Αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι...

(σ.σ. Βρισκόμαστε στο 1937. Προκαλεί ίσως μειδίαμα στον σημερινό αναγνώστη, το να διαβάζει προτάσεις όπως: "Αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι". Καλά να το λέμε εμείς, αλλά να το λέγανε και τότε;! Κι όμως, ο λαμπρός δημοσιογράφος Δ.Ευαγγελίδης έχει δίκιο. Κάτι είχε αλλάξει και τότε. Σίγουρα τα πράγματα δεν ήταν πια όπως παλιότερα.

Οι περισσότερες ταβέρνες είχαν μεταλλαχτεί σε κοσμικές ταβέρνες. Το μενού είχε αλλάξει, "πλουτισμένο" με φαγητά και ποικιλίες γαλλικής επιρροής ή ακριβέστερα, γαλλικής επιγραφής. Έτσι, το ψητό Κρήτης είχε γίνει "ανιώ α λα παλληκάρ". Η μουσική δεν ήταν πια η ίδια. Η βιομηχανία δίσκων είχε φροντίσει για την πλήρη τυποποίησή της. Πού είχαν πάει οι κανταδόροι και οι αυθόρμητες παρέες; Αυτές είχαν γίνει πλέον "ατραξιόν". Μια φορά το χρόνο, στις Αποκριές, μπορούσες σίγουρα να βιώσεις τα παλιά χρόνια.

Το χρήμα έρεε άφθονο. Οι ταβερνιάρηδες είχαν γίνει πλέον επιχειρηματίες. Αλλά η πραγματική, αυθεντική ατμόσφαιρα είχε πετάξει οριστικά... "Καλύτερα να μη τα θυμάσαι, παρά να κάνεις παρωδίες"... τραγουδούσαν οι πραγματικοί, παλιοί Αθηναίοι, οι λεγόμενοι γκάγκαροι, παραπονεμένα...)

"Η πλακιώτικη ιστορική ταβέρνα εμφανίζεται "μεταμφιεσμένη". Ετούτες τις μέρες ξαναφορεί το παλιό κουστούμι της και προσπαθεί να δειχθή πάλι "σαν τότε". Απλή, πρωτόγονη, απέριττη, σμυρτοστόλιστη και σκινομυρωμένη, με τους ανορθόγραφους στίχους χαραγμένους απ'το τεμπεσίρι στα βαρέλια (σ.σ. κιμωλία με την οποία οι ταβερνιάρηδες έγραφαν τα βερεσέδια)  και τις κιτρινισμένες λιθογραφίες του Νταβέλη και της Γενοβέφας, καρφωμένες στο μαυροκαπνισμένο τοίχο. Φιλοδοξεί να θυμίση το νοσταλγημένο, παληό εαυτό της, να ξαναγίνη σοβαρός παράγων της τραγουδισμένης αθηναϊκής γωνιάς, να ξαναπάρη τη θέσι της "στης Πλάκας τις ανηφοριές" και να ξαναμυρίση τη στιφή μυρωδιά του ρετσινιού.

Αγωνίζεται να γίνη πάλι "Καπηλειό", "Κρασοπουλειό". Γι'αυτό η πλακιώτικη ιστορική ταβέρνα παρουσιάζεται "μετημφιεσμένη" και παρατάει αυτές τις μέρες τη συγχρονισμένη της εμφάνιση για να ξαναφορέση το παληό της κουστούμι, σα ντόμινο πια.

Δέστε την απόψε. Ζήστε την οργανωμένη, την επιμελημένη της γραφικότητα. Είνε γεμάτη. Πνίγεται. Στον αέρα της κυκλοφορούν οι καπνοί των τσιγάρων που ανακατεύονται με την κνίσσα της ψημένης μπεκάτσας και με το ντόπιο άρωμα της σύγχρονης ταβερνοπούλας, που θυμίζει γκαρσόνα μαρσεγιέζικου μπαρ.

Η πελατεία μπορεί να κατηγορηθή για κέφι "εκ προμελέτης", κοσμικότης άψογη, ανακατεμένη με λαϊκό σικισμό. "Πτι γκρι" και φουστανάκια. Γνήσια μπριγιάν. Σνομπαρία. Σε μια γωνία κάποια γκαγκαραίικη παρέα. Οι μισοί έχουν πια ισόβιο χειμώνα στα μαλλιά. Οι άλλοι ζούνε την πρώτη άνοιξη της ζωής. Μια κιθαρούλα στα γόνατα ενός ακομπανιάρει διακριτικά:

"Αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι
των ερώτων φαιδρά εποχή..."

Καντάδα με σουρντίνα. Μια ατίθαση κορώνα ξεπετιέται άξαφνα ορμητική και απειθάρχητη στον αέρα. Και το γκαρσόνι τρέχει με νεύρα προϊσταμένης αρχής:

-Μα δεν είπαμε σιγά;

Την ίδια στιγμή, ο ντιζέρ αναλαμβάνει να διακόψη το "μνημόσυνο".

