Τα θαύματα της οδού Αθηνάς

Μια βόλτα στην Αθηνάς του παλιού καλού καιρού, ιδιαίτερα τώρα με τις γιορτές, είναι must. Για όσους θυμούνται τα δεκαετία του ’50, οι αναμνήσεις ενός ιδιόρρυθμου ανατολίτικου παζαριού είναι έντονες.  

«Εάν θέλετε να γνωρίσετε καλά τον λαϊκόν τύπον των Αθηνών πηγαίνετε εις την οδόν Αθηνάς. Μόνον εκεί, χωρίς καμμίαν δυσκολίαν θα μπορέσετε να δήτε της Αθηναϊκήν λαϊκήν ψυχήν με όλα τα προτερήματά της αλλά και με όλα τα ελαττώματά της. Αρκεί να αφήσετε τα μάτια σας ολάνοικτα εμπρός εις την πραγματικότητα, η οποία θα παρελαύνη ωσάν μία επιτυχημένη κινηματογραφική ταινία.

Αλλά διά να επισκεφθήτε την οδόν Αθηνάς, πρέπει να χρησιμοποιήσετε όλα τα παλαιά και όλα τα σύγχρονα μέσα της συγκοινωνίας. Και σας προειδοποιούμεν: Εις την πλατείαν της Ομονοίας θα χρειασθήτε γόνδολαν Βενετσιάνικην. Και από την πλατείαν της Ομονοίας μέχρι του Δημαρχιακού μεγάρο ένα μικρόν αεροπλάνον δια να μη πέσετε και ταφήτε μέσα εις τα ανοικτά τούνελ της Πάουερ. (σ.σ. αναφέρεται στα έργα που γινόντουσαν για να φτάσει ο «ηλεκτρικός» στην πλατεία)

Αφού φθάσετε εις το Δημαρχιακόν μέγαρον, κάμετε ένα μικρόν σταθμόν δια να ξεκουρασθήτε, διότι το ταξείδι σας θα συνεχισθή αργότερον με τα ίδια και με περισσότερα εμπόδια.

Και ο σταθμός αυτός θα είνε λίαν ευχάριστος. Εκεί δίπλα, θα ιδήτε ένα μικρό άσπρο κουτί, μέσα εις το οποίον κρύβεται όλος ο κόσμος. Το σύμπαν με τους ουρανούς και με τας θαλάσσας του με τα όρη και τους ποταμούς του. Είνε ο «Κοσμογράφος», παλαιά γνωστή νεοελληνική εφεύρεσις με την οποίαν οι εκμεταλλευταί της εισπράττουν συνεχώς δραχμούλες και δίδραχμα από τους… αφελείς.

-Άλλος κύριοι, εδώ βλέπετε το όρος Σηκουάνα, τον ποταμόν Βουδαπέστη. Άλλος κύριοι.

Γύρω, νέοι, γέροι, παιδιά με ανοικτό το στόμα, ακούουν τα λόγια του ιδιοκτήτου του  «Κοσμογράφου». Μερικοί ψάχνουν τις τσέπες των, βγάζουν τα μονόδραχμα και τα δίδραχμα, τα τοποθετούν εις την σέσουλαν και πλησιάζουν τα μάτια των εις τους φακούς. Αλλά προσέξατέ τους τότε.

-Πω, πω, Παναγία μου. Τι είνε αυτό. Ο οδοντωτός σιδηρόδρομος της Ελβετίας!

-Μα δε βλέπω τα δόντια του.

-Είνε κρυμμένα κάτω από το βαγόνι.

-Μα δεν βλέπω κανένα βαγόνι.

-Τι βλέπεις λοιπόν πες μου.

-Ένα βουνό με χιόνια.

-Χα, χα, χα, δεν βλέπεις καλά. Ακριβώς πίσω από τα χιονισμένα αυτά βουνά είνε ο οδοντωτός σιδηρόδρομος.

-Ω! τι ωραία!

Αφού ο πελάτης αυτός ιδή το σύμπαν απέρχεται ικανοποιημένος και ευχαριστημένος.

-Εάν δεν τα δήτε πατριώτες, θα χάσετε.

Εάν εκείνην την στιγμήν παρευρεθή κανείς ξένος, θα αναφωνήση:

-Ω! πόσον κουτοί είνε οι νεοέλληνες!

Αλλά πόσον θα απατηθή. Ο πελάτης που εξέφραζε τόσον ανεπιφύλακτα τον θαυμασμόν του, δεν έλεγε ασφαλώς την αλήθειαν. Έλεγε ενσυνειδήτως ψέμματα διά να πάθουν και οι άλλοι συνάνθρωποί του ότι έπαθε και ο ίδιος. Δηλαδή να δώσουν τα μονόδραχμα και τα δίδραχμά των με τον σκοπόν να ιδούν όπως αυτός το… Σύμπαν, χωρίς όμως να ιδούν… τίποτε.

