Ένας κύριος κι ένας καφές (όταν η κρίση χτύπησε μέχρι και τον γλυκύ βραστό!)

Αρχές δεκαετίας 1930. Η οικονομική κρίση πλανάται δια πολλοστή φορά πάνω από την πρωτεύουσα, μόνο που αυτή τη φορά τη νύφη πληρώνει και ο καφές! Τα «Αθηναϊκά Νέα» έχουν το ρεπορτάζ:

«Ένας κύριος και ένας καφές!

Παρακολουθούμεν αυτό το ζεύγος, διότι περί ζεύγους πρόκειται, όπως θ’ αποκαλύψωμεν κατωτέρω. Ο κύριος εκάθησεν εις το κάθισμά του, εφώναξε το γκαρσόνι και έδωσε την παραγγελίαν.

-Γλυκύ βραστόν.

-Αμέσωωωωως.

-Και με φουσκαλίδες, σας παρακαλώ.

Ο υπάλληλος ήλθε μετ’ ολίγον κομίζων εντός δίσκου τον καφέ, όπως ακριβώς του παρηγγέλθη. Σαν πολύχρωμα πετραδάκια έλαμπαν η μικρές φουσκαλίδες εις την επιφάνειαν του φλυτζανιού. Ο κύριος έγειρε την κεφαλήν και εκύταζε. Έπειτα επήρε το φλυτζάνι στο χέρι, μαλακά μαλακά, ως να ήτο φαρφουρένιο τουλάχιστον και μετά της ιδίας προσοχής το επλησίασεν εις τα χείλη.

Ελέγατε ότι δεν έπινε καφέ, αλλά εφιλούσε στόμα γλυκό και αγαπημένο. Κατόπιν το άφησεν εις το μάρμαρο του τραπεζιού και έγειρε επάνω την κεφαλή του. Αυτή δε η λεπτολόγος, η επιμελής, η προσεκτική, η διακριτική ανεβοκατάβασις, εξηκολούθησε μέχρι τέλους. Τότε το γκαρσόνι επλησίασεν εις το τραπέζι του κυρίου και όταν είδεν ότι ερροφήθη ο καφές επεχείρει να τον αναλάβει:

-Δεν τον ήπιατε;

-Νίκο παιδί μου, αυτό δεν σε ενδιαφέρει. Τον ήπια αλλά επιθυμώ να μείνω μαζύ του επί τινά λεπτά.

-Αστειεύεσθε.

-Ομιλώ καθαρώς. Θέλω να μείνω μαζύ του.

Τον παράδοξον αυτόν διάλογον μεταξύ του κυρίου και του γκαρσονιού παρηκολούθησε ένας γείτων του πρώτου. Εθεώρησε λοιπόν ότι του επιβάλλεται να παρέμβη.

-Με τον καφέ;

-Μάλιστα.

-Επιθυμείτε να μείνετε μόνος με τον καφέ;

-Έστω και με το φλυντζάνι.

-Έχετε μήπως να συζητήσετε, ερώτησε γελών ο παραπλεύρως ενώ επλησίασε το κάθισμά του περισσότερον.

Αλλά ο κύριος δεν εγέλασε ποσώς. Ήναψε μόνον το τσιγάρο του, το έφερεν εις το στόμα του, εξηγήθη κατόπιν:

-Αγαπητέ μου, δεν σας παρεξηγώ χάρις εις την νεότητά σας. Εάν είσθε πειο μεγαλύτερος θα ηδύνασθε ν’αντιληφθήτε ότι δεν υπάρχει τίποτε απολύτως το εκπληκτικόν εις αυτήν την υπόθεσιν.

-Μα τι λέτε; Μπορεί να έχη υποθέσεις ένας άνθρωπος με έναν καφέ;

-Εσείς βλέπετε το ρόφημα, το φλυντζάνι, το δίσκο, το ποτήρι με το νερό και είναι φυσικόν να παραξενεύεσθε.

-Εσείς βλέπετε τίποτε άλλο;

-Ασφαλώς. Εγώ βλέπω επάνω τους όλα αυτά τα μικρά, τα τιποτένια, τα καθ’ εαυτά ασήμαντα πραγματάκια, όλην την ιστορίαν μου. Με αυτά έζησα.

Ο καφές! Ιδού ο παλαιότερος, ο πιστότερος, ο απαραιτητότερος, ο αγαπητότερος σύντροφος κάθε αληθινού Αθηναίου. Εκείνος μας παρηκολούθησεν από τότε που είμαστε μικρά φοιτητάκια, εως τώρα που εγηράσαμε. Αυτός μας έτερψε, μας παρηγόρησε όταν είμαστε στενοχωρημένοι. Γύρω από αυτόν, καθώς τον έφερνε ο υπάλληλος του καφενείου και τον απέθετεν εις το τραπέζι μας, συναντούσαμεν επί έτη πολλά τους γνωστούς μας, ευρίσκαμε τους φίλους μας, εσχηματίζαμε της παρέες μας, κοντά του ανακοινώναμεν προς αλλήλους τας σκέψεις μας, εκαυγαδίζαμεν δια τα πολιτικά, εψηφίζαμεν νομοσχέδια, εσχολιάζαμεν την διεθνήν κατάστασιν, παρηκολουθούσαμεν τους πολέμους.

Ο αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς όλων των σκέψεών μας, των διανοημάτων μας, των φληναφημάτων μας, των ανοησιών μας, υπήρξεν ο καφές.

-Έστω. Αλλά διατί σήμερα αυτού του είδους αι εξαιρετικαί συγκινήσεις;

-Διότι ο καφές αρχίζει και εκείνος να μας εγκαταλείπει. Από δεκάλεπτος έγινε δεκαπεντάλεπτος, έπειτα εικοσάλεπτος, έπειτα τριακοντάλεπτος, έπειτα πεντηκοντάλεπτος, έπειτα ογδοηκοντάλεπτος κτλ.. Όλο αυξάνεται η τιμή του. Τώρα βλέπω εις τας εφημερίδας να γίνεται λόγος περί νέας αυξήσεως. Πού θα πάει αυτή η δουλειά. Θα χωρίσωμεν κατ’ ανάγκην.

Τι συγκινητικός χωρισμός τη αληθεία. Ο Έλλην θα ευρεθή υποχρεωμένος αν όχι να καταργήση τελείως, να περιορίση οπωσδήποτε την συνήθειαν του καφέ».