"Σκότωσέ με
στη ζωή χωρίς εσένα τι να κάνω
σκότωσέ με
προτιμότερο για μένα να πεθάνω"

-Ώπλες! Ώπλες! Ενθουσιάζεται περιέργως με τον απειλούμενο  φόνο ένα νεαρό δεσποινίδιον που καπνίζει πεπειραμένον.

Ώπλες! Ώπλες! επαναλαμβάνει το κόρο της παρέας.

-"Με κατέστρεψες" παραπονείται τώρα μελωδικώς ο ντιζέρ.

-Μούφαγες τα λεφτά μου! συνεχίζει ένας απ'την παρέα της νεολαίας και βουτάει το μαχαίρι απ'την πιατέλλα με τ'αρνάκι για να χορέψη ζεϊμπέκικο. Η ορχήστρα χαβάγια, σαντούρι και ακκορντεόν, παληά και νέα χρόνια ανακατωμένα, μαζί Ευρώπη και Μεταξουργείο, τον συνοδεύει πρόθυμα.

-Πολύ εντερεσσάν στη μπαναλιτέ του! κριτικάρει ένα "πτι-γκρι".

Επί τέλους παύει ο ντιζέρ και η γκαγκαραίικη παρέα αποτολμά νέο ψιθύρισμα καντάδας:

"Στον τόπο που σε πρωτοείδα
θε να φυτέψω μουσμουλιά..."

-Μνήσθητί μου Κύριε... Που πάνε και τα βρίσκουνε, αγανακτεί ο δανδίσκος.

Μ'όλο του το δίκηο ο Χριστιανός. Δεν του λέει τίποτε το τραγούδι. Που να τη φυτέψη τη μουσμουλιά; Στο χοροδιδασκαλείο;

Η παρέα αντιλαμβάνεται τη δυσφορία και αλλάζει από λεπτότητα το τραγούδι:

"Ξύπνα, ξύπνα, διότι χαράζει,
δεν ακούς τα πουλάκια που λαλούνε..."

-Πίσω μου σ'έχω Σατανά, μασάει μέσ'στα δόντια του ο νεαρός.

Κι 'έχει και πάλι δίκηο. Όταν χαράζει, η "Εκείνη" του γυρίζει στο σπίτι σκνίπα στο μεθύσι και "δεν ακούει τα πουλάκια που λαλούνε". Πως να τ'ακούση; Στ'αυτιά της έχει τυμπανοκρουσίες απ'το ουίσκυ. Ευτυχώς η επέμβασις του "ντιζέρ" γίνεται έγκαιρος:

"Συγγνώμη σου ζητώ, συγχώρεσέ με
κι'αν έφτιαξα εγώ
τ'ομολογώ
μην κλαις αναίτια
ήταν μια τρέλλα μου
μια περιπέτεια
συγγνώμη σου ζητώ..."

Και έρχεται η σειρά του γερογκάγκαρη ν'αγανακτήση:

-Τι λέει; ρωτάει.

-Συγγνώμη σου ζητώ, συγχώρησέ με...

-Μέγας είσαι, Κύριε.

-Γιατί;

-Αυτά δεν είν'αντρίκια πράμματα παιδί μου!

***

Σιγά-σιγά αδειάζουν τα τραπέζια. Ο "ντιζέρ" χασμουριέται άκεφος και φοράει το παλτό του. Και μένει τελευταία η γκαγκαραίικη παρέα ν'αυτοσχεδιάζη:

"Φτωχά σοκάκια γραφικά
λουλουδιασμένα
είσαστε μελαγχολικά
λες και θυμόσαστε γλυκά
τα περασμένα

Μένει για σας ο ουρανός
νύχτα και μέρα σκοτεινός
μα κι'όταν ψιχαλίζη
κι'είνε θλιμμένος και βαρύς
θαρρείς
πως ο Θεός δακρύζει.

Καινούρια Αθήνα μου φτωχή
εσύ ποτέ δεν τάδες
γλέντια που κάναν ν'αντηχή
όλ'η παληά μας η εποχή
από καντάδες.

Καινούρια Πλάκα μου πεζή,
με το μοντέρνο μαγαζί
και με τις χορωδίες
μην τα θυμάσαι τα παληά
σταλιά
και κάνεις παρωδίες.

Κάτω στης Πλάκας τα στενά
τα σκοτεινά
στη γλάστρα γέρνει το γεράνι μαραμένο
κι'οι λεύκες ψιθυρίζουν σιγανά στα δειλινά
κάποιο παληό τραγούδι ξεχασμένο"

-Βίβα παιδιά!

-Στην υγειά μας!..."

(Δ.Κ.Ευαγγελίδης, Μάρτιος 1937, "Έθνος")