Η αθηναϊκή Αποκριά άλλοτε, όταν η πόλη γλεντούσε…

«Είμεθα παιδιά ακόμη τότε (σ.σ. ο συγγραφέας αναφέρεται στη δεκαετία 1890) δευτεροετείς φοιτηταί κ’ εμέναμε όλοι μαζί –που αλλού- στη Νεάπολι. Είχαμε νοικιάσει κάμαρα σ’ ένα σπίτι της οδού Ασκληπιού κ’ επληρώναμε για τη σάλα με δυό κρεβάτια 18 δραχμάς μονάχα, με την περιποίησι και τον πρωινό καφέ μαζύ.

Αργότερα το σπίτι αυτό η τρέλλα τώκανε κάπως περίφημο με κάποιο σύλλογο των Αγάμων που είχαμεν ιδρύσει. Η αστυνομία του καιρού εκείνου των αμέμπτων ηθών το πήρε το πράγμα στα σοβαρά κ’ επενέβησαν θυμούμαι εισαγγελείς και ανακριταί και όλη η ιεραρχία της εξουσίας με την αποκάληψι του τρομερού αυτού σκανδάλου που το είχε φαμπρικάρει ένας δημοσιογράφος –όνομα και μη χωριό- ατυχής αντεραστής ενός από την παρέα μας.

Το αποτέλεσμα ήτανε να διασυρθή μονάχα η δυστυχισμένη μας η Προεδρίνα, ένα αγαθώτατο και καλόκαρδο γεροντοκόριτσο –η Ασπασία- που είχεν αποστηθίσει όλην την «καρδίαν υπό πέτραν» του Ουγκώ κι’ ανέβαινε γεμάτη κέφι επάνω στην καρέκλα για να μας πή ότι το «εράν εστίν πτερυγίζειν». Ζήτω λοιπόν ο Έρως! Ενώ εμείς από κάτω εχαλούσαμε κυριολεκτικώς τον κόσμον από τις φωνές.

Εκείνη τη χρονιά η παρέα μας τώχε πάρει απόφασι να το γλεντήση στην αποκρηά. Κιθάρες, μαντολίνα και μια οκαρίνα μπήκανε αμέσως σ’ ενέργεια. Κ’ ένας αλησμόνητος φίλος μας εφρόντισε να της κάνη αποκριάτικες και να της μασκαρέψη με κόκκινες της φωτιάς κορδελλίτσες και φιογκάκια. Τα βιβλία μας –όσα δεν είχαμε πουλήσει σε ημέρες απενταρίας- τα είχαμε κλείσει για καλά και όλη την ημέραν εκάναμε πρόβες που είχανε αναστατώσει την γειτονιά.

Η σπιτονοικοκυρά μας η κακομοίρα εκλαιγεν από το κακό της. «Πάει το σπιτάκι μου, μας έλεγε, πάει… Ντρέπομαι να βγώ στο παράθυρο να φωνάξω τον μπακάλη. Πω, πω κακό που έπαθα…».

Μα εμείς το χαβά μας. Έπρεπε να είμαστε έτοιμοι για τα βράδυα. Όπως, όπως είχαμε βρη και κάτι μασκαράδικα. Ένας θλιβερός ιππότης, ένας αρλεκίνος, δύο πιερότοι και μερικά παληά ντόμινα αποτελούσαν την μασκαράδικην εξάρτησί μας. Ο Θεός ξέρει πως τα εξοικονομήσαμε μαζύ με κάτι χασάπικες φούσκες, απαραίτητες για το … καρπάζωμα των διαβατών.

Μόλις εβράδυαζε ετρώγαμε –βερεσέ πάντοτε- στο περίφημο ξενοδοχείο του Σαραντόπουλου στην οδόν Σόλωνος –αργότερα τώκλεισεν ο κακομοίρης γιατί τον πνίξανε τα βερεσέδια- ντυνόμαστε στο σπίτι κ’ εξεχυνόμαστε στο δρόμο κ’ εμπρός όπου μας έβγαζεν η άκρηα. Πρόγραμμα δεν είχαμε ποτέ.

