Σκηνή σε καφενείο του Ψυρρή
Σκηνή σε καφενείο του Ψυρρή, κάπου στο 1929: «Ελληνάρας» δίνει παράσταση εγωπάθειας και αδιαφορίας για ό,τι γίνεται γύρω του. Η αποθέωση του ΕΓΩ (και κανείς άλλος)…
«Παιδί, φέρε μου έναν χωχλαστόν και γλυκύν. Χωρίς μυίγες και χωρίς χώματα.
Φτού! Ο συναχωμένος πελάτης φτύνει μεγαλοπρεπώς . Κατόπιν παίρνει την εφημερίδα και ρίχνει μια ματιά.
-Χμ! χμ! Άλλα πάλε. Αντιπολίτευσις στην Κυβέρνησι. Άκου Εύλαμπε, φέρε μου κι΄ένα κονιάκ μαζί με τον καφέ. Αάτς!
Και επτερνίσθη δροσερότατα. Κάποιος διπλανός του γυρίζει και τον κυττάζει θυμωμένα, βγάζει το μανδήλι του και σκουπίζεται.
-Εύλαμπε αντίς για ζάχαρι στο κονιάκ αγόρασε από το διπλανό τζιερτζίδικο κανένα κομμάτι χοιρινό και φέρτο.
Ένα κουνούπι που πετούσε αμέριμνα εκείνη τη στιγμή, συλλαμβάνεται από την πλατείαν παλάμην του ανθρώπου και συνθλίβεται σκληρώς, εξαποστέλλον την αθώαν του ψυχήν εις τα ουράνια. Ο άνθρωπος τρίβει από την χαράν του την μύτην του, αυτοθαυμαζόμενος δια το κατόρθωμα.
-Άκου Εύλαμπε, φέρε κι’ ένα πιάτο μακαρόνια με κιμά, με βούτυρο καθαρό, χωρίς σκουριές του τηγανιού.
Και ροφά την μύτην του, ξαναπαίρνει την εφημερίδα, την διαβάζει συνοφρυούμενος και σταματά προ μιάς ρεκλάμας εις την οποίαν εξαίρονται τα παστά ενός νέου αμερικανικού οίκου.
-Γκουχ! Γκουχ! Εύλαμπε και καμμιά ρέγκα, σε παρακαλώ, από τούτο δώ.
Και βάζει το δάκτυλο στη ρεκλάμα, και γυρίζει προς το γκαρσόνι.
-Έεεεε! Μπρέ, μπρέ, μπρέ, κοιμήθηκες κτήνος;
Πράγματι το γκαρσόνι εροχάλιζε μακαρίως εις το διπλανό τραπέζι…».
Από τη στήλη «Απ’ ότι βλέπω» της εφημερίδας «Πολιτεία», 1929