Ταβέρνες, ταβέρνες, ταβέρνες
Πίνε πίνε ως τον πάτο
Το ξανθό το ρετσινάτο
Έξω έξω το μαράζι
Όποιος πίνει δεν στενάζει
Οκτώβριος, μήνας αφιερωμένος στο κρασί και την παραδοσιακή ταβέρνα. Ένα μικρό αφιέρωμα-ύμνος, δανεισμένο από την «Βραδυνή» (1940).
«Τις μετρήσατε; Είνε περισσότερες από τα θέατρα και τους κινηματογράφους. Ταβέρνες, ταβέρνες, ταβέρνες. Και κάθε μέρα ξεφυτρώνει και από μία. Αυτό σημαίνει πώς το κρασί ξεπέρασε το νερό, και πώς το νερό έχασε την υπόληψί του. Σ’ αυτό ίσως να οφείλεται και η λειψυδρία. Ντρέπεται να βρέξη. Σε λίγο θα εκτοπισθή και από το λουτρό. Οι Αθηναίοι και οι Αθηναίες θα παίρνουν το μπάνιο τους σ’ ένα βαρέλι με γνήσια ρετσίνα των Μεσογείων. Τα κρασόλουτρα θα διατάσσωνται ακόμα και από τους γιατρούς.
Βάσανα, πίκρες, καϋμοί, όλα ξεχνιούνται με το κρασάκι. Αυτό δίνει τη λήθη και τη λησμονιά. Αυτό μεταφέρει για λίγες ώρες σε κόσμους ονείρων, και αυτό κάνει να λησμονιούνται φτώχεια, ανάγκες βασανιστικές και πόνοι ανυπόφοροι. Γι’ αυτό έχει και λάτρεις αφοσιωμένους μέχρι θανάτου.
Κάθε βράδυ χωρίς διακοπήν μέσα εις τα ταβερνάκια της Πλάκας ή όπου αλλού, άνθρωποι με το ποτήρι εις το χερι πίνουν, πίνουν, πίνουν. Και εννοούν να πίνουν μέχρι… τάφου.
Ρετσίνα μου, ρετσίνα μου
Μαζύ σου θα πεθάνω
Του κόσμου όλα τα καλά
Μπροστά σου δεν θα βάνω
Ποια λοιπόν επίγειος ερωμένη έχει τόσον φανατικούς εραστάς;
Κρασοκατάνυξις πέρα-πέρα. Και να συλλογίζεται κανείς ότι εδώ και λίγα χρόνια ακόμα, η ταβέρνα ήταν ο όχλος, η πρόστυχη συνήθεια, η «κακή έξις» και το χειρότερο συστατικό. Όταν θέλανε να πούνε για ένα άνθρωπο πώς ήταν από τον υπόκοσμο, λέγανε, μ’ ένα τρόπο πού έδειχνε την πιο μεγάλη περιφρόνησι: «Άνθρωπος της ταβέρνας». Ήλθε όμως η μόδα και ο κατηγορούμενος ηθωώθη πανηγυρικώς.
Ο άνθρωπος της ταβέρνας είνε σήμερα ο πιο σίκ και ο πιο συγχρονισμένος τύπος. Και γιατί να μην είνε;».