Στα «Αμπατζήδικα» του 1926
Ελάτε για μια διαφορετική βόλτα στα παλιατζίδικα της Πανδρόσου, κάπου το 1926, με ξεναγό τον Θέμο Ποταμιάνο.
Το γνωστό σε όλους Μοναστηράκι πήρε τ’όνομά του από το Μεγάλο Μοναστήρι της Παντάνασσας που ιδρύθηκε τον 10ο αιώνα. Εκεί, και στη γύρω περιοχή, ύφαιναν υφάσματα που τ’αποκαλούσαν «αμπάδες». Γι’αυτό και μια άλλη ονομασία που δόθηκε στο μέρος -ονομασία που διατηρήθηκε και μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους- ήταν «Αμπατζήδικα». Σήμερα έχει απομείνει ένα, μόνο, μέρος του Μοναστηριού. Πρόκειται για το μικρό εκκλησάκι της πλατείας, όπου τιμούμε την Κοίμηση της Θεοτόκου.
Αυτά τα λίγα εισαγωγικά, για να ορίσουμε γεωγραφικά την περιοχή για την οποία θα μιλήσουμε. Ο εξαίρετος δημοσιογράφος της «Κυριακάτικης Βραδυνής», Θέμος Ποταμιάνος, θα μας ξεναγήσει στη γνωστή Πανδρόσου για να δούμε πώς λειτουργούσε το 1926. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δει κανείς το πλήθος και την ποικιλία των προσφερόμενων αγαθών.
«Υπάρχει μια γωνιά των Αθηνών η οποία εις πείσμα όλων των ανακαινιστών και των νεωτεριστών δεν εννοεί να συγχρονισθή καθόλου, επιμένει να μένη παληά. Γύρω της πνέει σφοδρός ο άνεμος του μοντερνισμού, ο οποίος σαρώνει τα τελευταία λείψανα της Παληάς Αθήνας, αλλά μέσα εκεί δεν εισχωρεί. Τον αποκρούει θαρρείς ο χαρακτήρ της παλαιότητος, ο οποίος διατηρείται άθικτος εκεί, οχυρωμένος μέσα εις ένα στενό δρομαλάκι από το οποίον βάλλει νικηφόρως κατά του επιδρομέως καιρού. Πρόκειται για τα περίφημα Αμπατζίδικα, τον στενόν εμπορικόν δρόμον, ο οποίος αρχίζει με τ’ όνομα της οδού Πανδρόσου από την πλατείαν Μητροπόλεως και καταλήγει στο παληό τζαμί και στο Μοναστηράκι.
Εκεί ευρήκαν καταφύγιον όλα τα παληά, τα «αρχαία», τα παλαιϊκά. Όλος ο μικρός δρομάκος είναι γεμάτος «αρχαιοπωλεία», μαγαζιά που θυμίζουν Βενετίαν και Ανατολήν. Και ο διαβάτης που βλέπει δεξιά και αριστερά τα περίεργα αυτά καταστήματα δεν εκπλήσσεται καθόλου πως συνεκεντρώθησαν όλα εκεί. Ευρήκε τόσον φυσικήν την ύπαρξιν, την παρουσίαν των παλιών πραγμάτων, μέσα στον παληόν εκείνον δρόμον.
Περιβάλλον και περιεχόμενον μοιάζουνε τόσον πολύ. Έχουν ένα ρυθμόν. Θα είναι καμιά δεκαριά τέτοια μαγαζιά. Μοιάζουν περισσότερον με μουσεία, με μεσαιωνικά βεστιάρια θεάτρων, με εσωτερικά βυζαντινών εκκλησιών παρά με οίκους εμπορίου. Στους τοίχους των, στα χαμηλά ταβάνια των, στης στενές τζαμόπορτες των κρέμονται χίλια δυό αφιερώματα των περασμένων εποχών. Και ποια εποχή, και ποιος τόπος, και ποιά τέχνη, και ποιο χρώμα, και ποιο στυλ δεν αντιπροσωπεύεται μέσα εκεί. Η Βενετία και η Ανατολή. Το Βυζάντιον και το Είκοσιένα. Ο Βορράς και ο Νότος.
