Η κηδεία ενός «Θηρίου»

Το «Θηρίο» γεννήθηκε την Καθαρά Δευτέρα του 1885 και τη γέννησή του πανηγύρισε όλη η Αθήνα. Η νέα γραμμή της Εταιρείας Σιδηροδρόμων Αττικής, Αθηνών-Λαυρίου, «με διακλάδωση στο Ηράκλειον προς Αμαρούσιον και Κηφισιάν», είχε την αφετηρία της στην αρχή της Γ΄ Σεπτεμβρίου - πλατεία Λαυρίου, και γύρω απ’αυτήν δημιουργήθηκαν πολλά καφενεία κι εστιατόρια.

Γράφτηκε ότι απετέλεσε σταθμό στην συγκοινωνία του τόπου. Πράγματι. Ολόκληρη η ζωή του «Θηρίου» ήταν ένας διαρκής σταθμός! Σε κάθε βήμα του στάθμευε! Δεν έτρεχε ποτέ. Κυλούσε ήρεμα…

Με τους μαύρους καπνούς που έβγαζε και το μεγάλο θόρυβο που δημιουργούσε, ενώ στην αρχή αντιμετωπίστηκε με δέος κι έκπληξη από τους Αθηναίους, αργότερα έγινε αντικείμενο σαρκασμού. Έτσι, δεν άργησαν να του κολλήσουν το παρατσούκλι «Το Θηρίο» (με αναφορά στο «θηρίο» του Καραγκιόζη). Ακολούθησε και ένα σατυρικό τραγουδάκι:

Μόλις ξεκίνησες προ τριμηνίας
εκ της πλατείας της Ομονοίας

φθάνεις εν μόχθω τε και βασάνω
εις τα Πατήσια ευθύς τα άνω. 

Τότε οργίζεσαι και ασθμαίνεις
και μια βδομάδα στο Ηράκλειο μένεις.

Έπειτα κάνεις ένα γιουρούσι
κι’ αισίως φθάνεις εις το Μαρούσι. 

Κι’ απελπισμένοι σου λέν’ πολλοί:
– Βάλε τουλάχιστον και... βαγκόν-λι.   

Ο επιβάτης κοίταζε από το παράθυρο, απολάμβανε τα τοπία και ευχαριστιότανε ταξίδι. Ξεκινούσε το μεσημέρι με τα λινά του και έφθανε στην Κηφισιά το βράδυ. Αλλά ήταν ντυμένος βραδινά, διότι όταν έφθανε, τα λινά είχαν γίνει μαύρα!

Αφήστε τα άλλα αβαντάζ της βραδυπορίας. Σε ένα ταξίδι με το «Θηρίο», είχε κανείς όλο το τον καιρό να κάμει μίαν κατάκτηση. Άρχιζε το φλερτ στα Πατήσια. Στο Ηράκλειο είχε γνωριστεί και αι σχέσεις είχαν… ωριμάσει! Στο Μαρούσι, ο δεσμός εθεωρείτο παλαιός. Και όταν έφθανε στην Κηφισιά, ανήγγελλε τους γάμους του!

Παρ’όλη αυτή την αυστηρή κάπως κριτική, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε στο ατμοκίνητο «Θηρίο» ότι εξυπηρέτησε πάρα πολύ τους Αθηναίους που αναζητούσαν λίγη δροσιά, ιδίως το καλοκαίρι, στα βόρεια και δροσερά προάστια της Κηφισιάς και του Μαρουσίου. Χωρίς να ξεχνάμε και το Λαύριο με τον εργατικό του πληθυσμό και τα μεταλλεία. 

Κάποια στιγμή, βέβαια, το «Θηρίο» γέρασε. Κουράστηκε ν’ανεβοκατεβαίνει τόσα χιλιόμετρα. Στις 8 Αυγούστου του 1938 ήλθε η ώρα της απόσυρσης. Δύο χρόνια μετά, μια πιο σύγχρονη μηχανή θα συνέχιζε…

Δεν ξέρω, αγαπητοί αναγνώστες, πόσες κηδείες θηρίων έχετε παρακολουθήσει, αλλά εδώ μιλάμε για μια πολύ γραφική κηδεία που τίποτε δεν της έλειπε. Ο δημοσιογράφος «ΕΥ» γράφει στο «ΕΘΝΟΣ»:

"Πιο χαρούμενη κηδεία δεν είχαμε δη ποτέ μας. Οι «συγγενείς και φίλοι» που εκλήθησαν «να συνοδεύσουν την εκφοράν» -εκυκλοφόρησε «φαίρ παρ» αποσταλέν προς όλους τους κατοίκους του Μαρουσιού και της Κηφισιάς-, ομολόγησαν όλοι ότι η ατμόσφαιρα δεν ήτο καθόλου πένθιμος!

