Όταν δεν γλεντάς με τους κανόνες της νεοελληνικής νοοτροπίας…

«Δυστυχής άνθρωπος λοιπόν εκείνος που δεν αντιλαμβάνεται την έννοιαν του γλεντιού σύμφωνα με την νεοελληνική νοοτροπία.

Ένας τέτοιος μου εξομολογήθη χθες το μεγάλο αυτό βάσανο της ζωής του. Όπου πάει με παρέα γίνεται αμέσως αντικείμενον προσοχής, στόχος βλεμμάτων, αιτία συζητήσεως!

Κάθονται παραδείγματος χάριν σ’ ένα κέντρο ή μια ταβέρνα, όπου ο κόσμος τρώει ακούγοντας ένα ντιζέρ και μια ορχήστρα. Παραγγέλλει το φαγάκι του, γευματίζει ήσυχα-ήσυχα κ’ έπειτ’ ανάβει το τσιγάρο του και αφαιρείται κυττάζοντας τους πέριξ.

Η παρέα του όμως κυττάζει αυτόν.

-Δεν έχεις κέφι έ;

Απαντάει μηχανικώς:

-Πως δεν έχω;

Σε λίγο τον ερωτά δεύτερος:

-Πονοκέφαλο έχεις;

-Εγώ; Ά, μπα.

-Τότε πως είσ’ έτσι;

-Πως είμαι;

-Χάλια.

-Περίεργο. Δεν αισθάνουμαι τίποτε.

Πριν περάσουν λίγα δευτερόλεπτα αρχίζει τρίτο ερωτηματολόγιον.

-Αδιάθετος είσαι;

-Εγώ; Όχι.

-Τότε τι κάθεσ’ έτσι;

-Πως κάθομαι;

-Ξέρω γω; Σαν να σούχουνε σκοτώση τον πατέρα!

Ο άνθρωπος έχει αρχίση προ πολλού να εκνευρίζεται. Αποφασίζει να διηγηθή εν’ ανέκδοτο για να δείξη ότι… έχει κέφι! Αλλά δεν προφταίνει. Αρχίζει άλλη ανάκρισις.

-Εθύμωσες με τίποτε;

-Εγώ; Όχι αδερφέ. Πως σου φάνηκε;

-Τότε τι κρέμασες τα μούτρα σου;

-Μα δεν τα κρέμασα!

-Μήπως σε πείραξε το κρασί;

-Καλέ όχι. Μια χαρά είμαι!

Καμμιά φορά σηκώνονται να φύγουν. Και ο πρώτος αποφαίνεται.

-Μας χάλασες την παρέα πάλι με τις ακεφιές σου, καϋμένε Στέλιο!

Οι άλλοι συμφωνούν:

-Μωρέ, ναι, τι είχες απόψε αλήθεια;

Εκείνος σταυροκοπιέται! Δια τον απλούστατον λόγον ότι δεν είχε τίποτε. Πήγε στην ταβέρνα με το σκοπό να φάη, να πιή λίγο κρασί, ν’ ακούση λίγη μουσική και να σηκωθή να φύγη. Τι άλλο νάκανε; Κατά τον ίδιο τρόπο πηγαίνει και στο καμπαρέ. Παίρνει ένα λικέρ, βλέπει τα νούμερα και φεύγει. Κάποτε έχει τη διάθεσι να πιή τρία ή τέσσερα ή πέντε ουίσκι. Τα πίνει. Αλλά και πάλι είνε ο ίδιος.

Η παρέα όμως τον θέλει αλλοιώς. Εύθυμο, κεφάτο, «γλεντζέ»! Η παρέα όπου πάει θέλει να γλεντήση. Να φωνάξη, να θορυβήση, να σπάση ποτήρια, να ματώση τα χέρια του, να χορέψη απάνω στα τραπέζια, να παρεξηγηθή, να καυγαδίση, να φορέση τη σαμπανιέρα στο κεφάλι και να τραγουδήση σόλο το «Σουρωμένος θάρθω πάλι!

Αλλοιώς «δεν έχει κέφι»! Δεν είνε «καλός για παρέα». Δεν καταλαβαίνει από γλέντι!

Και ίσως έτσι να είνε πράγματι».

ΈΘΝΟΣ, 1939, «ΕΥ»