Τα καμώματα των «σοφών» που πλημμύρισαν την παλιά Αθήνα

«Ο νεοέλλην –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- νομίζει πάντοτε, από τον καιρόν που θα γεννηθή, ότι είνε διανοούμενος άνθρωπος. Και όταν μάθη εις το σχολείον ή εις το Πανεπιστήμιον ωρισμένα πράγματα και συνήθως πριν τα μάθη καλώς, αισθάνεται την ανάγκην –όχι βεβαίως από αλτρουϊσμόν, αλλά από επίδειξιν- να τα μεταδώση εις τους άλλους και εί δυνατόν εις ολόκληρον την ανθρωπότητα. Επικαλούμαι σχετικώς την μαρτυρίαν των διευθυντών και αρχισυντακτών των Ελληνικών εφημερίδων, οι οποίοι υφίστανται κάθε μέρα τα αποτελέσματα του νεοελληνικού αυτού ελαττώματος.

Οι δυστυχείς αυτοί συνάδελφοι, μόλις μεταβούν εις τα γραφεία των, θα συναντήσουν εκεί ή θα δεχθούν αργότερον πολλούς νεοέλληνας σοφούς, επιμένοντας μετά πείσματος ή παρακαλούντας θερμώς τα εξής:

-Κύριε διευθυντά. Σας έφερα ένα θαυμάσιον άρθρον το οποίον θα κάμη εξαιρετικήν εντύπωσιν. Θα διαβασθή από χιλιάδας ανθρώπων και θ’ αυξήση συνεπώς την κυκλοφορίαν της εφημερίδος σας.

-Και δια ποίον ζήτημα ομιλείτε εις το άρθρον σας αυτό;

-Δια την πολιτικήν και κοινωνικήν μεταρρύθμισιν.

-Και τι έχετε σπουδάσει; Είσθε ειδικός;

-Εσπούδασα… θεολόγος. Αλλ’ είμαι ειδικός δια το ζήτημα που γράφω. Έχω διαβάσει πολλά σχετικά βιβλία εν… μεταφράσει. Δεν γνωρίζω δυστυχώς καμμίαν γλώσσαν ευρωπαϊκήν. Εάν εγνώριζα ασφαλώς το άρθρον μου θα ήτο σπουδαιότερον!

Ο αρχισυντάκτης ή ο διεθυντής της εφημερίδας δια να σωθή από τον αυθόρμητον και ενοχλητικόν επισκέπτην και «συνεργάτην» του ζητεί τα χειρόγραφα δια να τα διαβάση αργότερον με προσοχήν.

Ο αυθόρμητος «συνεργάτης» προθυμότατος και με μειδίαμα χαράς και ικανοποιήσεως εις τα χείλη, διότι ανεγνωρίσθη κατ’ αρχήν η σοφία του, αρχίζει να εξάγη από όλες τις τσέπες του τα χειρόγραφα του άρθρου του, τα οποία τοποθετεί επί του γραφείου μετά «φόβου θεού». Αλλ’ εν τω μεταξύ εξαφανίζεται όπισθεν του όγκου των ο … αρχισυντάκτης και ο διευθυντής!

Που οδηγεί η απελπισία

Η ίδια κωμωδία επαναλαμβάνεται συνεχώς έως ότου παρελάσουν όλοι οι αναμένοντες έξωθι του γραφείου σοφοί. Οι ιατροί, οι οποίοι γράφουν δια τας διαφόρους θρησκείας της γής. Οι δικηγόροι, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι πρέπει να λέγωμεν την αλήθειαν. Οι χρηματισταί, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ο Ελληνικός Λαός πρέπει να επιδοθή εις εργασίας παραγωγικάς. Και παρελαύνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι προ του αρχισυντάκτου ή του διευθυντού με την σειράν της αφίξεώς των. Και τι γίνεται; Οι δυστυχείς αυτοί συνάδελφοι ζαλίζονται από τας μωράς σοφίας που ακούουν συνεχώς και τακτικώς και αδυνατούν να εργασθούν εις το γραφείον των, το μεταβληθέν εις πραγματικήν αποθήκην χάρτου.

Την επομένην οι αυθόρμητοι επισκέπται και «συνεργάται» διέρχονται από το γραφείον με το πανομοιότυπον ερώτημα:

-Γιατί δεν εδημοσιεύθη το άρθρον εις το χθεσινόν φύλλον; Θα δημοσιευθή αύριον;

Ο αρχισυντάκτης ή ο διευθυντής της εφημερίδας δια να μη δυσαρεστήσουν τους σοφούς οι οποίοι πιθανόν είνε αναγνώσται των εφημερίδων των υπόσχονται συνεχώς ότι θα δημοσιευθή κάποτε. Εννοείται μέχρις ότου εξαντληθή η υπομονή των. Τότε παύουν πλέον  αι υποσχέσεις των αρχισυντακτών και αι επισκέψεις των «συνεργατών», οι οποίοι δια να μη απολεσθή το προϊόν της σοφίας των παραλαμβάνουν τα χειρόγραφα και απέρχονται με το ενδόμυχον παράπονον ότι δεν επέτυχον του σκοπού των προς ζημίαν της ανθρωπότητος.

