Το Βασιλικόν Θέατρον

Ένα πολύ ενδιαφέρον ρεπορτάζ για το Βασιλικό Θέατρο της Αγίου Κωνσταντίνου όταν πρωτολειτούργησε. Συνοδεύεται από μια περιήγηση στα πέριξ που κάθε άλλο θύμιζαν παρά κουλτούρα...

«Κατόπιν προσκλήσεως του Διευθυντού του Βασιλικού Θεάτρου κ. Στεφάνου των δημοσιογράφων επεσκέφθημεν το Βασιλικόν Θέατρον περί την 10ην της νυκτός και συμμετέσχομεν εις απόλαυσιν ήν ο κ. Στεφάνου δια της προσηνείας και αβρότητος αυτού κατέστησεν ημίν τελείαν.

Το εσωτερικόν του Βασιλικού Θεάτρου είνε τέλειον υπό έποψιν διασκευής, διακοσμήσεως και επιπλώσεως.

Η πρώτη εντύπωσις του θεατού εισερχομένου δια των λαμπρών μαρμαρίνων και χρυσοποικίλτων εισόδων εις την πλατείαν ή εις τας εξέδρας είνε η υπό πάσαν έποψιν άξια θαυμασμού αυλαία, ήτις είνε βαθέως βυσινού χρώματος μετά χρυσών ποικιλμάτων, όπως και απάσα η εσωτερική επίπλωσις του θεάτρου και ήτις εστοίχισε 10 χιλιάδας μάρκα.

Το θέατρον κατασκευασθέν κατά το σύστημα των νεωτέρων αγγλικών θεάτρων και ιδία του εν Βιέννη «Ραϊμόν Τεάτρ» του Φιλερχίλε διαιρείται εις την πλατείαν ήτις περιλαμβάνει 341 έδρας και εις δύο εξέδρας την  μεν υπεράνω της άλλης, εκ των οποίων η μεν πρώτη φέρει 250 έδρας η δε δευτέρα 330 ήτοι εν όλω περιλαμβάνει 921 έδρας.

Προς τα δεξιά του μετώπου της αυλαίας είνε το θεωρείον του Διαδόχου και άνωθεν αυτού το θεωρείον του Βασιλέως. Απέναντι των Βασιλικών θεωρείων είνε το θεωρείον της επιτροπής του θεάτρου και άνωθεν αυτού έτερον θεωρείον δια τους επισήμους προσκεκλημένους, Εις τα θεωρεία επικρατεί επίσης το αυτό γλυκύτατον βυσινύ χρώμα, έκαστον δε θεωρείον έχει εις το βάθος αυτού και ιδιαιτέραν αίθουσαν μετά μεγαλοπρεπούς επιπλώσεως εκ των οποίων η θαυμασιωτέρα είναι η της αιθούσης του Βασιλικού θεωρείου, ήτις είναι πραγματικώς έξοχος.

Η αίθουσα του Βασιλικού θεωρείου φέρει εις μίαν μεγάλην αίθουσαν χρώματος κυανού, ήτις θα χρησιμεύση ως παρκέ ή και δι’ αίθουσαν κονσέρτου.

Η διασκευή της σκηνής και εν γένει τα μηχανήματα αυτής είνε τελειότατα, η σκηνή δε μετά των μηχανημάτων και του εξόχου φωτισμού της εστοίχισε 210 χιλ. μάρκα.

Όλαι αι θύραι της σκηνής είνε σιδηραί προς πρόληψιν των εκ πυρκαϊάς δυστυχημάτων, προ της αυλαίας δε υπάρχει τεραστία σιδηρά τοιαύτη, ήτις καταβιβαζομένη εν ανάγκη δύναται να απομονώση εντελώς την σκηνήν από της πλατείας.

Κατ’ εντολήν του κ. Στεφάνου ο μηχανικός της σκηνής ειδικώτατος Γερμανός παρεσκεύασε σκηνογραφίαν καταιγίδος. Η σκηνή αυτή ήτο κάτι το έκτατον, κάτι ονειρώδες δια των πεπυκνωμένων νεφελών και των γδούπων του κεραυνού, ήτο δε τελειοτάτη η αναπαράστασις αυτή της καταιγίδος απομακρυνομένης ολίγον κατ’ ολίγον και συγχρόνως αποκαθισταμένης ήρεμα της ευδίας διά της ανεπαισθήτου άρσεως των νεφελών ...».