Και επειδή επαναλαμβάνεται συνεχώς το τέχνασμα αυτό –το οποίον είνε υπεραρκετόν διά να μας δείξη ολόγυμνην μίαν μεγάλην πτυχήν της Αθηναϊκής λαϊκής ψυχής- διατηρείται ο «Κοσμογράφος» σώος και αβλαβής εις την θέσιν του, έτοιμος να εξυπηρετήση τους αφελείς που επιθυμούν με λίγα χρήματα να θαυμάσουν την μεγαλοπρέπειαν του όρους Σηκουάνα και την έκτασιν του ποταμού Βουδαπέστη.

***

Αλλά δεν είνε καιρός να φιλοσοφή κανείς εις το μέρος αυτό της οδού Αθηνάς. Παρακάτω υπάρχουν τόσα ενδιαφέροντα πράγματα που δεν θα τα δήτε αλλού πουθενά. Και προσέξατε τους ανθρώπους που κτυπούν το χέρι των με όλην των την δύναμιν επάνω εις σίδερα τυλιγμένα με πετσί.

-Ακόμη μίαν φοράν εάν δοκιμάσης θα πας καλλίτερα.

-Να δοκιμάσω λοιπόν.

-Στάσου, την δραχμήν πρώτα.

-Πάρτην.

Και ο νεαρός , και ο μεσήλιξ κάποτε, που δοκιμάζει εκείνην την στιγμήν την δύναμιν της γροθιάς του καταβάλλει την υπερτάτην προσπάθειαν. Και μετά το ακαριαίον τάκ που βγάζει το κτύπημά του αναφωνεί:

-Τι λες τώρα; Καλά πήγα;

-Δεν σου είπα ότι την δεύτερην φοράν θα πας καλλίτερα; Εάν δοκιμάσης θα επιτύχης περισσότερον. Το αίμα σου έχει ζεσταθή τώρα και απέκτησες μεγαλειτέραν δύναμιν. Επάνω-κάτω σαν του πατριώτη (και δείχνει κάποιον ο οποίος ίσταται πλησίον του).

-Τι λες, αυτός έχει μεγαλειτέραν δύναμιν από εμένα;

-Αυτό έδειξε τουλάχιστον η μηχανή.

-Βάζεις στοίχημα;

-Δεν βάζω εγώ στοίχημα. Λέω ότι λέγει το μηχάνημα. Βάλτε μεταξύ σας.

-Βάζω –απαντά ο δυνατός- εγώ στοίχημα.

-Τι να βάλουμε ανταπαντά ο πεισματάρης.

-Ό, τι θέλεις εσύ.

-Επειδή δεν έχω λεφτά μαζί μου να κάμωμε αυτό. Όποιος χάση να πληρώση το δικαίωμα της μηχανής.

-Μάλιστα.

Οι στοιχηματίσαντες, αφού εστάθησαν σαν τα κοκόρια, κατέφερον ανά ένα κτύπημα εις τα πετσωμένα σίδερα της μηχανής, η οποία επέμενε να αναδεικνύη τον δυνατόν δυνατόν και τον πεισματάρην αδύνατον. Αλλά το νεοελληνικόν φιλότιμο δεν υποχωρεί. Και ο πεισματάρης αναφωνεί:

-Είνε χαλασμένη η μηχανή.

-Χαλασμένα είνε τα χέρια σου, απαντά ο ιδιοκτήτης.

Ευτυχώς την στιγμήν αυτήν διήρχετο εξ αποστάσεως τριάκοντα μέτρων κάποιος αστυφύλαξ, και η μυρωδιά του φαίνεται, αφού ούτε η σκιά του δεν έφθανε ως εκεί, προέλαβε τον άφευκτον καυγάν.

***

Παραπλεύρως δυό άνθρωποι μελαγχολικοί συνομιλούν εις την είσοδον κάποιου καταστήματος με ένα κύριον ο οποίος επιμένει να λέγη:

-Το κατάστημά μου είνε το φθηνότερο από όλα. Και έχω επίσημα πράγματα, όπως βλέπετε. Έχω πολυτελέστατα και αρχοντικά.

-Μά είνε ακριβά!

-Είνε ακριβά; Τζάμπα σας τα δίνω. Είνε κατασκευασμένα από καλό ξύλο που δεν λυώνει εύκολα.

-Μα είνε ακριβά.

Εις το σημείον αυτό της συνομιλίας επεμβαίνουν δύο μικροί αλάνηδες διά να λύσουν φαίνεται την διαφοράν. Και λέγει ο ένας από αυτούς.

-Ποιος του είπε να πεθάνη μέσα εις την εποχήν της ακρίβειας;

-Καλά λες απαντά ο άλλος αλάνης. Ούτε να πεθάνης δεν μπορείς!

