Κάπελα! Πιάσε τέσσερα γυαλιά καθαρά και μισή οκά

                        Κρασί, σε νοιώθω μέσα μου
                        Και η δύναμί μου ανάφτει

                        Μεσ' στις χρυσές τις σπίθες σου
                        Βλέπω το Νου που αστράφτει.

                        Η σκέψι εγεννήθηκε
                        σε ουράνια μεθύσια

                        Μόνο όποιος τρικλίζει
                        περπατάει ίσια...

«Χαρά Θεού το ταβερνάκι αυτή την εποχή. Προ πάντων το ταβερνάκι της Πλάκας … Τραπεζάκια απ’ έξω από το μαγαζί, ρωμαντζίτσα, δροσούλα Παρθενωνική, φεγγαράκι, παρεΐτσα, ασπασμοί των αγγέλων προς τα αστέργια… Το καλλίτερο ρωμαίικο γλέντι…

Η αγγουροντοματοσαλάτα στο φόρτε της, με την αντράκλα και το γλυκαδάκι της, αναλαμβάνει ν’ ανοίξη την όρεξιν, έρχεται το γιουβετσάκι ή τα μεζεδάκια λαδορίγανι και κατόπι η μισές που πάνε κι’ έρχονται σαν υπουργικά αυτοκίνητα…

Κι αρχίζει μετά το φαγοπότι, όταν ο στόμαχος γίνη τέζα και ταρατσοποιηθή, η κανταδίτσα… Όλα τα μεράκια, οι πόνοι, οι καϋμοί, ο «χωρισμός της», η «απονιά της», «μακράν κι’ αν είσαι», «ψεύτη κόσμε ντουνιά», «φτώχεια».

Ε ρε! Μετά την αναστάτωση, δεν είν’ αυτή κατάσταση, κι’ όλες η πληγές κείνη την ώρα με την κανταδίτσα ανοίγουνε, για να πλυθούνε με τη ρετσίνα, βάλσαμο να γιάνουνε:

                      Εσύ ρε, είσαι μια θεία συνταγή.
                      για τις αρρώστειες όλες πούχουμε στη γη

                      πνίγεις μεράκια, διώχνεις φαρμάκια
                      και θεραπεύεις κάθε ερωτοπληγή…

Κατόπιν αρχίζει η συζήτηση, η πολιτική και η ερωτική με ζηλοτυπίες, προσβέλνεται ένας από την παρέα… ακολουθάει τσούγκρισμα, καναδυό καρεκλιές, αναποδογύρισμα του τραπεζιού… και κατόπι… συμφιλίωση. Σε λιγάκι…

-Γκαρσόν! Φέρε ρε, τέσσερα γυαλιά καθαρά και μισή οκά.

Έρχονται τα γυαλιά, έρχεται η μισή, γεμίζουν τα γυαλιά και τσουγκρίζουνε τα ποτήρια να ξεχαστή το προηγούμενο τσούγκρισμα. Άλλη μια μισή κατόπι και η παρέα είνε εν τάξει.

-Κύριοι, έντεκα η ώρα… Σφαλάμε… Δεν έχει άλλο κρασί!… (ακούεται η φωνή του κάπελα). Αν μας πάρη μυρωδιά κάνας πολιτζμάνος θα μας κόψη πρόστιμο!...

Και η παρέα πούχει γίνει όλη Νοέμβριος στο μεθύσι βλαστημάει την ώρα και τη στιγμή…».

(«Βραδυνή», 1929 )