Καφέ Σαντάν-Πάρτε σπαρταριστή εικόνα από μια απίθανη περιγραφή του 1888

H αυθεντική ατμόσφαιρα των café chantant της Αθήνας του 1888, όπως τη μετέφερε ο Θεόδωρος Βελλιανίτης στο «Ετήσιον Ημερολόγιον» του Κωνσταντίνου Σκόκου:

«Οι τρισόλβιοι όσον και αξιοθρήνητοι κάτοικοι της Πρωτευούσης, εννοούν να απολαμβάνωσι  τα θέλγητρα των ωραίων αθηναϊκών νυκτών, αποζημιούμενοι δια το κονισαλέον και καυστικόν μαρτυρολόγιον της ημέρας, εξερχόμενοι αθρόοι ανά τα αυτοσχέδια κέντρα των διασκεδάσεων, του θορύβου, της συγχύσεως και του συναγελασμού δηλαδή των ωδικών καφενείων.

Τα καφενεία ταύτα έχουσι αντί παραθύρων και θυρών μίαν απέραντον και μονοκόμματον είσοδον, ανοιγομένην ως χάσμα σπηλαίου, με τους τοίχους της αιθούσης επιστρωμένους διά χάρτου, με τα βρωμερά δάπεδα και τα ξύλινα τραπέζια, εφ’ ων κολλητικαί ουσίαι σχηματίζουσι μικρούς ρύακας παρασύροντας τρίμματα καπνού.

Μη έχοντες άλλα μέσα ψυχαγωγίας και τέρψεως, τύποι ανθρώπων, ους δεν βλέπει τις μήτε εις την πλατείαν του Συντάγματος, μήτε εις έτερα κέντρα της πρωτευούσης, χάσκουν με ανοικτόν το στόμα προ του αηδεστέρου γυναίου ωδικού καφενείου εβδόμης τάξεως.

Εις τας κατεσκληκυίας αυτάς ιεροδούλους, εις τα μαζεύματα αυτά των τριόδων, οι μουστερήδες (σ.σ. πελάτες) επιδεικνύουσιν την άκραν των εστριμμένων μυστάκων των και ως εν παρατάξει καταλαμβάνουσι τα επί των τοίχων προσκεκολλημένα επιμήκη εδώλια κρούοντες τας ράβδους των και διατάττοντες να ψάλλωσι κατά την αρεσκείαν των αι ως καπνιστοί ιχθείς ισχναί, και ως ανεμόμυλοι περιστρέφουσαι αυταί γαλαί. Όταν δε εκπνεύση από των χειλέων των ο τελευταίος φθόγγος του άσματός των, το καφενείον γίνεται ανάστατον, αι ράβδοι ραγδαίως πίπτουσιν επι των τραπεζών και τα ατελεύτητα bis αντηχούσιν.

Όταν δε τέλος επιτραπή να κατέλθη της εξέδρας η Ιταλίς και δίκην επιτρόπου της εκκλησίας να περιέλθη τα τραπέζια χάριν κερματοσυλλογής, κινδυνεύει εκ των θερμοτέρων τσίμπων να απέλθη κατά το ήμισυ ισχνοτέρα».