Ποιητικό δειγματολόγιο

Αν κάτι δεν έλειψε ποτέ στην Παλιά Αθήνα, ήταν η Ποίηση. Οι πρόγονοί μας «τώχανε» με τα έμμετρα και τα ρομαντικά. Αυτή, βέβαια, η πλουραλιστική ενασχόληση, δεν συνηγορούσε πάντα με την ποιότητα των στίχων, όπως καταδεικνύει η παρακάτω καυστική κριτική: 

«Ενώ είχαμε απελπισθή ότι δεν συνεχίζονται επί των ημερών μας αι ωραίαι φιλολογικαί παραδόσεις της Επτανησιακής Σχολής, ιδού ο κ. Σ. Λ. Καββαδίας εξ Αργυράδων Κερκύρας ερχόμενος, όχι αυτοπροσώπως ευτυχώς, όστις μας δίδει θετικάς περί του αντιθέτου πληροφορίας διά μίας τριπτύχου ποιητικής του συλλογής υπό τον μετριόφρονα τίτλον: «Ποιητικό δειγματολόγιο».

Θα ήθελα να παρουσιάσω τον εύελπιν ποιητήν εις τους αναγνώστας της εφημερίδος με μικράν ανάλυσιν του ποιήματός του, το τιτλοφορούμενον:

«Άχ Κοντέσσα…»

Είνε το πρώτο. Να ειπούμε ο πρόλογος της εισαγωγής του προοιμίου. Το ΄Αχ, εκείνο δεν είνε πλεονασμός. Χρειάζεται και διά τον ποιητήν και διά τους αναγνώστας του, οι οποίοι πρέπει να πληροφορηθούν ότι χάρις εις την σκληρότητα και την λησμοσύνην της Κοντέσσας απέκτησεν η ποίησίς μας τον κατωτέρω Σαικσπήρειον αυτοερωταποκριτικόν μονόλογον. Λοιπόν:

Άχ Κοντέσσα,
Μέσ’ το Ποντικονήσι κάποιο βράδυ
Θερινό, που είχε βαρύ σκοτάδι
Εκεί σε γνώρισα δεν ειν’ αλήθεια;

Και επειδή η επιλήσμων Κοντέσσα δεν σπεύδει και ενώπιον των αναγνωστών του συμπαθεστάτου ποιητού να επιβεβαιώση τα ανωτέρω, ο φοιβόληπτος μουσοπόλος συνεχίζει τας δημοσίας πλέον υπομνηστικάς αποκαλύψεις:

Πούρθες και μούπεσες πάνω στα στήθεια
(Καμμιά απάντησις ακόμη! Καμμιά διασάφησις!)
Και μου ωρκίσθηκες στην εκκλησία
Κοντέσσα, ότι με κάθε θυσία
Θέ να με κάμης για πάντα δικόν σου
Και ας μη συναινεί ο αδελφός σου

Εδώ εις το σημείον αυτό της αποκαλύψεως περί τυχόν μη συναινέσεως του αδελφού θα ημπορούσε να υποθέση κανείς ότι ηπειλήθη να προκληθή δράμα τιμής –της τιμής του αδελφού- και ανάλογος ποίησις. Αλλ’ ο αδελφός, ο Κόντες, μένει αδιάφορος και ο ποιητής συνεχίζει όχι μόνον ερωτικώ, αλλά μάλλον ερωτηματικώ τω τρόπω, την υπομνηστικήν του ποίησιν…

Κι έν άλλο βράδυ
Στο Αχίλλειο μέσα εκεί στα δένδρα,
Ωραία Κοντέσσα

(Αλλ’ ούτε εις το συγκεκριμένον αυτό σημείον της υπομνηστικής ερωτήσεως η Κοντέσσα συναινεί να ομολογήση και έτσι ο ποιητής προβαίνει αμέσως εις το σκανδαλωδέστερον σημείον της αποκαλύψεως)

Όπου τ’ αηδόνι άρχισε να λαλή
Εκεί δεν μούδωσες το πρώτο φιλί;
Μπά εκεί του τώδωσε; Και δεν το λέει;

Αλλ’ ο ντιλιτζέντε ποιητής σαν συναισθανόμενος ολίγον την σκληρότητά του για την κοινολόγηση του σκανδάλου καταστρέφει το –αρκετά ήδη κατεστραμμένον- ποίημά του με τους εξής παραπονολογικούς στίχους:

Και στην Παληοκαστρίτσα μια άλλη φορά
Μούπες πως είμαι για σε μια χαρά
(Του το είπε λοιπόν ότι είνε μια χαρά, τι άλλο θέλει;)
Άχ, γιατί πήρες φαρμάκι παρθένα,
Είχες κανά παράπονο από μένα;

Στο τελευταίον αυτό ερώτημα ας μας επιτρέψη ο ειλικρινής ποιητής να μη συμφωνήσωμε μαζί του. Κατόπιν όλων των ανωτέρω πώς να μη έχη παράπονον η ωραία Κοντέσσα και να μη δηλητηριασθή έστω και με δίσκια κινίνης;

Το μόνον διά το οποίον είνε υπεύθυνος η Κοντέσσα είνε το γεγονός ότι ενέπνευσε εις τον συμπαθή ποιητήν το ωραιότατον αυτό ¨Ποιητικό του δειγματολόγιο». Εις την ευγενή εμπνεύστρια μπορούν και οι αναγνώσται να της απευθύνουν και αυτοί το ίδιο παράπονο:

«Αχ κακούργα Κοντέσσα».

Από την στήλη «Αθηναϊκοί Περίπατοι» του Δημήτρη Λαμπίκη στην εφημερίδα «Πατρίς», 1935