή τη δουλειά.
-Απ’ τον καιρό που παντρεύτηκες; Ερώτησεν ο άλλος.
-Κι’ από πρίν. Και στο σπίτι των γονέων μου εγώ ψώνιζα. Και στο δικό μου τα ίδια. Και στο σπίτι των παιδιών μου που κάθομαι τώρα πάλιν εγώ. Είνε η ειδικότης μου και το επάγγελμά μου. Ψωνιστής. Και αν κάθε άνθρωπος έρχεται με έναν προορισμόν στον κόσμον αυτόν, ο δικός μου προορισμός είνε ασφαλώς να ψωνίζω. Κι’ εσύ τα ίδια φαντάζομαι.
Η περίπτωσις του άλλου ήτο διαφορετική.
-Ά όχι φίλε μου. Εγώ είμαι ερασιτέχνης ψωνιστής. Δεν κάνω συστηματικώς τα ψώνια του σπιτιού. Άλλοι έχουν αυτή τη φροντίδα. Εγώ ψωνίζω για τη δική μου ευχαρίστησι. Στο τυπικό οικογενειακό γεύμα προσθέτω το έκτακτο και κάποτε το περιττό. Το εκλεκτό τυρί, το ασυνήθιστο αρμυρό, τα διαλεχτά σαλαμικά. Και κάποτε το ακριβό ψάρι, τον ζωντανό αστακό, το σπάνιο κυνήγι. Στην πεζότητα του καθημερινού τραπεζιού φέρνω την ποίησι.
Οι δύο ψωνισταί, ο επαγγελματίας και ο ερασιτέχνης επήραν εν τω μεταξύ το ορεκτικό τους, αντήλλαξαν εγκαρδίους ευχάς και εβάδισαν προς το τμήμα της παραδόσεως των εμπορευμάτων να παραλάβουν τα πακέτα τους. Ο πρώτος παρέλαβεν ένα ογκώδες και δυσβάστακτον δέμα από όσπρια, ζάχαρι, σαπούνι της μπουγάδας, αλάτι χοντρό και απεμακρύνθη φορτωμένος, στενάζων υπό το βάρος του φορτίου του και των οικογενειακών του καθηκόντων.
-Σαράντα χρόνια που λες, φίλε μου, κάνω αυτή τη δουλειά, σαράντα χρόνια.
Ο άλλος παρέλαβεν ένα ελαφρότερον πακετάκι που περιείχε «το πολύ εν τω εύ» ήτοι λίγο νωπόν Ολλανδικόν βούτυρον και λίγο τυρί ροκφόρ γνήσιας μάρκας. Εκρέμασε το πακετάκι του από ένα δάχτυλο του χεριού του και απεμακρύνθη εύθυμος, ελαφρός και ευσταλής.
Ψωνιστής και ψωνιστής».
ΕΣΤΙΑ, Παύλος Νιρβάνας, 1936