Εν ζήτημα πλήρες ζωής και σαρκός και αίματος…

Βρισκόμαστε στο 1884. Η πόλη δεν έχει λύσει ακόμη όλα της τα προβλήματα. Ένα από αυτά είναι η υγιεινή και η καθαριότητα στους χώρους της Aγοράς. Τι να το κάνεις το περίτεχνο οικοδόμημα της Aγοράς στη Βαρβάκειο, η οποία ετοιμάζεται να παραδοθεί στους εμπόρους της «Μεγάλης Παράγκας» που δρούσαν στον ίδιο χώρο της οδού Αθηνάς, όταν οι ίδιοι οι έμποροι δεν είναι τακτικοί και καθαροί; Ο «Ασμοδαίος» τα βάζει με τους κρεοπώλες.

«Τα σημερινά κρεωπωλεία φέρουν εντροπήν εις τη πόλιν, εντροπήν εις τους κρεωπώλας, εντροπήν εις τους ψωνίζοντας απ’αυτά πολίτας. Είναι του παλαιού πλέον εκείνου του σκουργιασμένου και αποτρόπαιου συστήματος καθ’ο ο κρεοπώλης ως δήμιος εν μέσω αιμάτων κρατών μάχαιραν φοβεράν ή πέλεκυν ανοίγει τρομερόν αγώνα με το πτώμα θύμα του, αναβιβάζων και καταβιβάζων επ’αυτού την μάχαιραν ή τον πέλεκυν οσάκις παρουσιασθή μουστερής, μετά γδούπου και τριγμού τέμνων τα κρέατα επάνω εν τω κρεατοσάνιδο, όπου εκ της σφοδράς ορμής το κοπτερόν του εργαλείον καταπίπτον, σκορπίζει αυτά μαζή με θρύμματα κοκκάλων εις τα μάτια του δυστυχούς αγοραστού, άλλου πάλιν θύματος αυτού αναγκαζομένου να πάρη μια μισή οκά κρέας, ενώ θέλει μόνον μία ή με το ζώρι και δια φοβέρας δεχομένου τους λεγόμενους κατημάδες προς συμπλήρωση του απαιτουμένου ποσού κρέατος…

Θέλεις μια βωδινή μπριζόλα; Πρέπει να πληρώσης μισό βώδι. Έχεις ανάγκην από ένα δυναμωτικό μπηφτέκι ευρισκόμενος εν αναρρώσει; Θα σου κοστίση σαράντα τάλλαρα!...
.
Πήγαινε όμως εις εξηυγενισμένον κρεοπωλείον πόλεως ευρωπαϊκής και έμβα μέσα να ιδής τι διαφορά καταπληκτική! Εκεί, ο κρεοπώλης καθαρώτατος, έχει το ύφος εμπόρου διευθύνοντος το πλέον ειρηνικόν, το πλέον αναίμακτον εμπορικόν κατάστημα.

Επί μακρών μαρμάρινων τραπεζών αι οποίαι αστράπτουν από καθαριότητα ή εντός υαλοφράκτων θέσεων βλέπεις αποτεθειμένον χωριστά το δια βραστόν προωρισμένον κρέας χωριστά το δ’ιντράδας ή το ψητό κτλ., κομμένα δια του προϊονίου αντιθέτως προς τας ίνας αυτών και ταξιθετημένα φιλοκάλως. Ουδεμία οσμή προδίδει εκεί την ύπαρξιν κρεωπωλείου. Ο δε οψωνίζων εξέρχεται κρατών εντός καθαρώτατου χάρτου το κρέας ως αν εξήρχετο ζαχαροπλαστείου και εκρατεί πάσταις. Εκεί, ο πτωχός δύναται και εν τέταρτον ακόμη πουλιού ν’αγοράση εν ανάγκη και τούτο, ανταλλάσων μετά του κρεωπώλου φιλοφρονήσεις αντί ύβρεων και σικτιρισμών.

Σχεδόν όλα τ’άλλα είδη ποιο λίγο ποιο πολύ, προώδευσαν και ευρωπαίζουν. Αι Αθήναι δύνανται να καυχηθούν δια τα μεγαλοπρεπή ξενοδοχεία των, μεθ’όλην την ρωμέικην ακόμη υπηρεσίαν των, δια τα λαμπρά καφενεία των αν και μόλις εις εν εξ αυτών κατορθόνουν να σου δώσουν ένα ποτήρι νερό, χωρίς να το συμμερισθή γενναίως και το πανταλόνι σου… δια τα τόσον φιλόκαλα γαλακτοπωλεία των από τα οποία δεν λείπει πλέον άλλο τίποτε παρά το γάλα… Λοιπόν, διατί μόνα τα κρεωπωλεία να καθυστερούν τόσον εις την επί τα πρόσω πορείαν των άλλων;»