Η παρακμή της Πρωταπριλιάς

Είμαστε στο 1937 και φαίνεται ότι κάποια έθιμα -όπως κι αυτό της Πρωταπριλιάς- αρχίζουν σιγά-σιγά να χάνουν την παλιά τους αίγλη...

«Ο φίλος εμπήκε στο γραφείο με ύφος σοβαρό, εχαιρέτισε κι’ ύστερα απηυθύνθη σ’ άλλον φίλον με το ίδιο ύφος, απ’ όπου έπρεπε ν’ αποκλεισθή κατά τρόπον αναμφισβήτητον κάθε υπόνοια υποκρισίας:

-Γιαννάκη.

-Ορίστε Κωστάκη.

-Είδα χτες το βράδυ τον μπάρμπα σου στον δρόμο και μούπε να πας να τον δης σήμερα για μια επείγουσα υπόθεση.

Ο ακούσας όμως εξεράγη σε απροσδόκητον και θριαμβευτικό γιουχάϊσμα:

-Πάψε κρύε!

Ο άλλος εθίγη:

-Γιατί βρίζεις;

-Γιατί βρίζω; Εμένα πας να τη σκάσης καϋμένε; Πρωταπριλιά σήμερα ντέ!... Το ξέρουμε!

Του κάκου ο άλλος διεμαρτύρετο. Του κάκου τον διεβεβαίωνε πως δεν είχε θυμηθή κάν την Πρωταπριλιά. Ο φίλος με το γερό μνημονικό ήταν αδύνατο να μεταπεισθή. Αλλά ήταν ο μόνος που θυμόταν απ’ όλους την ημερομηνίαν αυτή του καθιερωμένου πατροπαραδότου ψευδολογήματος.

Έχετε αντιληφθή ότι το περίεργον αυτό έθιμον έχει εκφυλισθή τα τελευταία χρόνια εντελώς;

Άλλοτε τι συγκίνησις, τι προετοιμασίαι για την οργάνωσιν και την σκηνοθεσίαν της Πρωταπριλιάτικης φάρσας! Ολόκληρος η οικογένεια επεστράτευε το πνέυμα της εις έκτακτον νυκτερινό συμβούλιο για να τη σκάση του Αντωνάκη να πάη πρωί-πρωί στης Ελενίτσας να ζητήση το γράμμα που έστειλε ο θείος ο Μιχαλάκης, κλπ. κλπ.

Οι Πρωταπριλιάτικοι φαρσέρ προετοίμαζαν από ημέρες τις απρόοπτες ειδήσεις που επρόκειτο να διασπείρουν κι’ όλοι, ποίος λίγο, ποιος πολύ, είχαν τον νου τους μη τυχόν και πέσουν θύματα  του Πρωταπριλιάτικου εθίμου.

Σήμερα όμως η συνήθεια αυτή έχει εκλείψει σχεδόν εντελώς. Ελάχιστοι ακόμη την διατηρούν, χωρίς όμως καμμιάν επιτυχίαν. Έχομεν τόσο πολύ συνειθίσει στα απίστευτα και στα απρόοπτα που παίρνουν την μορφήν της πραγματικότητας εις την σύγχρονη ζωήν, ώστε να μη μπορή ούτε η ζωηρότερη φαντασία να εφεύρη ψέμματα πιο εντυπωσιακά από τους καθημερινούς αιφνιδιασμούς της αλήθειας.

Όσο για τις φάρσες το πράγμα με την πρόοδον και την διάδοσιν των τεχνικών μέσων έχει ξεθυμάνη. Όλη η απόλαυσις της φάρσας εστηρίζετο στον μεγάλο κόπο, στην ταλαιπωρία, στην απογοήτευσιν.

Σήμερα ο καθένας παίρνει το τηλέφωνο και ζητά να διαπιστώση την αλήθεια, όπως ακριβώς έκανε εν τέλει ο θριαμβευτικώς μνήμων της Πρωταπριλιάς.

--Ο θείος εκεί; Ναι, εγώ είμαι, θείε. Με θέλεις; Σοβαρά;

Και έκλεισε το τηλέφωνο πλήρης απογοητεύσεως. Κρίμα στην μνήμην...

«Αθηναϊκά Νέα», 1937, Μίμης Ψαθάς