(σ.σ. Βέβαια το μεγάλο πρόβλημα που ποτέ δεν ξεπέρασε το διαμαντάκι της Αγίου Κωνσταντίνου ήταν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της περιοχής. Ο ρεπόρτερ, φυσικά το γνωρίζει, γι’αυτό και μερικές μέρες μετά επανέρχεται με ένα μικρό αφιέρωμα σε κάποια δρώμενα της περιοχής του θεάτρου, από τα οποία παραδόξως λείπει –ίσως από σεβασμό στο θέατρο που μόλις είχε ξεκινήσει- οιαδήποτε αναφορά ότι η περιοχή είχε γίνει στέκι γυναικών ελαφρών ηθών που συνεργαζόντουσαν με τα μικρά ξενοδοχεία της περιοχής. Ας δούμε, όμως, την μικρή αυτή προσθήκη στο κύριο ρεπορτάζ:)

«Ήθελα να ρίψω ολίγας γραμμάς, αι οποίαι να μη έχουν την απαίτησιν εντυπώσεων, περί της οδού Αγίου Κωνσταντίνου, κατά την ώραν της εισόδου ή εξόδου των θεατών εκ του Βασιλικού.

Όταν η ώρα είνε εννέα της εσπέρας, τα καφενεία της Ομονοίας είναι όλα πλήρη. Είνε ακόμη και κατά τας τελευταίας νύκτας, ως ζώσα τρόπον τινά διαμαρτύρησις των πολλών Ελλήνων κατά της αναγεννήσεως της τέχνης, της οποίας ολίγα βήματα κάτω τελείται το μυστήριον.

Δια των χονδρών κρυστάλλων των θυρών βλέπει τις ωχράς μορφάς του καφέ και των σιγάρων, γνωστούς των Χαυτείων τύπους, οι οποίοι κύπτουν επί της τραπέζης ως επί βωμού και καταναλίσκουν όλην την πνευματικήν των ρώμην τις τον άλλον θα κερδίση. Ούτω τα παιγνιόχαρτα ή το τάβλι, το δόμινον, το σκάκι, το μπιλλιάρδο κλπ. Αποτελούσι κατά την 9ην ώραν ένα διαβολικον κρότον, ο οποίος συγκεντρούμενος θα είνε πολύ ανώτερος του εκφεύγοντος δια μέσου των πανυψήλων πιτυών, από τας ευρείας αιθούσας της ρουλέττας του Μονακό. Αληθώς το βράδυ τα Χαυτεία και η Ομόνοια είνε ένα παμμέγιστον χαρτοπαικτείον.

Αλλά τι τρέχει εκεί κάτω εις την οδόν Αγίου Κωνσταντίνου ακριβώς εκεί όπου δύο μεγάλαι λευκαί σφαίραι ηλεκτρικού δεικνύουν ένα τέλειον καλλιμάρμαρον ναόν. Τι τρέχει;

Αι άμαξαι έρχονται κατά σειράν. Ευτυχείς τινές βλέπουν ωραία κομψά γοβάκια και σφυρά λαξευτά. Αι περισσότεραι κυρίαι πηγαίνουν εις το Βασιλικόν με γοβάκια. Ανοικεία παρατήρησις ίσως ενώ είνε τόσος πλούτος κομμώσεων και αφρώδεις παρειαί και πελάγη οφθαλμών και χείλη χλιδώντα και φρίσσοντα και τράχηλοι χιονώδεις και στήθη ταννύοντα την μέταξαν, και οσφύες ελκύουσαι την περίπτυξιν και καμπυλότης και άλματα από της αμάξης και θάλασσα μετάξης αιχμαλωτίζουσα...».

Από την εφημερίδα «Οι Καιροί», 1901, υπογράφει ο «Εφήμερος»