Η εξομολόγηση ενός παραμάγειρα εν έτει 1882

Αποκαλύψεις βοηθού μάγειρα που ξεκίνησε με όνειρα για… haute cuisine. Το τι επακολούθησε; Ούτε ψύλλος στον κόρφο του…

~

Όλοι εμείς που γράφουμε για την Παλιά Αθήνα, τείνουμε να παρουσιάζουμε τις όμορφες στιγμές της πόλης και των κατοίκων της. Βιώνουμε τόσα στραβά κι ανάποδα στο σήμερα που μάλλον δεν μας πάει να σας φορτώνουμε, αγαπητοί αναγνώστες, με αμήχανες στιγμές του παρελθόντος. 

Με κακή συνείδηση, λοιπόν, σας έχω σήμερα μία εκ βαθέων εξομολόγηση του Κυρ Μανώλη, παραμάγειρα σ’ένα ξενοδοχείο-εστιατόριο εκείνης της εποχής, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Μη χάνεσαι».

«Εις τας οκτώ το πρωΐ ο μάγειρος μου με διέταξε και έρριξα εις το καζάνι ολίγαις οκάδες βόϊδι πολύ ηλικιωμένο δια να βράση. Την άλλη μέρα εις τας ένδεκα το βόϊδι είχε βράσει και εγώ κατά διαταγήν του αρχιμαγείρου το κατέβασα από την φωτιά. Αίφνης:

-Μία βιδελάκι!... ακούω έξω κάποια φωνή. Εγώ έμεινα ακίνητος μη ηξεύροντας σχεδόν τι να κάνω.

-Έ! Βρε αδελφέ, δεν δίδεις βιδελάκι; Μου λέγει ο αρχιμάγειρος σχεδόν θυμωμένος.

-Δεν έχει, του λέω εγώ με απορίαν.

-Κουτεντέ, μου λέγει εκείνος, γιατί βράζει από χθές; Κόψε από αυτό ένα κομμάτι και δός το έξω για βιδελάκι, και μου έδειξε τον παππού του βιδέλου!...

Μίαν άλλην πάλιν ημέραν αγόρασα ο ίδιος ένα καλό κομμάτι κρέας από κριάρι, το οποίον έβαλα και εψήθη εις την κατσαρόλα. Τότε ηθέλησα να το τραβήξω από τη φωτιά, μα ο αρχιμάγειρος –άφησε το μου λέει να ψηθή καλά και να ξεροκαή ολίγο. Εγώ έκαμα ότι μου είπε.

-Μία αρνάκι της σούβλας, έξαφνα ακούω πάλι. Τη φορά αυτή εκατάλαβα και έβαλα χερικό εις το κριάρι. Όμως η κατσαρόλα αντί της σούβλας, με έκαμε να το παραιτήσω,

-Τι περιμένεις, μου λέγει ο αρχιμάγειρας.

-Τη σούβλα, αποκρίθηκα.

-Να βρε παιδί μου, αυτά εδώ τα καψίματα του κριαριού είναι η σούβλα!!...

Την άλλη μέρα είχα πάει για δουλειά έξω και εγύρισα κατά το μεσημέρι. Ένα καζάνι με μια σάλτσα έτσι σκούρα έβραζε κοντά στης άλλες κατσαρόλες.

-Μία μακαρόνια, σάλτσα ψητού..ού..ού, ακούω και τρέχω εις τα μακαρόνια τα οποία ζεστά ζεστά εκένωσα εις το πιάτο, μα εκοντοστάθηκα και πάλε μη βλέποντας ούτε ψητό, ούτε τη σάλτσα του.

-Πάρε βρε παιδί μου από αυτό το καζάνι μια κουταλιά και περίχυσε τα μακαρόνια, αυτό είναι σάλτσα ψητού.

Αργότερα εμάνθανα ότι η σάλτσα εκείνη ήτο καμωμένη από καραμέλαις καμέναις!!

Την Τετάρτη ημέρα κατά το μεσημέρι μ’ έβαλε ο αρχιμάγειρος και εκτυπούσα καμπόσα αυγά. Σε λίγο ανακάτωσα και δύο τρία λεμόνια.

-Ένα φρικασέ εεε… μου φωνάζουν απ’ έξω, και εγώ πάλι δεν το κουνώ γνωρίζοντας ότι τέτοιο φαγητό δεν είχαμε στην ημερησία διάταξιν.

-Μα πως; Ακόμα δεν έμαθες, μου ξαναλέει ο μάγειρας μου, κόψε λίγο βραστό, βάλε μια, δυό κουταλιές απ’ αυτό το αυγολέμονο και έκαμες το φρικασέ!

Την Πέμπτη ημέρα χωρίς καμμιά αναβολή άνοιξα κ’ εγώ ξενοδοχείο με την ίδια μαγειρική και με την ίδια ταρίφα».