Ελάτε μαζί στο Τελωνείο του Πειραιά το 1936

Στην «Αίθουσα» του Τελωνείου, με τους επιβάτες που φτάνουν στον Πειραιά... Αγωνία για κάθε Έλληνα ταξιδιώτη εκείνης της εποχής. Μη κοιτάτε τώρα που τα ξεχάσαμε όλα αυτά λόγω Ε.Ε..

«Ο Έλλην μπορεί να καυχάται παντού όπου κι’ αν βρίσκεται για την καταγωγή του, και ένας Θεός ξέρει αν δεν το κάνει. Όχι όμως και όταν πρόκειται να αποβιβασθή εις το λιμάνι του Πειραιώς, προερχόμενος από το εξωτερικόν.

Εκεί, από τη στιγμή πού θα δοθή το «πράτικο» -η άδεια δηλαδή της εξόδου των επιβατών εις την ξηράν- έως την ώρα πού θα μπορέση, ελεύθερος πιά να επικοινωνήση με τον υπόλοιπο κόσμο, μεταβάλλεται εις ένα άθλιον και ελεεινόν όν, πού αν δεν έχει να ντραπή για τίποτα άλλο, θα πρέπει να ντρέπεται ασφαλώς γιατί είνε Έλλην και δεν έχει γεννηθή Βούλγαρος, Γάλλος, Γερμανός, Τούρκος, Άγγλος, Ισπανός ή Μεξικάνος.

Για όλους αυτούς και για τας υπολοίπους ακόμη φυλάς του κόσμου, μεταξύ της αποβάθρας και του σταθμού των ταξί δεν υπάρχει κανένα εμπόδιον. Μπορούν να περάσουν ανενόχλητοι τον μεταξύ χώρον.

Αλλά για τους άλλους –και οι άλλοι είνε οι Έλληνες- μεταξύ της αποβάθρας και των ταξί υψώνεται ένα τρομερόν κτίριον, το Τελωνείον Πειραιώς και η περίφημος «Αίθουσα» του, από την οποίαν υποχρεωτικώς πρέπει να περάσουν. Αν βγαίνοντας από εκεί διασώζουν ατσαλάκωτη την αξιοπρέπειάν τους θα πρέπει ασφαλώς να είνε πολύ τυχεροί.

Από την «Αίθουσα» περνούν βέβαια και οι ξένοι, αφού είνε το φυσικόν πέρασμα εκ της αποβάθρας προς την πλατείαν. Αλλά περνούν με όλας τας τιμάς. Κανείς δεν τους ενοχλεί.

Ο αρμόδιος τελωνειακός υπάλληλος στέκεται στην πόρτα, περιορίζεται να τους ρωτήση με όλην την δυνατήν ευγένειαν και εις γλώσσαν πού μοιάζει αορίστως με τα Γαλλικά:

-Ο κύριος έχει να δηλώση τίποτε;

Η απάντησις είνε συνήθως αρνητική. Και εδώ σταματούν όλες οι διατυπώσεις. Ο ξένος αφήνεται να περάση και να συνεχίση τον δρόμον του έως την εξώθυρα διά να παραδοθή εις τις φροντίδες και τις περιποιήσεις των σωφέρ πού περιμένουν.

Αλλά για τον ντόπιον, για τον απόδημον Έλληνα πού ξαναγυρίζει στην πατρίδα του ή για τον έμπορον πού επιστρέφει από ένα ταξίδι στο εξωτερικό τα πράγματα αλλάζουν.

-Περιμένετε!

Με την λέξι αυτή, πού απευθύνεται προς όλους όσους έχουν την τιμήν να είνε Έλληνες χωρίζονται τα πρόβατα από των εριφίων. Και αφού οι ξένοι απομακρυνθούν αρχίζει ο έλεγχος.

Ο έλεγχος δεν είνε εφεύρεσις των τελωνειακών υπαλλήλων πού δεν κάνουν παρά μόνον το καθήκον των. Τον ορίζει ο νόμος. Κάθε επιβάτης προερχόμενος από το εξωτερικόν δεν μπορεί να έχη άλλα αντικείμενα εκτός από εκείνα πού του χρησιμεύουν προς ατομικήν χρήσιν. Όλα τα άλλα υπόκεινται εις δασμόν.

Ο νόμος όμως αφήνει πλήρη ελευθερίαν στους υπαλλήλους ως προς τον τρόπον της ασκήσεως αυτού του ελέγχου. Οι αρμόδιοι επί του ελέγχου υπάλληλοι κρίνουν με το μάτι τους επιβάτες. Και η πείρα τους κάνει να μην γελιούνται. Σε ένα νεύμα του αρμοδίου ελεγκτού –και υπάρχουν πέντε ή έξη εις την «Αίθουσαν»- βαλίτσες, μπαούλα, τα πάντα, ανοίγονται με μιας και το περιεχόμενόν των έρχεται εις το φώς.

Για τους άνδρες ισχύει η ακόλουθος κατάταξις:

Πρώτοι έρχονται οι επιβάται της τρίτης θέσεως. Σ’ αυτούς ο έλεγχος είνε γενικός και αυστηρότατος. Και τις πιο πολλές φορές αποδεικνύεται όχι άχρηστος. Από τη Δευτέρα θέσι αρχίζουν η εξαιρέσεις, κατά την κρίσι πάντοτε του αρμοδίου ελεγκτού. Και εις την πρώτη γενικεύονται. Πρέπει να υπάρχουν σοβαραί υπόνοιαι εναντίον επιβάτου της πρώτης θέσεως, όπως μας είπαν, για να γίνη έρευνα είτε σωματική, είτε στις αποσκευές τους.

Όλοι όσοι συλλαμβάνονται εισάγοντες αφορολόγητα αντικείμενα δεν πληρώνουν μόνον τον ανάλογον δασμόν. Πληρώνουν συγχρόνως και πρόστιμον πού κάποτε φθάνει εις το διπλάσιον του δασμού. Το δικαστήριον των τελωνειακών παραβάσεων πού εδρεύει μέσα εις το Τελωνείον εργάζεται αδιακόπως… ».

«Ακρόπολις», 1936

(Διαβάστε επίσης, αγαπητοί φίλοι, στη στήλη μας «Συνεντεύξεις» τι δήλωσαν κάποιοι τελωνειακοί στον ρεπόρτερ της εφημερίδας)