Παλαιαί και νέαι χαρτοπαικτικαί Αθήναι

Είναι ευνόητη η αφιέρωση του σημερινού άρθρου στο «οδοιπορικό» που καταγράφει ήθη κι έθιμα γύρω από την πράσινη τσόχα, μια που η χαρτοπαιξία καλά κρατούσε τα ωραία εκείνα χρόνια -και όχι μόνο στις γιορτές!

«Υπάρχει ένα γαλλικόν αξίωμα το οποίον υποστηρίζει ότι από της χαρτοπαικτικές παραμονές πρωτοχρονιάς δημιουργούνται χαρτοπαίκται, όπως από της Αποκρηάτικες νύχτες πολλαπλασιάζονται η γυναίκες του ελαφρού κόσμου. Κανείς δεν μπορεί ν΄αρνηθή την αλήθειαν αυτού του αξιώματος.

Το χαρτοπαίγνιον εις τας Αθήνας έχει παράδοξον και τραγικήν ιστορίαν. Έφθειρε και διέφθειρε κατά πράγμα και συνείδησιν χιλιάδας ατόμων και οικογενειών και πολιτευτών και στρατιωτικών και πολιτικών υπαλλήλων, επάλαισε κατά του κράτους, κατέβαλε το κράτος, εξηυτέλισε δικαστικάς, διοικητικάς και στρατιωτικάς αρχάς.

Μέχρι του 1896 τα χαρτοπαίγνια ήσαν εντελώς ελεύθερα. Όποιος ήθελε και ηδύνατο να επιστρατεύση μίαν ομάδα μαχαιροβγαλτών και μερικάς χιλιάδας φράγκα ήνοιγε λέσχην. Οι μαχαιροβγάλται ήσαν απαραίτητοι όπως και το χρηματικόν κεφάλαιον, διότι, εάν η λέσχη δεν είχε την φρουράν της, επέπιπτον κατ΄αυτής άλλοι κακοποιοί και διήρπαζον τα χρήματα. Αυτού του είδους η επιχείρησις ελέγετο «ρεμούλα» και διεξήγετο με μαχαιριές, πιστολιές και μαγκουριές.

Επίσης κάθε καφετζής, ο οποίος ησθάνετο εαυτόν ικανόν να αντιμετωπίση τους κινδύνους της «ρεμούλας» αφιέρωνε μίαν γωνίαν του καφενείου του εις την «πασέταν».

Φόρον δημοσίου ουδείς επλήρωνε. Η τράπουλα είχεν είκοσι πέντε λεπτά και χονδρικώς είκοσιν, η δε κοκότα δέκα τοις εκατόν.

***

Και αυτά μεν συνέβαινον καθ΄όλον το έτος, αλλ΄ από της παραμονής του Χριστού μέχρι της επομένης των Θεοφανείων όλα τα καφενεία των Αθηνών μετεβάλλοντο εις λέσχας.

Εις τα συνοικιακά, αναλόγως του χώρου, αφιερούτο το ήμισυ, το τρίτον ή το τέταρτον. Εστήνοντο έν ή δύο παλούκια και εκρεμάτο από έναν χονδρόν σπάγγον ένας μπερδές, κατά προτίμησιν κόκκινος, δια του οποίου διεχωρίζετο η πρόχειρος λέσχη από το άλλο καφενείον. Τα δύο ή τρία φύλλα του μπερδέ ήσαν ελεύθερα, σαν πανιά κρεμασμένα προς στέγνωσιν, και οι πελάται, εισερχόμενοι ή εξερχόμενοι του αδύτου, τα διήνοιγαν ευχερώς. Οι παλληκαράδες ή οι «γεροί πόντοι», με τα χέρια ζωμένα εις της «κοφτές τσέπες» της μόδας, τα διήνοιγον ή δια της κεφαλής, κουτουλώντες ως τράγοι, ή δια σφοδρών φυσημάτων, εμφανίζοντες εις αμφοτέρας τας περιστάσεις φαιδρότατον θέαμα, το οποίον τότε ενέπνεε σεβασμόν!