Ένας από την παρέα μας –Αθηναίος αυτός- είχεν αναλάβει να μας εισαγάγη σε μερικά σπίτια, προστατεύοντας έτσι την επαρχιώτικην αγροικία μας και τον είχαμε γιαυτό σε μεγάλο σεβασμό και υπόληψιν… Όπου όμως επηγαίναμε μας εξανακαλούσαν και πάλι γιατί, τρελλόπαιδα όπως είμαστε, εσκορπίζαμε μια πραγματικήν ευθυμία και χαρά.

Χορός, απαγγελίες, τραγούδι, νταβατούρι και φωνή ανεστάτωναν κυριολεκτικώς το σπίτι που είχε την καλομοιριά να μας δεχθή… Και αφού ερχόμαστε στο κέφι λιγάκι, εβγαίναμε σαν σίφουνας στο δρόμο για να κατασταλάξωμε έπειτα από χίλιες δυό περιπλανήσεις σε κανένα κέντρο στην Ομόνοια όπου με μερικές μπύρες που πίναμε ξοδεύοντας όλες όλες πέντε δραχμές εννοούσαμε να τα κάνωμε θάλασσα.

Ένα βράδυ όμως θυμούμαι δεν μας επήγε διόλου γούρι. Εκατεβαίναμε όλο κέφι από την οδόν Αγχέσμου (σ.σ. σημερινή Βουκουρεστίου) κ’ εσταματήσαμε σε μια γωνιά για να κάνωμε την κανταδίτσα μας. Μόλις όμως είχαμεν αρχίσει μας εμπλοκάρισεν ένας ολόκληρος λόχος από αστυφύλακες και μας επήρανε όλους στο φρέσκο… Είχαμε την ατυχία να σταθούμε κάτω από το σπίτι του Καλογερόπουλου που είτανε την εποχήν εκείνην Υπουργός των Εσωτερικών.

Φαίνεται πως ο μακαρίτης είχε πολύ νόστιμες υπηρέτριες και δεν τον άφηναν όλη τη νύκτα να κλείση μάτι από της καντάδες. Είχε δώσει λοιπόν διαταγή στην Αστυνομία να λάβη τα μέτρα της και μόλις εφανήκαμεν εμείς μας άρπαξαν αμέσως. Τυχερό και αυτό. Επεράσαμε λοιπόν μια φρικτή βραδυά στο κρατητήριο κ’ εστριμωχνόμαστε όλοι στο παράθυρο να πάρωμεν αέρα γιατί μας έιχε πνίξει η βόχα. Πρέπει κανείς να πάη στη ζωή του και λίγη φυλακή…

Στο Πανελλήνιο  όπου πηγαίναμε συνήθως (σ.σ. πολύ γνωστό κέντρο γωνία Πανεπιστημίου και Εμμ. Μπενάκη) γινόταν σωστό πανδαιμόνιο. Είχε κέφι ο κόσμος. Τότε ο κόσμος εννοούσε να διασκεδάση με την καρδιά του. Ένα βράδυ επιάσαμε το χορό στη μέση του δρόμου, εκεί κοντά στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη. Κάθε διαβάτη που περνούσε τον ετραβούσαμε θέλοντας και μη από το χέρι, και στο τέλος καταλήξαμε να χορεύομε σαν παλαβοί καμμιά πενηνταριά μαζύ, που δεν ήξερεν ο ένας από πού βαστά η σκούφια του άλλου.

Μια ωραία πιεροτίνα μας έσερνε μπροστά το χορό και ο ιππότης της παρέας –περίφημος πυρπολητής καρδιών- αναλιγωνότανε που την έβλεπε και είχε φάει τα σίδερα για να την σύρη αυτός μπροστά. Λεβέντης όπως ήτανε εχόρευε περίφημο Καλαματιανό. Ούτε όμως έμαθε και άλλον από τότε. Καυχιόταν μονάχα πως αισθανόταν τόσο πολύ το ρυθμό της μουσικής που αρκούσε για να σηκωθή για να μείνουν εκστατικοί οι άλλοι από την αρμονία των χορευτικών κινήσεών του. Τι να του πής;…

