Μπέρναρντ Σω: «Εκλέψαμε τον Παρθενώνα και το ξέρουμε»

Μια πολύ διαφορετική συνέντευξη με τον Μπέρναρντ Σω στην Ακρόπολη, το 1931.

«Σήμερα το πρωί με το ατμόπλοιον «Θεόφιλος Γκωτιέ» έφθασεν ο μέγας Άγγλος συγγραφεύς Τζώρτζ Μπέρναρντ Σω. Το ατμόπλοιον προερχόμενον εκ Ρόδου έφθασε στον Πειραιά στις 6 το πρωί. Ο διάσημος Άγγλος συγγραφεύς μετέχει εκδρομής Άγγλων διανοουμένων και περιηγητών εις την Μεσόγειον.

Ο κ. Μπέρναρντ Σω λίγο μετά την άφιξίν του πλοίου, συνοδευόμενος από την σύζυγόν του ανέβηκε στας Αθήνας για να επισκεφθή την Ακρόπολιν, το Αρχαιολογικόν Μουσείον και να περιηγηθή την πόλιν.

Ξυπνήσαμε πριν φέξη και πριν ακόμη αρράξη το βαπόρι είμεθα στην προκυμαία του Πειραιώς. Μαζύ με τον φίλον σκιτσογράφον Βιτσώρην ανεβήκαμε στο βαπόρι πριν ακόμη καλοπλευρίση.

Η φήμη του περιφήμου Άγγλου σοφού και συγγραφέως είνε τόση που αποτυχία δεν μας επιτρεπόταν.

Ευτυχώς η τύχη μας εβοήθησε.

Μια νόστιμη Γαλλίδα καμαριέρα του ¨Τεοφίλ-Γκωτιέ» αναλαμβάνει να μας βοηθήση.

-Μα ο μεσιέ Σω ετοιμάζεται να βγή, είνε στην καμπίνα του.

-Οπωσδήποτε μαντμαζέλ πρέπει να τον δούμε, έστω και στην καμπίνα του.

Η καλή καμαριέρα υποχωρεί προ της τόλμης μας και μας δείχνει την καμπίνα του μεγάλου συγγραφέως.

Τη στιγμή που ετοιμαζόμεθα να κτυπήσουμε την πόρτα ανοίγει  και εμφανίζεται ένας πανύψηλος, ξερακιανός γενειοφόρος άνδρας με μπλέ κοστούμι και το πανωφόρι και την ομπρέλλα στο χέρι. Αυτός είνε, τον ξέρουμε καλά από τις χιλιάδες των φωτογραφιών και των σκίτσων που έχουμε δή.

-Γκούντ μόρνινγκ, μίστερ Σω. Καλώς ήλθατε.

Μας κυττάζει περίεργα.

-Είμαστε ένας δημοσιογράφος και ένας σκιτσογράφος και θέλουμε να σας δούμε, να μας μιλήσετε, να σας πάρουμε το σκίτσο σας…

Στραβομουτσουνιάζει. Αυτά τα ατυχήματα της διασημότητος τον ενοχλούν τρομερά.

-Λυπούμαι πολύ, με περιμένουν στο σαλόνι. Θέλω να βγώ, δεν μου μένουν παρά λίγες ώρες να δώ τας Αθήνας και βιάζομαι να τις δώ. Με συγχωρείτε πολύ, κύριοι αλλά βιάζομαι… Ωρεβουάρ!

Ά! Όχι δα και τόσο εύκολα, μίστερ Σω, δεν ξενυχτήσαμε και κατεβήκαμε στον Πειραιά με το πρώτο τραίνο για να μας πήτε «ωρεβουάρ» για την Αγγλία. Τον παίρνομε από πίσω ως το σαλόνι. Ευτυχώς εκεί σταματά περιμένοντας την κυρία του.

-Μίστερ Σω, ένα δευτερόλεπτο να σας φτιάσω ένα σκίτσο, του λέγει ο φίλος σκιτσογράφος.

-Τι λέτε φίλε μου τόσο γρήγορα.

-Σταθήτε και θα δήτε.

Σε μια στιγμή το σκίτσο είνε έτοιμο.

-Μα είσθε δαιμόνιος, τόσο γρήγορα και είνε από τα λίγα σκίτσα που μου μοιάζουν.

Και δέχθηκε ευχαρίστως να το υπογράψη. Είνε το μόνο σκίτσο από όσα του έγιναν σήμερα που παρεδέχθη ότι του μοιάζει.