Όπισθεν του μπερδέ ευρίσκοντο μέσα έπιπλα, ένα επίμηκες μεγάλο τραπέζι και παντός είδους και ηλικίας καρέκλες. Τα «κάδρα» εις τους τοίχους ήσαν σπάνια, αλλ΄ όταν ευρίσκοντο παρίστων σπαρακτικόν κυνήγιον θηρίων ή ταυρομαχίας, ίσως προς συμβολισμόν. Εξαιρετικώς εις το καφενείον του Καρατζά και εις το άλλο το φοιτητικόν ο «Σοφός Κοραής», ενθυμούμαι την Βικτωρίαν τον Ναπολέοντα Γ και το Πρένς Λουλού.

Επάνω εις το τραπέζι ήτο η «καρτέλα». Επίμηκες δηλαδή καρτόνι, επί του οποίου ήσαν κολλημένα τα χαρτιά της τράπουλας, από του Άσσου μέχρι του Ρήγα, και επί της οποίας οι παίκται έβαζαν τους «πόντους» ή τις «μίζες» των. Ο «κόφτης» δηλαδή ο μπαγκιέρης, εκάθητο εις το κέντρον, απέναντι δε ο γκρουπιέρης. Ο πάγκος κατετίθετο μέσα εις δίσκον, χωριστά τα ασημένια πενηνταράκια, η δεκάρες, τα φράγκα, τα δίφραγκα, τα τάλληρα και τα είκοσιπεντάρικα. Εκατοστάρικα ολόκληρα ή λίρες ή ναπολεόνια σπανίως ενεφανίζοντο εις συνοικιακά καφενεία.  

Όρθιοι και καθήμενοι συνωστίζοντο οι παίκτες παρακολουθούντες με αγωνίαν, βλασφημίας, ύβρεις, φτυσίματα και χλευασμούς ή αγριέμματα τας ιδιοτροπίας της τύχης μέσα εις μίαν αποπνικτικήν ατμόσφαιραν καπνού σιγάρων, ναργιλέδων, ρετσίνας και ούζου.

Την όλην εικόνα εφώτιζε με μυστικισμόν μία λάμπα πετρελαίου, κρεμασμένη κατακορύφως από της οροφής υπέρ του κέντρου του πάγκου.
Την λάμπαν την επρόσεχον αγρύπνως οι παλληκαράδες του παιγνιδιού διότι απετέλει τον πρώτον στόχον της ρεμούλας η οποία θα ίδωμεν πώς συνέβαινε.

***

Εις τα μεγάλα καφενεία της πλατείας της Ομονοίας συνέβαινον τα ίδια αλλ΄επί το ευπρεπέστερον. Τα μπιλιάρδα κατηργούντο. Αφήρουν της σπόντες και τα μετέτρεπον εις χαρτοπαικτικά τραπέζια. Επί της πρασίνης παχείας τσόχας ετοποθέτουν και ασημένια κανδηλέρια πολύφωτα με τρία και πέντε κηρία δια των οποίων εφωτίζοντο καλώς τα χρήματα του πάγκου και η καρτέλα.

Αλλά τότε εις τας Αθήνας έπαιζον όλοι οι άνθρωποι, ιδίως την παραμονήν και την πρώτην του Έτους. Εις τα κεντρικά και τα συνοικιακά καφενεία όλα τα τραπεζάκια και τα μπιλλιάρδα μετεβάλλοντο εις πάγκους, συνωθούντο δε πέριξ αυτών άνευ διακρίσεως κοινωνικής όλοι οι Αθηναίοι. Όχι μόνον δεν υφίσταντο μείωσιν αλλά προεκάλει έκπληξιν εκείνος όστις δεν επέρασε από το τραπεζάκι χωρίς να βάλη τον «πόντο» του.