Η Σαξωνία με τα βάζα της κι’ η Ρόδος με τα ζωγραφιστά πιάτα. Η Τανάγρα με τα μαύρα της κεντήματα, η Αττική με τα πεσκούλια της (σ.σ. νυφικό στολίδι για τα μαλλιά από πλεξίδες με εννιά μεταξοκλωστές δεμένες σε ασημένια βάση), με τα γιορτάνια της, με τα βραχιόλια και τα ζελίκια της, βαρειά από μπρούντζο και ασήμι. Η Στυμφαλία κι’ η Αράχωβα με της κεντημένες τραχηλιές των, η Αταλάντη με τα κεντητά πουκάμισα, η Κούλουρη με της μεταξωτές της μπόλιες (σ.σ. κεφαλομάντηλο), η Επτάνησος με τα μπρούντζινα της καντηλέρια, το Αιγαίον με της σκαλιστές κασέλλες των νησιών του, η Θεσσαλία με τα κόκκινα γυναικεία καλπάκια της που τα στολίζουν φούντες μαύρες και χρυσές, η Κιουτάχια με τα αγγεία της, η Νάπολη με της κούκλες της…
Εις το βάθος σαλεύουν κάτι σιλουέττες σαν σκιές. Είνε οι έμποροι των παλαιών αυτών πραγμάτων, καλλιτέχναι μάλλον και φιλόσοφοι παρά άνθρωποι του εμπορίου. Είναι και αυτοί ως επί το πλείστον παλαιοί σαν τα πράγματα που πουλάνε, γέροι πειά εις την δουλειά. Ο καιρός τους επότισε με πείραν και με γνώσεις σπανίας. Είνε οι ιστορικοί και οι αισθητικοί του εμπορεύματος των, αλλά είνε συγχρόνως και οι ρωμαντικοί του εμπορίου. Μέσα εις τα μάτια των βλέπει κανείς κάποια στωϊκότητα, κάποια εγκαρτέρησι ανάμικτη με κάποια λαχτάρα, μια έκφρασι παρμένη από την μοίρα των αψύχων συντρόφων που τους περιτριγυρίζουν. Ζουν εις άλλους καιρούς. Εις τους καιρούς που έζησαν τα πράγματά των.
Έ, λοιπόν ο διάβολος να με πάρη, αν αυτός ο ασπρομάλλης χλωμός γέρος, που μου δείχνει τα μεταξωτά, δεν μοιάζει με τον Σιμόνε, τον έμπορο της «Φλωρεντινής τραγωδίας» του Ουάϊλντ. Απαράλλακτος θα ήταν ο Σιμόνε, όταν σκυμμένος απάνω από της στόφες του και τα μεταξωτά του περιέγραφε της χάρες τους εις τον Ιταλό πρίγκηπα. Να τον ! Να τον! Σκύβει επάνω εις τα μεταξωτά και εις τα κεντήματα, τα ξεδιπλώνει, τα πιάνει, τα χαϊδεύει και συγχρόνως μου τα περιγράφει. Μα είνε εμπορική περιγραφή αυτή ή ποιήμα; Η φωνή του έχει ένα τόνον εμπνευσμένης απαγγελίας:
«Αυτά τα φτιάναν ή κοπέλλες στο χωράφι, είκοσι χρόνια, όσο να γίνουν νύφες… Μαζεύανε λουλούδια και πέρνανε το χρώμα…».
Και η επίδειξις των διαφόρων πραγμάτων συνεχίζεται. Και στο καθένα που μου δείχνει απαγγέλλει και ένα ποιήμα.
Έπειτα μακραίνει, χάνεται. Τ’ άσπρο κεφάλι του σαλεύει πίσω από τα κρεμασμένα βυζαντινά καντήλια, χάνεται πίσω από τα ράφια και ξαναφαίνεται πειό πέρα κοντά σε κάτι μόστρες πούναι γεμάτες από όπλα όλων των καιρών, κι’ από κοσμήματα και μικροπράγματα διάφορα, βραχιόλια, δαχτυλίδια, πόρπες, παντατίφ, τούρκικες ταμπακιέρες σκαλιστές, κτένες γοτθικές, κύπελλα της Ρώμης από κρύσταλλο γαλάζιο. Κι’ ολοένα προχωρεί, γυρίζει, πάει, έρχεται, κι’ ολοένα μου δείχνει χίλια πράγματα.
Εξαφνικά τον χάνω εντελώς. Μια πόρτα τον κατάπιε. Σ’ ένα λεπτό όμως τον βλέπω να γυρίζη… κραδαίνοντας μια τεραστία πάλα στο δεξί, ενώ στ’ αριστερό του κρατά ανοιχτό ένα κίτρινο χειρόγραφο… Και αρχινά το διάβασμα. Τι; Πρόκειται να μου απαγγείλη καμμίαν εσχάτην καταδίκην και να την εκτελέση επί τόπου με το φονικόν του όργανον; Όχι, το διάβασμά του ήτο διάβασμα ιστορικόν όπως και η πάλα του.
-Ιδές εδώ! Η πάλα του τάδε αγωνιστού, εκατόν είκοσι ετών κι’ εδώ η ιστορία του γραμμένη από το χέρι του παιδιού του προ εξηκονταετίας…
Ετελείωσε! Ο έμπορος είχε σταλή περίπατον. Ο ιστορικός, ο ραψωδός επικρατούσε καθ’ όλην την γραμμήν…».
Κυριακάτικη Βραδυνή, 1926, Θ.Ποταμιάνος