Αλλ’ οι νεοέλληνες διανοούμενοι δεν απελπίζονται. Την επομένην επισκέπτονται τον αρχισυντάκτην της εφημερίδος με έν φύλλον χάρτου ανά χείρας και με την θερμήν παράκλησιν να δημοσιευθή το περιεχόμενόν του, το οποίον άλλως τε είνε τόσον σύντομον.

Και δημοσιεύεται την φοράν αυτήν την επομένην ημέραν. Οι δε αναγνώσται των εφημερίδων διαβάζουν:

«Σήμερον και ώραν 6 μ.μ. θα ομιλήση εις την αίθουσαν των «Αστέγων» ο θεολόγος ιεροκήρυξ κ. Γ. Φλυαρίδης με θέμα: «Η πολιτική και η κοινωνιολογία δεν είνε επιστήμαι. Αι γνώμαι του Αποστόλου Παύλου και των λοιπών Αγίων περί κοινωνικής και πολιτικής ζωής των λαών». Αι εισπράξεις θα διατεθούν υπέρ φιλανθρωπικού σκοπού.

Το φιλομαθές κοινόν, μετά την δημοσίευσιν της μικράς αυτής πληροφορίας σπεύδει αμέσως εις την διάλεξιν δια να υποστή τα δεινά, τα οποία του προητοίμασεν η ευπιστία του και η ακράτητος φιλομάθειά του.

Πώς γίνεται μία διάλεξις

Η αίθουσα των «Αστέγων» είνε τώρα πλήρης φιλομαθών, διψώντων να ακούσουν το ταχύτερον τον ευφραδή και πολυμαθή –όπως διαδίδεται τουλάχιστον γύρω του- ρήτορα.

Η ώρα επί τέλους έφθασε. Να το παιδί της υπηρεσίας το οποίον μεταφέρει επ’ ώμου τα χειρόγραφα του ομιλητού.

Οι έξυπνοι  και οι λογικοί επί τη θέα του μεταφερομένου όγκου των χειρογράφων απέρχονται. Οι αφελείς και οι κουτοί παραμένουν εις τας θέσεις των, δια να υποστούν τα επικείμενα μαρτύρια.

Η αίθουσα και μετά την αναχώρησιν των προβλεπτικών και λογικών ακροατών είνε σχεδόν πλήρης! Όπου αποδεικνύεται ότι είμεθα έξυπνος λαός αφού το λέμε τακτικά και το σπουδαιότερον το πιστεύομεν ακραδάντως!

Αλλ’ ας παρακολουθήσωμεν τον ρήτορά μας, ο οποίος αφηνίασεν εν τω μεταξύ επί του βήματος. Και ακούσατέ τον:

-Δεν υπάρχει εις την γήν κανείς άνθρωπος ο οποίος να έχη την δύναμιν και το ανάστημα να αμφισβητήση τα σοφά ρήματα του Χριστού, τα οποία γνωρίζει και πιστεύει όλη η ανθρωπότης. Και εν τούτοις ανεφάνησαν τελευταίως άνθρωποι, οι οποίοι υποστηρίζουν με ψευδή επιχειρήματα, ψευδών και ανυπάρκτων επιστημών, της κοινωνιολογίας και της πολιτικής ότι ο Χριστός…

-Ζήτω ο Χριστός!

-Κάτω οι άπιστοι και παληάνθρωποι!

Ο ρήτωρ κατά την στιγμήν αυτήν που εκσπά το ηφαίστειον των επιδοκιμασιών και αποδοκιμασιών των ακροατών, προσπαθεί να πιή λίγο νερό δια να δροσίση τον λάρυγγά του. Αλλά το ποτήρι και το νερό επήγαν προ πολλού… περίπατον. Όταν ο ρήτωρ ευρίσκετο εις το ακράτητον ρητορικόν του οίστρον!

Η γλώσσα του ρήτορος μεταβάλλεται συν τω χρόνω εις καταρράκτην αληθινόν. Χιλιάδες λέξεων εξέρχονται από το στόμα του, κάθε δύο-τρία λεπτά. Αλλά δεν υπάρχει ελπίς να τελειώση η διάλεξη ποτέ. Μόλις ανεγνώσθησαν εντός δύο ωρών το έν τέταρτον των χειρογράφων της διαλέξεως.

