Ένα Πλακιώτικο αρχοντικό ετοιμάζεται για τα Χριστούγεννα
Παιδικές αναμνήσεις που κρύβουν τόσες εικόνες για την παραμονή της Γέννησης… Ας αφήσουμε, όμως, κάποιον Αθηναίο γκάγκαρο να μας διηγηθεί μέσα από τη δική του ματιά και με τον δικό του τρόπο, την προετοιμασία για τη μεγάλη γιορτή…
«Την παραμονή της Γέννησης το σπίτι γέμιζε θορύβους και χαρές. Η μητέρα μου το είχε σε κακό να μη γιορτάση το σπίτι την γέννησι του Θεανθρώπου έτσι όπως όριζαν οι παραδόσεις, κάτι σαν γρουσουζιά και κακοσημαδιά.
Έτσι από όρθρου βαθέος η ψυχοκόρες άρχιζαν να ασβεστώνουν τους τοίχους της αυλής –αν και ήσαν πάντοτε πεντακάθαροι- να σφουγγαρίζουν με ποτάσσα και αλυσίβα τα μαρμάρινα σκαλοπάτια, να ζυμώνουν τα Χριστόψωμα –εφτάζυμα με μαστίχα και γλυκάνισο- να πλάθουν τους κουραμπιέδες που θα αποτελούσαν έπειτα στο συνοικιακό φούρνο του μάστρο Νικόλα του Ηπειρώτη ψωμά, που τον έκαιγε όλο το θυμάρι του Υμηττού, το ζήτημα της ημέρας με το μοσχοβόλημα τους, να γυαλίζουν τ’ ασημικά, να στολίζουν τ’ αρχοντικό…
Η γαλοπούλα καλοκαθαρισμένη μ’ ασπρορρόδινη και παχειά τη σάρκα κρεμότανε ψηλά στο φανάρι της κουζίνας και τ’ αρνάκι του γάλακτος από το μανδρί του μπάρμπα Σπύρου του Τρικκαλιώτη, που τα μάνδριζε πέρα, εκεί κατά την Καισαριανή, έτοιμα μέσα στο χάλκινο ταψί, πάνω στα ξερα κλήματα, περίμενε την ώρα που θα είχε κάψη καλά ο φούρνος για να ροδοκοκκινίση η πέτσα του και να μη μουλιάση.
Όταν τ’ άστρο της ημέρας έγερνε προς τη δύσι του γεμίζοντας φλόγα και χρυσάφι τα μάρμαρα της Ακρόπολης και ξαπλώνοντας στη Φαληρική θάλασσα ένα υπερμεγέθη φανταστικό άλυκο μανδύα, η δουλειές του σπιτιού είχαν τελειώσει και η συνηθισμένη γαλήνη είχε απλωθή και πάλι στις μεγάλες του κάμαρες με τα ξύλινα σκαλισμένα ταβάνια από κυπαρισσόξυλο που τους έδιναν ένα άρωμα γλυκό και μεθυστικό.
Ωχρά και αμφίβολα τρεμόσβυναν τα τελευταία άστρα στο στερέωμα και το ορνίθι είχε λαλήσει για τρίτη φορά όταν απ’ τα παράθυρα του αρχοντικού όπως και των γύρω σπιτιών ο σκοτεινός δρόμος εχαραζότανε από το γλυκό τ’ απαλό φως των επτάφωτων λυχναριών.
Με το τρίτο λάλημα του πετεινού λοιπόν, που ήταν το ξυπνητήρι της μητέρας, όλοι έπρεπε να βρεθούμε στο πόδι. Οι ψυχοκόρες ρίχνανε καινούργιους κορμούς από πεύκο στο μεγάλο τζάκι που ο βορηάς καθώς κατέβαινε μανιασμένος από την καμινάδα το γέμιζε με σπινθήρες και εκρήξεις ρετσίνης. Από το εικονοστάσιο κατεβάζαμε την θαυματουργό εικόνα της Γέννησης, μια παληά μαυρισμένη βυζαντινή εικόνα, που είχε βρεθή στη φανερωμένη, στη Κούλουρη, και που αρκούσε να την τοποθετήσουν στο κεφάλι του αρρώστου για να του φύγη αμέσως η βασκανία, τ’ ανεμοπύρωμα –ξορκισμένο νάνε- ν΄ανοίξη τα μάτια του από τον βαθύ πυρετό και να πισωστρέψη το καλαγκάθι. Θα την πηγαίναμε όπως κάθε χρόνο στην εκκλησία για να τοποθετηθή στο οικογενειακό εικονοστάσι, όπου θάμενε μέχρι τα Φώτα, δίνοντας την αγία χάρι της στους πιστούς προσκυνητάς της.
Φρεσκαλλαγμένοι, μοσχολουσμένοι περιμέναμε να χτυπήση το σήμαντρο της εκκλησιάς. Και τότε από κάθε θύρα, από κάθε μαντρόπορτα, από κάθε σπίτι και αρχοντικό και χαμωκέλλα χυνόντουσαν στο μισοσκότεινο δρόμο σκιές μπαμπουλωμένων με το μποξά τους γυναικών, από καμμιά άκρη του οποίου διακρινότανε το κόκκινο φεσάκι τους με την μπλαβιά φουντίτσα, υψηλόκορμες σιλουέττες ανδρών με τα πανωβράκια τους από μπλέ τσόχα και τα κοντογούνια τους, και κάπου κάπου και καμμιά γυναικεία σιλουέττα με την τελευταία μόδα –κουτσομπολιά και κρυφή περιφρόνησις και χλευασμός της γειτονιάς για την καταπάτησι των πατρίων.
Σε λίγο όλη η παληά εκκλησία του Κοττάκη ήταν γεμάτη από πιστούς και στη θαλπωρή των κεριών, στο γλυκό φως των πολύχρομων κανδυλιών, στο στακτόφαιο και αχνό σύννεφο του θυμιάματος που η ευωδία του σου έφερνε ένα κόμπο στο λαιμό και σου προξενούσε μια νάρκη, η βροντώδης φωνή του παπά-Γρηγόρη ανέβαινε κυματιστή στα ύψη του τρούλου αινούσα τον Κύριον.
Όταν ο ήλιος τρία κοντάρια ψηλά κατεγίνετο να βάλη φωτιά στις κορυφές των κυπαρισσιών που τριγύριζαν τότε την αγία Σωτήρα του Κοττάκη, ο αυλόγυρος εγέμιζε από πιστούς που μετέφεραν σε κατακάθαρα μανδύλια τον «άρτον» στο σπίτι τους, ανταλάσσοντες ευχές ενώ το σήμαντρο επανηγύριζε την Γέννησι του Κυρίου και εμείς το ωραίο τραπέζι που μας περίμενε.
Έτσι θυμάμαι –ήμουν μικρό παιδί ακόμη- πως γιορτάζαμε στη Πλάκα το παληό καιρό τα Χριστούγεννα».
Ημερήσιος Τύπος, 1930, Γ. Β-ς