Επιστήμονες, πολιτευταί, έμποροι, ευϋπόληπτοι καθηγηταί του Πανεπιστημίου, ανωτεροι υπάλληλοι, τραπεζιτικοί, ανώτεροι και κατώτεροι αξιωματικοί εν στολή έπαιζαν την «πασέταν» δημοσία εις τα μεγάλα κέντρα της πλατείας της Ομονοίας, του Ζούνη και του Σπύρου Ζαχαράτου. Τα δύο ταύτα καφενεία ήσαν επί της πλατείας απέναντι αλλήλων εις το άνοιγμα της οδού Γ Σεπτεμβρίου.  

***

Και εις τα κέντρα και εις τας συνοικίας το μοναδικόν πρωτοχρονιάτικο παιγνίδι ήτο η «πασέτα». Το «μάους» ήτο άγνωστον ακόμη εις τας Αθήνας, το «πόκερ» δεν είχεν εφευρεθή ακόμη, ο «μπακαράς» ήτο μεν γνωστός αλλά εθεωρείτο και αριστοκρατικός και δύσκολος δια τα λαϊκά κέντρα, επαίζετο δε μόνον εις τα σπίτια και εις την μεγάλην λέσχην του Μαντάκη.

Άλλα παιγνίδια παιζόμενα εις τα σπίτια της εποχής ήτο ο «λασκινές», ο «Φαραώ», το «Πλούχερ», το «Πιεσιγρού» και ο μπακαράς σεμέν-ντε-φερ.

Η πασέτα, ήτις κατηργήθη προ πολλού εις την πρωτεύουσαν, ήτο γαλλικό παιγνίδι εύκολο και γρήγορο δια κέρδη και ζημίας και έπαιζαν επίσης ταυτοχρόνως πολλοί παίκται. Κατ΄επίφασιν εφαίνετο παιγνίδι τιμιώτατον, εις το οποίον δεν ήτο δυνατόν να μεσολαβήση κλοπή, πράγματι δε ούτω επαίζετο κατά τα πρώτα έτη της κυριαρχίας του εν Αθήναις, αλλ΄ολίγον κατ΄ολίγον η ελληνική ιδιοφυϊα των εξ επαγγέλματος χαρτοπαικτών εφεύρε τόσα μέσα απάτης και κλοπής, πανουργότατα και αληθώς καταχθόνια, ώστε η «πασέτα» κατήντησε το κλεπτίστατον των παιγνιδίων το οποίον κανείς δεν ετόλμα να παίξη με την πεποίθησιν ότι δεν θα κλαπή. Οι τρόποι της κλοπής εις την πασέταν είχον παράδοξα ονόματα, όπως το «μπαλαμούτι», η «καρφίτσα», η «σκαλέτα», το «χτένι», το «σφόλι» και άλλα διάφορα.

***

Το περίεργον εν τη εξελίξει των εφευρέσεων αυτών είναι και τούτο: ότι δηλαδή ο μεγαλείτερος εφευρέτης της κλοπής εις την πασέταν ήτο είς ευγενέστατος και λίαν συμπαθής αξιωματικός του πυροβολικού, όστις ανεκάλυψε το περίφημο «χτένι», δια του οποίου κυριολεκτικώς έγδυσεν όλους τους εξ επαγγέλματος χαρτοπαίκτας κεφαλαιούχους εντός ενός έτους, αποκομίσας κέρδη πλέον του ενός και ημίσεος εκατομμυρίου φράγκων χρυσών. Όταν επροδόθη ήτο αργά. Το καταπληκτικόν δε είναι ότι τον επρόδωσεν ο πατήρ του.

Το «χτένι» έφερεν εις απόγνωσιν τους εξ επαγγέλματος χαρτοπαίκτας, δύο των οποίων ηυτοκτόνησαν.

***

Αλλ΄ας επανέλθωμεν εις την Πρωτοχρονιάν.

Εις τας παλαιάς Αθήνας υπήρχεν η συνήθεια, η επικρατούσα ακόμη, να κηδεύεται ο εκπνέων χρόνος κατά τον πλέον θορυβώδη και εκκωφαντικόν τρόπον.