Την άφιξιν της «σορού του μεταστάντος», την υποδέχθησαν με βεγγαλικά, ζητωκραυγές και χειροκροτήματα!

-Το Θηρίο!... Ωααα!

-Ζήτωωω!...

Τι κωμικοτραγική οξυμωρία! Να φωνάζουμε «ζήτω» σ’ ενα μακαρίτη!...

Ακολούθησαν πολλά επεισόδια. Κυρίως με εκείνους, που δεν εχώρεσαν και ανέβηκαν επάνω στα βαγόνια. Ώρα ολόκληρη ηγωνίζετο η τριμελής χωροφυλακή της Κηφισιάς να τους κατεβάση! Αλλά κανείς δεν εννοούσε να υπακούση!

-Κατεβάτε, βρε παιδιά, και πάτε με το άλλο! φωνάζει κάποιος.

Επί τέλους, οι επιβάται της ταράτσας κατεβαίνουν… τραβηχτοί από τους χωροφύλακες.

Εν τω μεταξύ, οι ευτυχείς που ευρίσκονται μέσα στο τραίνο, κινδυνεύουν να πάθουν ασφυξία. Οι σαρδέλλες στο βαρέλι τους έχουν καταπληκτικήν άνεσιν μπροστά στην ανθρώπινη αυτή μάζα, που έχει γίνη κυριολεκτικώς ένα σώμα…

Φωνές ακούγονται απεγνωσμένες:

-Παναγιώτη, με σκάσανε! Θα λιποθυμίσω!...

-Κώστα, το παιδί για το Θεό!

Αλλά ο Παναγιώτης είνε στην άλλη άκρη του βαγονιού. Και ο Κώστας, που έχει και «το παιδί» ο αφιλότιμος μαζί, δεν φαίνεται να υπάρχη πουθενά.

Επί τέλους, το Θηρίο ξεκινάει υπό τους ήχους «μαρς φυνέμπρ» που παίζουν οι σάλπιγγες μερικών νεαρών Κηφισιωτών. Βαδίζει σιγά. Η μόνη φορά που είνε εν τάξει. Αλλά οι επιβάται αλαλάζουν, μαίνονται, ωρύονται. Τους καταλαμβάνει πραγματική φρενίτις. Ξεσκίζουν τα κουρτινάκια, σπάζουν τις λάμπες και τα τζάμια, τραβούν τα κουδούνια του κινδύνου και ανταλλάσσουν… ασπασμούς.

-Δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν!

Ματς-μουτς! Δυο φιλιά σκαστά στα τριζάτα ροδομάγουλα της αγνώστου διπλανής!... Πού να μιλήση… εκείνη.

Όπου επέρασε επετροβολήθη αγρίως ο ατυχής, ενώ άκουγε κραυγές χαράς και αλαλαγμούς ενθουσιασμού εις ολόκληρον το διάστημα, από Κηφισιάς μέχρις Αθηνών. Όλος ο κόσμος επερίμενε να τον αποχαιρετίση.

Στην Αττική έφθασε στις 3.30 το πρωί ακριβώς. Εκεί εγκατελείφθη από όλους και μόνος, ολομόναχος, εβάδισε προς την τελευταίαν του κατοικίαν.

Αυτός, λοιπόν, υπήρξεν ο μακαρίτης. Βραδύς, ήρεμος, φίλος του έρωτος, φυσιογνωμία της Παληάς Αθήνας, από τις αντιπροσωπευτικότερες…

…Εμείς τον κηδεύσαμε χθες σαν βάνδαλοι

Ο Θεός ας τον συγχωρήση. Αν είνε… δυνατόν!".