Αγωνία έξω από το Εθνικόν Τυπογραφείον

Όσοι έχουν διαβάσει τα βιβλία μου γνωρίζουν τις περιπέτειες των δημοσίων υπαλλήλων που, με κάθε αλλαγή κυβέρνησης, κινδύνευαν να βρεθούν στο δρόμο. Έτσι, η πλατεία Κλαυθμώνος -όνομα και πράγμα- γέμιζε κάθε λίγο και λιγάκι από «Παυσανίες» και «Θεσιθήρες» που τριγύριζαν με διαφορετικά συναισθήματα το Υπουργείο Οικονομικών. Κάποια στιγμή, τη δεκαετία του ’30 το υπουργείο μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση και το δράμα άρχισε να παίζεται πια στην Καποδιστρίου, όπου ετυπώνετο η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

«Ποιος θα μπορέση να περιγράψη τόσας τραγωδίας αθώων ανθρώπων! Ποιος συγγραφεύς θα μπορέση να δώση εις ένα σύνολον, που θα μοιάζη με την Δαντικήν «Κόλασιν», όλα τ’ αδικήματα εναντίον αθώων φιλησύχων, εντίμων δημοσίων υπαλλήλων, που ερρίφθησαν στους δρόμους χωρίς αφορμήν και αναπολόγητοι; Ποιος θάχη τέτοια δύναμιν πέννας που να περιγράψη πώς άλλοι ετρελλάθηκαν, άλλοι ηυτοκτόνησαν, άλλοι έχασαν την υγείαν των εξ αφορμής αυτής της αδικίας, της απανθρωπίας; Ποιος θάχη τέτοιαν δύναμιν;

Ζητείται λοιπόν ένας Δάντης, ένας άνθρωπος με τόσο δυνατή τραγική πέννα που να εξιστορρήση αυτάς τας αθρόας τραγωδίας, αυτό το σύμπλεγμα δραμάτων…

Στο μεταξύ θα παρουσιάσωμε μίαν μόνον εικόνα, μίαν μόνον περικοπήν από ένα κύκλον της κολάσεως των δημοσίων υπαλλήλων. Μέσα στην εικόνα αυτή θα δούμε σε ποιόν εξευτελισμόν, σε ποιο απάνθρωπον μαρτύριον η Κυβέρνησις υπέβαλε τα πλήθη των υπαλλήλων της… Θα ιδούμε τον ομαδικόν εξευτελισμόν καλών και κακών, άμέμπτων και μετρίων, εργένηδων και οικογενειαρχών. Διότι η Κυβέρνησις κατώρθωσε να τους εξευτελίση όλους!

Ο ομαδικός αυτός εξευτελισμός των δημοσίων υπαλλήλων έπαυσε πιά από προχθές. Ελπίζεται μάλιστα ότι δεν θα επαναληφθή. Αλλ’ εις το μεταξύ, έως προχθές οι δημόσιοι υπάλληλοι επέρασαν ημέρας και νύκτας τρομερής αγωνίας, της οποίας ίσως κανείς δεν ήτο άξιος…

Εδώ θέλομεν να περιγράψωμεν μόνον μερικάς τραγικάς νύκτας, κάτι το τραγικόν και απαίσιον που ωμοίαζε με την αιματηράν εκείνην νύκτα του Αγίου Βαρθολομαίου.

***

Ας μεταφερθή ο αναγνώστης εις την οδόν Καποδιστρίου. Εκεί στον στενόν δρόμον που τραβά πλάϊ στο θέατρον «Παπαϊωάννου» προς την οδόν Γ’ Σεπτεμβρίου. Στον δρομάκον αυτόν κατά τις τελευταίες ημέρες μετετέθη ένας κύκλος του Άδου. Εκεί συνωθούντο πλήθη άτυχων ανθρώπων. Η καρδιά τους εκτυπούσεν ανήσυχα…

Ο στενός δρόμος εγίνετο πήκτρα κάθε βράδυ. Μαύρος όγκος ανθρώπων μέσα στο σκοτάδι έκλεινε τον δρόμον.

