Φτωχοσυνοικίες

Καρεκλίτσες, σκαμνάκια και κάθε βράδυ να αναπνέει ένας ολόκληρος λαός…

"Οι αγαπώντες την "αγίαν απλότητα" και τον αγροτισμόν
πολλάς θα εύρωσιν αφορμάς να ευχαριστηθώσι διερχόμενοι
την οδόν Αδριανού και τας παρακειμένας στενωπούς.
Πάσα αυτής αυλή είνε, ως ήδη είπομεν, μικροσκοπικόν
τεμάχιον εξοχής. Πλην των δένδρων, της αμπέλου,
της βρύσεως, του όνου, της αιγός, των ορνίθων, των χηνών
και των παιδαρίων, κοσμούσι αυτήν περί το εσπέρας
φαιδροί όμιλοι γυναικών πάσης ηλικίας, καθημένων εις τα
σκαλοπάτια της εσωτερικής κλίμακος ή επί χαμηλών σκαμνίων,
υπό την σκιάν της πλατάνου ή της μορέας".

         (Εμμ.Ροΐδης, 1896)

«Φτωχούλες συνοικίες! Έχετε και σείς το Ζάππειόν σας, το Φάληρόν σας, την Κηφισσιάν σας, κατά τους θερμούς αυτούς θερινούς μήνες. Όλα αυτά μαζί και πολλά ακόμη, είνε το στενόν, μικρόν πεζοδρόμιον σας, όπου δροσίζεσθε τας εσπερινάς ώρας έως τα μεσάνυκτα.

Ευλογημένη οπωσούν να είνε η Αρχιτεκτονική των Αθηνών, η οποία αφήκε 25 εκατοστά πεζοδρόμιον εις τους συνοικιακούς δρόμους. Εις τον ελάχιστον αυτόν χώρον τοποθετούνται κάθε βράδυ καρεκλίτσες, σκαμνάκια και αναπνέει ένας ολόκληρος λαός. Γρηούλες, γέροι, γυναικούλες, κοριτσάκια, παιδάκια αποτελούν πυκνούς ομίλους. Κάθηνται όλοι πολύ κοντά ο ένας εις τον άλλον, γιατί αι λαϊκαί οικογένειαι είνε πολυμελείς και το αθηναϊκόν πεζοδρόμιον στενόχωρον, όπως τα οικονομικά των λαϊκών οικογενειών.

Υπέρ τας στέγας των σπιτιών φαίνεται ένα κομματάκι γαλακτώδους ουρανού, κεντημένον με ολίγα άστρα. Ποία ευδαιμονία! Όταν δε περνά από την γωνίαν εκεί απάνω το φεγγάρι, ο δροσιζόμενος συνοικιακός δρόμος έχει πλέον φωταψίαν. Τα παιδάκια ζωηρεύουν και αρχίζουν τα παιχνίδια εις τον δρόμον, ωσάν να ήταν ημέρα. Και τα κορίτσια, με όλην την κούρασιν που έχει φέρη εις αυτά μία κουραστική, θερμή, εκνευριστική θερινή εργατική ημέρα, αισθάνονται την ανάγκην της χαράς του άσματος και τραγουδούν.

Το τι τραγουδούν είνε αδιάφορον. Τον μπεκρήν, την Σαμιώτισσαν ή την πήττα την οποίαν έφαγε ο σπανός. Το κύριον είνε ότι ξεθυμαίνουν, αναδροσίζονται, νοιώθουν ελαφρόν το νεανικόν αίμα των εις τας φλέβας των από το κοινόν τραγουδάκι, που ανεβαίνει απαλά εις τον βραδυνόν ουρανόν.

Ποίον συμπαθητικόν θέαμα αυτή η θερινή νυχτερινή συνάθροισις των ανθρώπων της συνοικίας προ των θυρών των, των παραθύρων των, απ’ όπου έρχεται η ασθενής λάμψις της κανδήλας που καίει προ του εικονοστασίου.

‘Οσας φροντίδας και όσα βάσανα και αν έχουν οι κάτοικοι της συνοικίας δεν λησμονούν τους αγίους των. Το κανδήλι των προ των μαυρισμένων, κιτρινισμένων, σκυθρωπών αγίων μορφών καίει, όπως η ελπίς εις την καρδίαν των δια την πικρήν αυτήν ζωήν, ότι είνε δυνατόν να γίνη ποτέ καλλιτέρα.

***

Και εις τον βραδυνόν δρόμον λύονται αι γλώσσαι των ξεκουραζομένων απλοϊκών ανθρώπων. Ομιλούν δια τας υποθέσεις των, τας εργασίας των, τα βάσανά των. Πολύ ταπεινά, κοινά και ασήμαντα πράγματα, αλλά τόσον ενδιαφέροντα τους συνομιλητάς και τούτο είνε το σπουδαιότερον.

Ο κόσμος είνε ο εαυτός μας και ίσως δεν είνε άδικος. Η Κατίνα αγόρασε σήμερα ένα ζευγάρι άσπρα παπούτσια. Όχι δα; Βέβαια. Τα επήρε από την οδόν Αιόλου. Και αν ακόμη δεν είχε γίνη ο παγκόσμιος πόλεμος θα ήρκει το γεγονός της αγοράς των λευκών παπουτσιών την Κατινίτσας, δια να κινήση ζωηρόν το ενδιαφέρον της δροσιζομένης το βράδυ συνοικίας.

Αλλά που είνε την, λοιπόν, η Κατινίτσα; Πρέπει να δούμε τα άσπρα της παπούτσια. «Να τηνε, καλέ Κατινίτσα, κορίτσι μου, για έλα από εδώ. Η κυρά Ελένη θέλει να δή τα καινούργια σου παπούτσια». Και η Κατινούλα προσέρχεται καμαρωτή, στηριζομένη εις τον βραχίονα μιας άλλης νεανίδος, με την οποίαν βαδίζει απάνω, κάτω, αργά και έχει ψιλήν κουβεντούλαν. Επιδεικνύει με φιλαρέσκειαν τα καινούργια παπουτσάκια του, κάτω από το τσίτινον φορεματάκι. Όλαι και όλοι τα θαυμάζουν και ο δροσιζόμενος επίσης απόστρατος ανθυπασπιστής βρίσκει ότι τα υποδήμτα είνε σίκ.

-Με την υγεία σου, Κατινούλα … Και με έναν καλόν γαμπρόν.

Η Κατινούλα ευχαριστεί και συνεχίζει τας βραδείας βόλτας της με την φίλην της, ενώ τα καινούργια παπουτσάκια της τρίζουν και τα μάτια της λάμπουν από μίαν προσδοκίαν, -την αιωνίαν προσδοκίαν της κόρης των συνοικιών, ότι ένα πριγκηπόπουλον θα έλθη με αυτοκίνητον να της προσφέρη την καρδιάν του και το πριγκηπάτον του.

Χαρωπά λάμπουν τα ολίγα αστεράκια εις το ορατόν του γαλακτώδους ουρανού επάνω από τα πανάθλια σπίτια της αθηναϊκής συνοικίας».

«Ακρόπολις», 1932, «Ο Πολυντώρ»