Πως διασκέδαζαν οι Γερμανοί που ζούσαν στην Παλιά Αθήνα εν έτει 1906

Ένας ρεπόρτερ της εφημερίδας «Χρόνος» έπεσε πάνω σε γερμανικό «γλέντι» και είδε κι έπαθε να συνέλθει με αυτά που είδε. Μια σύγκριση με τα δικά μας γλέντια είναι δε αναπόφευκτη…

«Εις τα «Ολύμπια» είδαμεν προχθές την νύκτα δέκα Γερμανούς μεθυσμένους. Ήσαν φρακοφορεμένοι, επιστρέφοντες πιθανώς από κάποια εορτή. Μαζί των εις το ζυθοπωλείον έφεραν και ένα τεράστιον σπαθωτόν κλάδον φοινικοειδούς τον οποίον ύψωναν ως εξαπτέρυγον βραδέως υπομουρμουρίζοντες άσματα ως ψαλμούς βομβούντες. Όλοι ήσαν νεαρώτατοι και με φυσιογνωμίας γερμανικάς. Κεφάλια δηλαδή στιλπνά, γυμνά, ως στρογγυλά τεμάχια ζαμπόν.

Οι Γερμανοί ήσαν τάπα. Τάπα όπως πρέπει να είνε ο άνθρωπος όταν κάποια αιτία, είτε εορτή, είτε νοσταλγία, είτε στενοχώρια, είτε λυγμός της ψυχής τον έβγαλαν έξω της τάξεως δια μίαν στιγμήν. Έρχονται στιγμαί εις την ζωήν, όπου ο άνθρωπος νηφάλιος είνε κτήνος και μόνον ως μεθυσμένος αποτελεί αρμονίαν με το σύμπαν.

Οι δέκα λοιπόν μεθυσμένοι Γερμανοί μου εφαίνοντο εκείνην την στιγμήν ως οι μόνοι εντός του ζυθοπωλείου δικαιολογούντες την ύπαρξίν των, ημείς δε οι άλλοι οι νηφάλιοι είμεθα εκεί μέσα ως τεταρτεύοντα πρόσωπα, ως άθλιοι κομπάρσοι της σκηνής.

Καθήμενοι από μακράν εις ένα τραπέζι με καλόν φίλον, αφηρέθημεν βλέποντες το θέαμα. Και ήτο θέαμα περίεργον. Οι δέκα Γερμανοί εγλεντούσαν Γερμανιστί. Δηλαδή εγλεντούσαν εν σιωπή, τάξει, ακρίβεια και αταραξία. Ήσαν μεθυσμένοι βαθέως, αλλά ουδείς κρότος, καμμία ταραχή, καμμία φωνή.

Κάποτε ύψωνεν ένας βραδέως την χείρα του και την εκτύπα εις τον ώμον του άλλου ακρότως. Μετά 20 λεπτά της ώρας άλλος έπαιρνε το ποτήρι και το έχυνεν εις το φράκο του συντρόφου του. Ακρότως. Μεθό έπιπτον εις νάρκην.

Άλλος εξυπνών και κυλίων την κεφαλήν του εις το στήθος, εμισομουρμούριζεν εκ βαθέων γερμανικόν άσμα κάτι περίπου ως το εξής:

Τσουμπερχάουυυζζζζ

Άουζζ

Άουζζ

Και επανέπιπτεν εις ύπνον.

Δύο άλλοι εσηκώνοντο επάλευον ως άτεχνοι μπεχλιβάνηδες ενώπιον όλων των θαμώνων του ζυθοπωλείου, αλλά ακρότως ως να το είχαν μυστικόν.

Τέλος όλοι αυτοί οι ευλογημένοι άνθρωποι, εφαίνοντο ως να είνε από λάστιχον, ως πλασμένοι από καουτσούκ, καθώς η ρόδες των αμαξών, δια να κάμνουν ησυχίαν και να μη ενοχλούν κανένα εις τον κόσμον. Τόση μπύρα είχε ροφηθή και κατάληγεν εις τόσην ησυχίαν!