Είχε λανσάρει εκείνην την Αποκρηά η παρέα μας ένα τραγούδι του Ραμπαγά «τα περασμένα μας τα νειάτα». Ίδρωσεν για να μας το μάθη ο κακομοίρης ο μουσικοδιδάσκαλος της παρέας μας ο καλόκαρδος Μιχάλης. Αργότερα το τραγουδούσε όλη η Αθήνα από την μια άκρη έως την άλλη. Εγώ όμως θυμούμαι όλο και εφάλτσαρα και ο πλέον προοδευμένος στη μουσική από την παρέα μας, ένας δικηγόρος, όλο και με γκρίνιαζε.

-Μα καυμένε si do re mi re fa mi re do si … μάθε το τέλος πάντων!

Μα εγώ ήμουνα όπως και είμαι ακόμη ανεπίδεκτος φαίνεται μαθήσεως. Όλο και εφάλτσαρα ως που στο τέλος ενευρίαζε πραγματικά κ’ έφευγε… Είσαι φρικτός, μούλεγε, είσαι απαίσιος!

Εκείνη τη χρονιά ήτανε και Καρναβάλι, που όλοι ελέγανε πως θα περνούσε και το περίφημο καρναβάλι της Νίτσας. (σ.σ. εννοεί της Νίκαιας στη Νότιο Γαλλία). Όλη η Αθήνα επί ημέρας δεν μιλούσε για τίποτα άλλο. Σύλλογοι, σωματεία, επιχειρηματίαι όλοι ήσαν στο πόδι. Και την τελευταία Κυριακή δεν έμεινε στο σπίτι της κουτσή Μαρία.

Η παρέα μας φυσικά έλαβε και αυτή μέρος. Μπήκαμε σε δυό αμάξια –αφού είχαμε πάρει προηγουμένως την απόφασι να μη φάμε έπειτα επί τρείς ημέρες- κ’ εκατεβήκαμε στην Ομόνοια που ήτανε το κέντρον της εκκινήσεως. Τα μαντολίνα και η κιθάρες δεν έλειψαν εννοείται και ούτε μια στιγμή δεν εβάλαμε γλώσσα μέσα. «Τα περασμένα μας τα νειάτα, τα νειάτα μας».

Από το δρόμο που επερνούσαμε –κύμα από δροσιά, ζωή και νειάτα- ο κόσμος μας εχαιρότανε, μας εχειροκροτούσε και μας πετούσε λουλούδια και σερπαντίνες. Που και που όμως μας ερχόντανε κατακέφαλα και κανένας βώλος από παληόχαρτα πεταγμένος από κανένα χαμίνι. Κ’ εμείς άλλοι όρθιοι και άλλοι καθιστοί εχαιρετούσαμε κ’ εστέλλαμε φιλιά δεξιά και αριστερά. «Τα περασμένα μας τα νειάτα, τα νειάτα μας».
Θυμούμαι ακόμα ζωηρότατα την είσοδο του Καρνάβαλου. Η ατμόσφαιρα είχε γεμίσει από τραγούδια, ξεφωνητά, γέλια και ήχους οργάνων. Θυμούμαι ακόμα και το τραγουδι που απήγγειλε ο Καρνάβαλος στην είσοδό του:

Όλοι είσθε μασκαράδες και κοθόνια
Να μου πήτε ήτο περιττό

Σας ξέρω από τα παληά σας χρόνια
Για τούτο και εγώ σας χαιρετώ

Όσο στον κόσμο βλέπουμε ποδόγυρο
Κι’ όσο ακόμη έχουμε πατρίδα το ράσο δεν θα κάνη τον καλόγηρο

Ούτε τον μασκαρά η προσωπίδα…

Καυμένα χρόνια! Που η χαρά τριγυρνούσε στο δρόμο και η Αθήνα ξεκαρδιζότανε με το τίποτα. Με τον Φασουλή, την Γκαμήλα, το Γαιτανάκι και μερικούς παληάτσους που έκαναν τούμπες…

~

Ας έλθωμεν τώρα και στη σημερινήν εποχή (σ.σ. 1927)

Το καρναβάλι έχει χάση την ποίησι του, έχασε και το πνεύμα του, έχασε και την φυσιογνωμία του. Με όλη την ακρίβεια της εποχής της σημερινής κανένας πια σχεδόν δεν τραγουδεί τώρα την αποκρηά το παλιό αξέχαστο τραγούδι

«Στης ακρίβειας τον καιρό
Θέλησα να παντρευτώ…».