Ο ρήτωρ ασφαλώς, πριν τελειώσει ακόμη την ομιλίαν του, την στιγμήν που θα κουρασθή πολύ, θα αποκτήση πείραν πικράν. Θα μάθη επί τέλους να μη επαναλάβη το ίδιον αμάρτημα. Συγχρόνως οι ακροαταί του θα γίνουν σοφώτεροι, όχι από όσα ήκουσαν, αλλά από όσα υπέστησαν. Και όταν θα διαβάζουν στην εφημερίδα την μικράν αγγελίαν διαλέξεως, θα έρχεται εις το μυαλό των η φράσις: «Ουκ ανδρός σοφού το δις εξαμαρτείν». Και θα παραμένουν εις τα γραφεία και εις τα σπήτια των δια να διαθέσουν τον χρόνον των εις άλλην καλλιτέραν πνευματικήν ενασχόλησιν.

Αλλά δεν πρέπει –θα μου πή ο αναγνώστης μου- να φθάσης εις τα συμπεράσματα αυτά. Θα γίνωνται καθ’ ημέραν παρόμοιαι διαλέξεις, ασχολούμεναι περί ανέμων και υδάτων, και εν τούτοις θα έχουν πάντοτε ακροατάς. Και τους ίδιους πολλές φορές! Ποιος μπορεί να διαψεύση την απάντησιν του αναγνώστου μου; Κανείς ασφαλώς. Αρκεί να προσέξωμεν καλώς την ψυχοσύνθεσιν και την διανοητικότητα του νεοέλληνος ομιλητού και ακροατού. Και δεν είνε δύσκολον αυτό. Εξ ιδίων ας κρίνωμεν τα αλλότρια. Είνε η ασφαλεστέρα μέθοδος…

Μία κωμωδία εκ του φυσικού

Οι ακροαταί, όσοι παρακολουθούν μερικάς διαλέξεις, μπορούν πλήρως να δικαιολογηθούν όταν σας πούν:

-Κύριε, παρακολουθούμεν τας ανοήτους διαλέξεις διά να ευθυμούμεν και να διασκεδάζωμεν. Πού μπορείς να δής αλλού κωμωδίαν εκ του φυσικού; Πουθενά.

Το επιχείρημα αυτό είνε αληθινόν και αδιάψευστον.

Αλλά ποίαν δικαιολογίαν θα προβάλουν οι άνθρωποι οι οποίοι παρακολουθούν τις μικρές και κουραστικές διαλέξεις πραγματικών σοφών; Καμμίαν ασφαλώς. Εκτός εάν ισχυρισθούν ότι πηγαίνουν –πράγμα που γίνεται συνήθως πάντοτε εις παρομοίας κουραστικάς διαλέξεις-  δια να … κοιμηθούν και δια να τιμήσουν δια της παρουσίας των τον ομιλητήν.

Και τι γίνεται; Το μισό ακροατήριο κοιμάται βαθύτατα και το άλλο μισό μετρά με καρδιοκτύπι τας σελίδας της διαλέξεως που απέμεναν επί του βήματος χωρίς να αναγνωσθούν.

Και τίθεται τώρα το ερώτημα: Ποίον προορισμόν έχουν αι διαλέξεις εις την Ελλάδα; Χωρίς να σκεφθήτε καθόλου δώσατε την απάντησιν αυτήν: Κανένα πρακτικόν προορισμόν.

Αι διαλέξεις δίδουν συνήθως την ευκαιρίαν εις μερικούς ανθρώπους να φαίνωνται σοφοί και πολυμαθείς –εν ώ πράγματι δεν είνε- και εις άλλους να εκτελούν μίαν κοινωνικήν φιλοφρόνησιν με το απαραίτητο κέρδος: Να φαίνωνται και αυτοί ως φιλομαθείς. Άλλως τε αυτό το απαιτεί η νεοελληνική ψυχοσύνθεσίς μας η οποία μας αναγκάζει να αυταπατώμεθα και να απατώμεν και τους άλλους μαζί.

Μερικοί αναγνώσται μου θα μου απαντήσουν ασφαλώς ότι δεν έχω απόλυτον δίκαιον, και θα μου πούν:

-Αι διαλέξεις γίνονται δια να διαφωτίζεται το Κοινόν που δεν έχει βιβλία και που δεν έτυχε ανωτέρας ή και εγκυκλοπαιδικής μορφώσεως.

Και ερωτώ και εγώ με την σειρά μου:

-Ποιος νεοέλλην κύριοι δεν είνε σοφός; Και ποιος νεοέλλην θα παρακολουθήση διάλεξιν, όταν θα του πήτε ότι θα τον διδάξετε;».

Ημερήσιος Τύπος, 1929, υπογράφει «Ο Σταρ»