***

Ας συνεχίσωμε όμως το δύσκολον ταξείδι δια να διασχίσωμεν την οδό Αθηνάς μέχρι του τέρματος. Περνάμε από τας «Συμπληγάδας πέτρας». Είνε οι παράγκες που γεμάτες λαχανικά, φρούτα και διάφορα άλλα τρόφιμα, στημένες κάτω από τα πεζοδρόμια, πολιορκούνται από νέους, γέρους, παιδιά αμφοτέρων των φύλων. Και όλοι αυτοί όπως είνε σφυγμένοι μεταξύ των, προσπαθούν να αγοράσουν κάτι και να το τοποθετήσουν –εάν είνε δυνατόν- μέσα εις τα καλάθια και τα δίκτυα των, εν μέσω φωνών που τους σχίζουν τα αυτιά.

-Εδώ οι φρέσκες πατησιώτικες πατάτεεεεες.

-Άλλος άλλος τα μεστωμένα μου κουκιάααααα.

-Όποιος προφθάση θα πάρη τις ωραίες μου αγκινάρεεεεες.

-Εδώ είνε μυρωδάτος… μπαστουρμάααααας.

-Πιάτα, ποτήρια, φλιντσάνιααααα.

Και ενώ προχωρείτε, ανύποπτοι, γλυστράτε επάνω εις τις πατάτες, τις τομάτες, τα πορτοκάλλια που περιφέρονται αδέσποτα κάτω από τα πόδια σας. Αλλ’ ευτυχώς δεν ξαπλώνεσθε φαρδύς πλατύς γιατί εκεί ούτε το βελόνι δεν μπορεί να πέση εις την γή. Οι επισκέπτες του τμήματος αυτού της οδού Αθηνάς προσπαθούν, χωρίς να θέλουν βέβαια, να αποδείξουν ψευδή τον φυσικόν νόμον του αδιαχωρήτου με τον κίνδυνον να χάσουν τα ψώνια των αλλά και την ζωήν των. Γιατί, την στιγμήν που διέρχεται το τραμ από το μέρος αυτό κάνετε χωρίς να θέλετε τον σταυρόν σας, δια να αντιμετωπίσετε προετοιμασμένοι τα χειρότερα…

Εάν κατορθώσετε κάποτε να φθάσετε σώος και αβλαβής μέχρι της διασταυρώσεως των οδών Ευριπίδου και Αθηνάς θα πή ότι είσθε τυχηρός άνθρωπος. Και τότε συνεχίσατε το ταξείδι σας μέχρι του τέρματος της οδού Αθηνάς γιατί πλέον θα συναντήσετε ολιγωτέρους κινδύνους και εμπόδια και θα μάθετε και άλλα περίεργα και διασκεδαστικά.

***

Εις το τμήμα αυτό της οδού Αθηνάς είνε εγκατεστημένες οι παράγκες των ανδρικών ειδών, των υφασμάτων και των ετοίμων κουστουμιών. Αλλά τας επισκέπτονται ελάχιστοι άνθρωποι. Διότι οι πελάται των που είνε συνήθως εργατικοί και χωρικοί αδυνατούν να τας πλησιάσουν τακτικά κατά αυστηράν διαταγήν της τσέπης των.

Αλλ’ ευτυχώς εις κάποιαν παράγκαν εθεάθη ένας πελάτης χωρικός ο οποίος εδοκίμαζε ένα έτοιμο σακκάκι.

-Α! Αυτό δεν είνε καλό. Με σφίγγει εδώ στα χέρια.

-Καλά να σου δώσω άλλο.

-Ναι, να μου δώσης άλλο. Αλλά πριν μου το δώσης πρέπει να μου πής και το όνομα του «παιδιού» (σ.σ. εννοεί την τιμή του)

-Για το χατήρι σου μόνον τριακόσια φράγκα.

-Είνε ακριβό δεν το θέλω.

Και ενώ ετοιμάζεται να αναχωρήση ο πελάτης, διεξάγεται ο εξής διάλογος:

-Δόσε τότε 275 φράγκα.

-Δεν το θέλω. Είνε ακριβό.

-Δόσε 250.

-Είνε ακριβό.

Και όταν ο πελάτης έφθασε πέντε-δέκα βήματα μακρυά ο έμπορος των ετοίμων κουστουμιών αναφώνησε:

-Πάρτο 125 φράγκα.

Αλλ’ εν τω μεταξύ τον πελάτην τον παρέλαβε άλλος έμπορος και προσπαθεί να του εύρη κατάλληλο σακκάκι και… φθηνό.

Όταν φθάσετε πλέον εις το τέρμα της οδού Αθηνάς, παρά την πλατείαν Μοναστηρακίου και ακούσετε το σύριγμα του ηλεκτρικού, θα αντιληφθήτε εκ νέου ότι ευρίσκεσθε εις την οδόν Αθηνάς την κεντρικωτέραν οδόν των Αθηνών. Γιατί από όσα είδατε και ακούσατε καθ’ όλην την διαδρομήν θα ενομίσατε ασφαλώς ότι ευρίσκεσθε εις καμμίαν πόλιν της Ανατολής που μόλις ήρχισε να την επισκέπτεται δειλά-δειλά ο πολιτισμός».

Ημερήσιος Τύπος, 1929, υπογράφει «Ο Σταρ»