Από τις εφημερίδες έμαθα ότι ιδρύθη τελευταία ένας σύλλογος «επιστροφέων εισιτηρίων χορού!!». Έγινε τόση αύξησις της χορομανίας και τόση κατάχρησις των ευεργετικών χοροεσπερίδων ώστε να ευρεθή και το αντίδοτον. Η ωργανωμένη επιστροφή του εσιτηρίου.

Είχαμε πάη προχθές με ένα φίλο στο «Καπρίς». Έμπαινα για πρώτη φορά στο χορευτικοκοσμικό αυτό κέντρο. Ήμουν περίεργος να ιδώ πως διασκεδάζει η σύγχρονος Αθήνα. Ο χορός είχεν οργανωθή από κάποιο φιλανθρωπικό σωματείο για κάποιο φιλανθρωπικό σκοπό.

Από αποκρηάτικο πνεύμα, από κέφι, από διασκέδαση, ούτε ίχνος. Όσοι εχόρευαν ενόμιζες ότι προσηύχοντο. Ήτο και η νέα τεχνοτροπία της μουσικής η οποία ενόμιζες ότι είχε πιεί ψαροκόκκαλο.

Δίπλα εις το μπουφέ είδα εγκατεστημένο ένα βλοσυρό κύριο που σκυμμένος εις ένα χαρτί γεμάτο αριθμούς έβλεπε τα γκαρσόνια με λοξό μάτι και αυτά τον έβλεπαν με λοξότερο.

-Είναι ο διευθυντής του καταστήματος; Ερώτησα.

-Όχι, είναι ο υπάλληλος του Υπουργείου των Οικονομικών. Κρατεί λογαριασμό της καταναλώσεως για να εισπράξη τα τριανταδυό τοις εκατό φόρο του Δημοσίου.

Άλλος φορατζής όμως υπήρχε και εις την πόρτα ο οποίος τσακωνόταν με δυό κυρίους της οργανωτικής επιτροπής του χορού και εισέπραττε και αυτός τα σαράντα τοις εκατό επί της τιμής του εισιτηρίου.

Δεν επεχείρησα να ξαναπάω σε άλλο χορό και εμελαγχόλησα ακόμη περισσότερο περνώντας την άλλη νύχτα από το Πανελλήνιο.

Το καρναβάλι είχε χαθή και από τα κέντρα της Ομονοίας. Ζυθοπωλεία, καφενεία, ζαχαροπλαστεία έγραφαν: «Απαγορεύεται το σερπαντέν και τα άσματα¨. Εκείνο το μεταξύ της οδού Πανεπιστημίου και Σταδίου στενό ήτο παγερό και έρημο υπενθυμίζον εξωφρενικάς εικόνας από τον βόρειον πόλον…

Με όλη την αυξηθείσαν εις το εκατονταπλάσιον χορευτικήν κίνησιν βγάζω το συμπέρασμα ότι καρναβάλι σήμερον δεν υπάρχει εις τας Αθήνας. Η λαική και οικογενειακή του μορφή έλειψεν εντελώς και απέθανε και η κοινωνική του μορφή με τον θάνατο του Κομιτάτου (σ.σ. η επιτροπή που οργάνωνε τις εκδηλώσεις).

Δεν ανήκω εις τον «Φυσιολατρικόν Σύνδεσμον» ο οποίος οργανώνει μεγάλας εκδρομάς εις την ύπαιθρον τας δύο αυτάς ημέρας των Απόκρεω. Αλλά τι να κάνω. Αν εξακολουθήση να πηγαίνη έτσι το καρναβάλι μας δεν θα είμαι μόνος εγώ του χρόνου που θα αυξήσω τον αριθμόν των Αθηναίων φυσιολατρών».

«Ελεύθερος Λόγος» 1927