Η μοναδική εκείνη χαρμόσυνος κηδεία του έτους περιωρίζετο εις την οδόν Ερμού από του Συντάγματος μέχρι της Καπνικαρέας.

Μόλις δε ενύχτωνε όλοι οι Αθηναίοι έπεφταν εις την πασέταν.

Εις τα πλουτοκρατικά σπίτια έπαιζαν μπακαρά και λασκινέ σπανίως δε εκαρτέ. Εις τα παληά σπίτια ο νοικοκύρης έκοβε μεν την πήταν εν μέσω της οικογενείας του και των κεκλημένων του, τους έκοβε όμως και τα χαρτιά.

Μέγα πλήθος όλων των τάξεων επλημμύριζε τα καφενεία εις τα οποία έκοβαν την πασέταν ως το πρωί.

Και εις μεν τα κέντρα ουδέποτε ή σπανιώτατα συνέβαινον συρράξεις ή καυγάδες, εις τας συνοικιας όμως ήτο αδύνατον να λείψουν αι συμπλοκαί, αι αρπαγαί και οι τραυματισμοί, ενίοτε δε και φόνοι.

***

Ο κίνδυνος των συνοικιακών καφενείων ήσαν οι κούτσαβοι ή και παλληκαράδες. Δια τον έναν ή τον άλλον λόγον, πράγματι δε αποβλέποντες εις την διαρπαγήν χρημάτων, οι κακοποιοί εκείνοι συνεννοούντο και επέπιπτον κατά του πάγκου. Εννοείται ότι εξέλεγον τους ευτραφείς πάγκους και τας στιγμάς της συσσωρεύσεως μεγάλων κερδών.

Συνεννοούμενοι εκ των προτέρων, ελάμβανον έκαστος την ανάλογον θέσιν κατά το σχέδιον όπερ κατέστρωναν και εις το σύνθημα επέπιπτον  κατά του δίσκου με τα χρήματα, αρπάζοντες όσα ηδύναντο περισσότερα.

Το σύνθημα ήτο το σπάσιμο της λάμπας. Εις μίαν δεδομένην στιγμήν ο είς της συμμορίας έθραυε την λάμπαν με μίαν μαγκούραν. Ταυτοχρόνως άλλοι επυροβόλουν δις ή τρις από μίαν γωνίαν και αμέσως άνευ χρονοτριβής δευτερολέπτου οι τοποθετημένοι προ της τραπέζης αφήρπαζον τα χρήματα.

Όλα τα κακά εξερρηγνύοντο εις μίαν στιγμήν κατά των κεφαλών των παικτών. Σκότος κολάσεως, ύβρεις τρομεραί, κραυγαί αποτρόπαιοι, ωρυγαί λύκων, πυροβολισμοί, μαγκουριές και τσαλαπατήματα. Πανικός συνεπλήρου την εικόνα φρίκης και τρόμου.

Αυτή ήτο η «ρεμούλα» κατά την διεξαγωγήν της οποίας εταυματίζοντο και εφονεύοντο ουχί σπανίως άνθρωποι αθώοι.

***

Αι Αθήναι σήμερον μετεβλήθησαν γοργώς, διότι γοργή είναι η θεμελιώδης μεταβολή εντός μιας εικοσαετίας. Η πασέτα απέθανεν όπως και η ελευθερία του χαρτοπαίζειν εις όλα τα καφενεία της πόλεως. Αι λέσχαι μετεβλήθησαν εις επιχειρήσεις  εκατομμυρίων, εις το λαχανοπάζαρο κηπουροί και οπωροπώλαι παίζουν πόκερ, πυργοδέσποιναι του Αγίου Φίλιππα δίδουν απογευματινάς με μπρίτζ, η χυδαία πασέτα κατεδιώχθη και από αυτούς τους ευέλπιδας του μπαρμπουτιού, οίτινες προτιμούν το Ραμί και το Κουν-καν».

«Πολιτεία», 1929, Γ. Ασπρέας