Τουλάχιστον τον είχαμε δή. Ότι και να συνέβαινε είχαμε εξασφαλίσει το σκίτσο του, την υπογραφή του και την εντύπωσι. Αλλά αργότερα το θεωρήσαμε πολύ λίγο και ξεκινήσαμε για την Ακρόπολη όπου θ’ ανέβαινε με τους άλλους Άγγλους περιηγητάς.

Μόλις έφθασε ένα σμήνος δημοσιογράφων, φωτογράφων και σκιτσογράφων τον περιεκύκλωσε, του ζήτησε δυό λόγια, μια πόζα, ένα αυτόγραφον.

Έχει ιδιαιτέραν απέχθειαν προς τους φωτογράφους οι οποίοι τον κυνηγούν παντού δια να απαθανατίσουν κάθε κίνησίν του. Εν τούτοις αι κακαί γλώσσαι λέγουν ότι η απέχθεια αυτή είνε μάλλον ανύπαρκτος Και εξάγουν το συμπέρασμα αυτό από τις «πόζες» του μεγάλου συγγραφέως που γεμίζουν τας σελίδας όλων των εικονογραφημένων περιοδικών και των εφημερίδων και αι οποίαι δεν είνε δυνατόν να ληφθούν χωρίς την συγκατάθεσίν του…

Ο Σω κάμνει την εντύπωσιν ανθρώπου ο οποίος φέρει βαρέως την φήμην του και ενοχλέίται από τας συνέπειάς της.

Εκείνο που του δίνει στα νεύρα είνε το γεγονός ότι δεν ημπορεί να κάμη ή να πή τίποτε, έστω και το παραμικρότερον, και το πλέον ασήμαντον, χωρίς να το ιδή την επομένην δημοσιευόμενον εις όλας τας εφημερίδας και να μιλή όλος ο κόσμος γι’ αυτό.

Εννοείται πολλές φορές ακούει και πράγματα τα οποία ουδέποτε είπε ή έκαμε! Και τότε τα νεύρα του ερεθίζονται ακόμη περισσότερον.

Στην Ακρόπολι για να σωθή από τους φωτογράφους ο κ. Σω άνοιξε την ομπρέλλα του και την κρατούσε διαρκώς εμπρός στο πρόσωπό του.

Οπωσδήποτε δεν πιστεύω να σώθηκε από τους φωτογράφους που τραβούσαν με ταχύτητα πολυβόλου πόζες –κι’ όποια πετύχη- όπως δεν εσώθη κι’ από τους δημοσιογράφους.

Μας ωμολόγησε ότι είνε 75 ετών.

-Άλλως τε γιατί να το κρύψω; Το ξέρετε. Το γράφει η ¨Μπριττάνικα» και το ¨Χους Χου»

Τολμήσαμε να τον ρωτήσωμε ποιόν θεωρεί μεγαλείτερο συγγραφέα στον κόσμο σήμερα.

-Τον εαυτό μου κύριοι!

-Τώρα που ήλθε ο Τσάπλιν στην Αγγλία τον επισκεφθήκατε;

-Όχι αυτός με επεσκέφθη.

Κι’ όταν του ζητήσαμε τη γνώμη του για τον Άγγλον ηθοποιό του κινηματογράφου:

Είνε ένας πολύ μεγάλος καλλιτέχνης μας λέγει και τον εκτιμώ πάρα πολύ.

Έπειτα τολμήσαμε να του υποβάλωμε και την τυπικήν ερώτησι προς τους επισκέπτας της Ακροπόλεως με την ελπίδα καμιάς περίεργης απαντήσεως. Και πραγματικά:

-Έ! Τι να σας πώ, ξέρουμε πως σας το κλέψαμε! Νομίζω πως είνε πολύ κουτοί οι Άγγλοι που ξεκινούν νάρθουν να δουν την Ακρόπολι αφού την έχουν στο «Βρεττανικό Μουσείο»

Έπειτα ομολογεί πως είνε χορτοφάγος και εκπλήσσεται όταν μαθαίνη πως κανείς από μας δεν είνε. Του προσφέρονται να υπογράψη δυό σκίτσα. Το ένα το σχίζει ωργισμένος και στο άλλο γράφει πάνω πως ¨δεν μου μοιάζει καθόλου»

Ο κ. Σω αναχωρεί αύριο το πρωί με το ίδιο βαπόρι για να επισκεφθή τους Δελφούς, την Κρήτην, την Κωνσταντινούπολιν κτλ. Έπειτα θα επιστρέψη στην Αγγλία.».

(«ΒΡΑΔΥΝΗ» 1931)