Εκεί ήτο το τραγικόν κέντρον διανυκτερεύσεως εκατοντάδων ανθρώπων κάθε βράδυ. Ήσαν οι ατυχείς υπάλληλοι που εκρέμετο από πάνω των η σπάθη του Δαμοκλέους: η «εκκαθάρισις»… Κι’ επειδή οι περισσότεροι δεν ήξευραν «ποιόν θα πάρη ο Χάρος», εμαζεύοντο όλοι εκεί.

Κάθε υπηρεσία είχε την ευεργετική της μια ωρισμένη βραδυά. Η «εκτέλεσις» των εκκαθαριζομένων κάθε κλάδου θα εγένετο και διαφορετικό βράδυ. Κ’ επειδή η μυστικότης επικρατεί πάντα εις τέτοιες περιστάσεις, οι δυστυχείς υπάλληλοι επρόσμεναν να μάθουν την καταδίκην των από την «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως» που τοιχοκολλείται κάθε νύκτα έξω από την πόρτα του Εθνικού Τυπογραφείου, που ευρίσκεται στην οδό Καποδιστρίου.

Έτσι εγέμιζεν εκείνος ο δρόμος κάθε βράδυ από κόσμον, από αγωνίαν, από τραγικές σκηνές…

Η αναμονή αυτή των «μελλοθανάτων» διαρκούσεν επί πολύ. Ώρας ολοκλήρους… Και η αγωνία εκορυφούτο μέσα στην νύκτα…

Έτρεχαν δε εκεί όχι μόνον οι ατυχείς υπό κρίσιν υπάλληλοι, αλλά και αι γυναίκες των, τα παιδιά των, οι συγγενείς των… Ένα σύνολο από ανθρώπους αγωνιώντας συνωθείτο στο στενό δρόμο… Εκεί ήσαν γραμματείς και γραφείς υπουργείων, αλλά και κλητήρες, και κομψαί δακτυλογράφοι και χονδροκομμένες καθαρίστριες… Όλοι με την ίδιαν αγωνίαν στην ψυχή. Από του κ. εισηγητού έως την άπλυτη καθαρίστρια. Εκεί ήτο ο ομαδικός εξευτελισμός των δημοσίων υπηρεσιών και η φριχτότερη αγωνία χιλιάδων ανθρώπων…

Και όταν, έπειτα από μακράν αναμονήν, ετοιχοκολλείτο το φύλλο της «Εφημερίδος της Κυβερνήσεως», η αγωνία μετεβάλλετο διά τους μεν εις τραγωδίαν, δια τους δε όμως εις απολύτρωσιν…

Η μοιραία στιγμή ήτο τρομερά!

Σκηναί τραγικαί εξετυλίγοντο…

Μόλις αντίκρυζε κανείς από τους υπαλλήλους το όνομά του εις την τοιχοκολλημένην εφημερίδα η τραγωδία ξεσπούσε. Και το αντίκρυζαν πολλοί και πολλές μαζί. Άλλοι επετούσαν φωνές απογνώσεως, άλλοι ελιποθυμούσαν, άλλοι εβλασφημούσαν, άλλοι εκτυπούσαν το κεφάλι των.

-΄Αχ! Μου την έφτιασαν!

- Μου σκότωσαν την οικογένειά μου…

- Τους άτιμους!

- Χάθηκα…

Κάτι τέτοιες φωνές αντηχούσαν μέσα στη νύχτα από το στενό της οδού Καποδιστρίου.

***

Τάχα  κανείς από τους εκκαθαριστάς, από τους αρμοδίους υπουργούς δεν είδε αυτές τις σκηνές; Αλλά αν σ’ αυτές δεν ήσαν βέβαια θα τις έμαθαν.

Αν τάβλεπαν αυτά οι δημιουργοί αυτών των τραγικών νυκτών τάχα θα είχαν τύψεις; Τάχα θα καταλάβαιναν τα κακά και τα άδικα που διέπραξαν; Ή μήπως η ψυχή τους είνε τόσο αποσκληρημένη ώστε και πάλιν να έμεναν αδιάφοροι;

Φοβούμεθα δυστυχώς ότι συμβαίνει το τελευταίον».

Πατρίς, 1η Ιουλίου 1935, υπογράφει «ο Παλαιός»