Είπα εις τον φίλον μου:

-Έπρεπε να εκδοθούν προγράμματα αναγγέλοντα ότι αυτοί θα γλεντήσουν και τότε μόνον να πιστεύσωμεν ότι αυτό είνε γλέντι

Εις το θέαμα τούτο ανελογίσθημεν τους Ρωμηούς γλεντώντες ζωηρότερα, με περισσότερον θόρυβον. Αναγγέλλουν εις όλον τον τριγύρω κόσμον ότι γλεντούν. Διαφημίζουν το μεθύσι των. Εις τον θόρυβον είνε τεχνίται. Να πίνουν μόνον θα βροντήσουν τα χείλη των και θα κάμουν δυνατά: «Άαααιιιι» Έπειτα θα κακοτραγουδήσουν. Θα σφάξουν όλα τα τραγούδια του κόσμου. Και την Πουπούλ, και την Μποέμ, και την Μαρίκα, και το Κεραμιδαριό, όλα ομού, το ένα χωμένο μέσα εις το άλλο, ποτπουρί, πάρ’ τα μέσα άπαντα τα άσματα. Συνήθως δε το τραγούδι θα ανατεθή υπο της παρέας εις τον έχοντα συνάχι.

Έπειτα θα ειπούν τα αστεία των ή θα κάμουν πρόποσιν. Μεθό θα πέσουν εις σιωπήν και ένας εκ της παρέας θα αρχίση να διηγήται σοβαρώς και τραγικώς εις τους άλλους τα κατορθώματά του, με πόσα λεπτά άνοιξε το μαγαζί, πόσον κουβαρντάς είνε, πως απήντησεν εις τον άτιμον εκείνον που ήτο μπαγαπόντης. «Βρε συ, βρε, του λέω-να! να μη χαρώ τον πατέρα μου, τρία αδέρφια έχω, να μην τα ιδώ, αν λέω ψέμματα- βρε συ, βρε, του λέω, είσαι μπαγαπόντης, βρε! Και σ’ εμένα, σ’ εμένα βρε, του λέω (εδώ διάφορα σχήματα μεγαλαυχίας) σ’ εμένα βρε να μην τα κάνης αυτά. Γιατί εγώ βρε, είμαι άνθρωπος που θέλω την αλήθεια. Βρίσε με, αλλά ψέμματα μη μου λες» Το λοιπόν τον έκανα και πήρε τα μούτρα του. Είπα να του δώσω πέντε κατακεφαλιές, αλλά αντε να χαθή από κει … Κατάλαβες.

Ταύτα θα ακοή η παρέα εν βαθεία σιωπή και επινεύουσα, μεθό θ’ αρχίζουν άλλα ζητήματα, κουβαρνταλήκια. Αυτοβιογραφίαι και συζητήσεις περι των πάντων, διότι οι Έλληνες κυρίως μετά την μέθην συζητούν σοβαρώς. Και η ευθυμία θα εξακολουθήση μέχρι πρωίας, αλλά πάντως θα γίνεται θόρυβος.

Το αντίθετον αυτού του θορύβου το είδομεν εις την μαλακήν, σιωπηλήν, σοφήν μέθην των Γερμανών, οι οποίοι μολονότι ήσαν στουπί δεν έδιδον δείγματα υπάρξεως και εγλεντούσαν τρόπον τινά εσωτερικώς.

Δεν γνωρίζω ποίο γλέντι είνε το καλλίτερον, το ρωμαίικον ή το γερμανικόν. Δεν πρόκειται άλλως τε εδώ περί αυτού, αλλά μόνον περί φαινομένων πρόκειται, και όσοι έχουν το κουράγιο να τραβούν να βγάλουν πορίσματα, ας βγάλουν και 45 τοιαύτα. Το βέβαιον είνε ότι το αθόρυβον εκείνο γλέντι δεν ήτο αμέτοχον του γερμανικού συστήματος.

Οι άνθρωποι αυτοί έχουν υποβάλει και το μεθύσι των εις την πειθαρχίαν. Έχει και η παραφροσύνη των νόμους. Υπηρετούν και τα νεύρα των εις τον γερμανικόν στρατόν. Εις το μεθύσι των νυστάζουν χάριν της τάξεως, ησυχάζουν χάριν της τάξεως. Εάν σηκωθούν δύο και παλέψουν, ουδέν ποτήρι θα σπάσουν, χάριν της τάξεως. Εάν ο ένας χύση την μπύραν του εις τον άλλον ουδεμία σταγών θα χυθή εις το πάτωμα ή εις το πανταλόνι ξένου, και τούτο χάριν της τάξεως…

Ομολογώ ότι τους εζήλευα όταν τους έβλεπα διότι άλλοι άνθρωποι εις τοιούτον μεθύσι θα ανέτρεπον ολόκληρον πόλιν και αυτοί δεν ετάραξαν ούτε βελόνι από την θέσιν του. Είπα όμως μέσα μου:

-Αυτό πάλιν δεν είνε μεθύσι, είνε μαθηματικά.

Φαντασθήτε ευθυμίαν ως εξής:

Α+Β+2Γ= 3Α 4Ν».