Η Ασπασώ ετοιμάζεται για επίσκεψη

«Η Αθηναία που δεν ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια σπάνια έβγαινε έξω. Όλη η ζωή της περιοριζόταν στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού της, στο νοικοκυριό της, στον άντρα της, στα παιδιά της· και φυσικά, όταν έβγαινε, θα συνοδευόταν από το σύζυγό της.


Η έξοδος από το σπίτι είχε πάντα συγκεκριμένο σκοπό. Ο σκοπός αυτής της εξόδου έπαιρνε επίσημο χαρακτήρα κατά τη σχετική αναγγελία-ανακοίνωση του Μεγάλου Αφέντη, συνήθως 3 ημέρες νωρίτερα, για να προλάβουν να γίνουν και οι σχετικές προετοιμασίες.

«Ασπασώ μου, αντιμεθαύριον, ημέραν της εορτής του Aγίου Δημητρίου, την μεν πρωίαν θα μεταβώμεν οικογενειακώς εις την Θείαν Λειτουργίαν της Εκκλησίας του Ψυρρή, όπου εορτάζει ο Άγιος. Η χάρις του βοήθειά μας. Μετά θα κάνωμε τον περίπατό μας. Το δε απόγευμα θα επισκεφθώμεν κατ’ οίκον τον σεβαστόν θείον μας Δημήτριον και άλλους εορτάζοντας συγγενείς και φίλους».

Η κυρ Ασπασώ άρχιζε αμέσως τις προετοιμασίες για την «έξοδο». Θα φρεσκάριζε με «τσουένι» κι έπειτα θα σιδέρωνε τη «ρεντεγκότα» του συζύγου της, του κυρ Θανάση. Καθώς και το δικό της φόρεμα, το οποίον ήταν μακρύ με ουρά, η δε φούστα του σκέπαζε εντελώς κι αυτές ακόμα τις μύτες των παπουτσιών της.

Ετοίμαζε κατόπιν τα ψηλά της υποδήματα, που φθάναν σχεδόν ως το γόνατο κι έδεναν με μακριά κορδόνια. Του αντρός της τα «στιβάλια» είχαν λάστιχο στα πλάγια κι έμπαιναν με μεγάλη ευκολία. Την εποχή εκείνη, ο μεν σύζυγος θα φόραγε στην έξοδό του για καλό καπέλλο το σκληρό ημίψηλο «Μιραμπώ». Η δε γυναίκα του ένα καστόρινο «πανέρι» στολισμένο με λουλούδια, φτερά ή πουλιά βαλσαμωμένα.

Εκείνο όμως που αποτελούσε τότε αληθινή μυσταγωγία ήταν το χτένισμά της. Αποβραδίς θα κατσάρωνε τα μαλλιά της με ειδικό σίδερο ή με κορδελλάκια βρέχοντάς τα. Μερικές αθηναίες δέσποινες στόλιζαν το πρόσωπό τους με τις σχετικές αφέλειες, κατσαρώνοντάς τες μία μία και κολλώντας τες με γόμα στο μέτωπό τους για να μη χαλάσουν. Αλλά κι ο κύριος δεν πήγαινε πίσω. Από το βράδυ θα σιδέρωνε το μουστάκι του, ώστε να του δώσει τον τόνο που του άρεσε, θα του έβαζε «μαντέκα» κι έπειτα τη νύχτα θα κοιμόταν με το «μουστακοδέτη».

Επειδή το φτιασίδι ήταν τότε άγνωστο, μερικές κοκκέτες κυρίες της Παλιάς Αθήνας συνήθιζαν να δένουν το βράδυ στα μάγουλά τους μπιφτέκια από ωμό κρέας, για να φρεσκαριστεί το δέρμα τους. Εννοείται, βέβαια, πως αυτό γινόταν στα κρυφά και με προφύλαξη. Έλεγαν ότι έδεσαν τα μάγουλά τους με ένα μεγάλο μαντίλι, γιατί τις είχε πιάσει πονόδοντος! Αφού δεν υπήρχαν στην παλιά Αθήνα κομμωτήρια κυριών και «Ενστιτί ντε μποτέ», καταφεύγανε οι καημένες σε άλλα πρακτικά «μαντζούνια»!

Το πρωί θα άρχιζε η κυρία τις τελευταίες ετοιμασίες της εξόδου. Θα έβαζε πρώτα τον πελώριο εκείνο κορσέ με τις μπανέλλες, που για να τον σφίξη με τα μακριά κορδόνια του χρειαζόταν πολλή ώρα. Πέρναγε λοιπόν τις άκρες των κορδονιών σε ένα στερεό πόμολο και κατόπιν άρχιζε η ίδια να στριφογυρίζει και να απομακρύνεται, έως ότου σφιχτεί ο κορσές της και μικρύνει η μέση της. Έπειτα θα έδενε πίσω από την «τάγια» της το «τουρνούρι». Τότε η λεπτή μέση εθεωρείτο το άκρον άωτον της σωματικής ομορφιάς.

Στις βίζιτες, εκτός από τα τραταρίσματα, υπήρχε παλιά συνήθεια να φιλεύουν τους επισκέπτες και με γλυκά για το σπίτι τους. Με μερικά π.χ. κομμάτια «μπουρέκι», γαλατομπούρικο, τα οποία οι μεν άνθρωποι του λαού τα μεταφέρανε βάζοντάς τα στο μαντίλι τους, οι δε καλής τάξεως έλεγαν: «Τραταριστήκαμε αρκετά. Παρακαλούμε, μην ενοχλήσθε» κ.λ.π. Στο τέλος, όμως, έπαιρναν κι αυτοί τα γλυκίσματα μαζί τους σ’ ένα μικρό δέμα».

(Β. Αττικού, Εύθυμα διηγήματα της Παληάς Αθήνας, τόμος Β´)