Όταν αι απανταχού αρτίστες έσπευδαν στην Παλιά Αθήνα για δόξα και… χρήματα

Είναι αρχές της δεκαετίας του ’30 και η «Εβδομάς» κάνει ένα σπαρταριστό ξεκαθάρισμα με όλες αυτές τις ξένες αρτίστες-o tempora o mores- που έχουν κατακλύσει Αθήνα και Πειραιά:

«Παράλληλα με τους υδάτινους κατακλυσμούς που μας πρόσφερε τις τελευταίες αυτές βδομάδες ο Αττικός ουρανός, συναγωνιζόμενος στην σκυθρωπότητα και στην γκριζάδα και τους πιο απαίσιους βόρειους συναδέλφους του, κατέφθασαν στην κλεινή πρωτεύουσά μας άπειρα βαγόνια και καράβια φορτωμένα μ’ αρτίστες- αρτίστες απ’ όλα τα πέρατα του κόσμου- που κατέκλυσαν τα διάφορα καμπαρέ και ντάνσιγκ υπόγεια και μη.

Κάθε πρωτεύουσα, κάθε πόλις μπορεί να φημίζεται για κάτι. Άλλη για τα πανεπιστήμια της, άλλη για το λανσάρισμα της μόδας, άλλη για το μελόδραμά της, για τις ταυρομαχίες της, για τα γλυκά της, για τα γλέντια της. Κι’ η Αθήνα μας λοιπόν, πρωτεύουσα κι’ αυτή σαν τις άλλες μπορεί επίσης αξιόλογα να φημίζεται για την υποδοχή και το λανσάρισμα η καλλίτερα για την παρουσίασι, γιατί δεν πρόκειται περί λανσαρίσματος, των ξένων αρτιστών. Και εξηγούμαι…

Κάθε αρτίστα που στην πατρίδα της η στις άλλες πρωτεύουσες της Ευρώπης πρώτα κι’ ύστερα των Βαλκανίων, δεν μπόρεσε όχι μόνον να κουτσοσταθή, αλλά ούτε να δημιουργήση την ελάχιστη θέσι η όνομα, μπαρκάρει σ’ ένα καράβι η σ’ ένα σιδηροδρομικό βαγόνι και με εισιτήριο τρίτης θέσεως φθάνει στην Αθήνα όπου για την φιλοξενία και την αναγνώρισι του ταλέντου της είναι βεβαία.

Γερμανίδες, Ουγγαρέζες, Πολωνίδες, Εβραίες, Τσέχες, Ιταλίδες, Φραντσέζες, Ρώσσες, Σκανδιναυές και τέλος πάντων κάθε καρυδιάς καρύδι αφού επισκεφθεί όλα τα μέρη του κόσμου και σημειώσει αποτυχίες, κι’ αφού περάσει δεκάδες ετών από την ευτυχισμένη ημερομηνία που γιόρτασε την επέτειο των είκοσι και ενός Μαίων της, σκέφτεται ότι υπάρχει και κάποια πόλις στο παγκόσμιο στερέωμα ακούουσα στο όνομα «Αθήναι» και έχουσα την ευτυχία να συγκαταλέγεται μεταξύ των πρωτευουσών της υφηλίου και της οποίας οι κάτοικοι έχουν τα καλλίτερα αναμφιβόλως γι’ αυτές προτερήματα να χάφτουν δηλαδή κάθε φαντασιοπληξία του πρώτου τυχόντος καλλιτεχνικού διευθυντού καμπαρέ και δεύτερο να ξοδεύουν λεφτά ασυλλόγιστα, μόνο και μόνο για να εξασφαλίσουν ένα γλυκό μειδίαμά τους, για να ζήσουν στην ευτυχισμένη θέσι να θεωρηθούν από τους άλλους συμπατριώτας των οι ευνοούμενοί τους, οι συνοδοί των -έστω και μέχρι του έξω κατωφλιού μόνον του σπητιού των…

Και σ’ αυτήν την πόλιν, την τόσο εξαιρετικά ευνοϊκή γι’ αυτές στρέφουν τα μάτια των όλες αυτές οι μεγαλόσχημες και κατά φαντασίαν καλλιτέχνιδες του έξω κόσμου εις τας παραμονάς της δύσεως της ζωής των.

Το ταξείδι δεν κοστίζει άλλωστε πολλά κι’ η επιτυχία είναι εκ των προτέρων εξησφαλισμένη. Αρκούν λίγες κινήσεις των ποδιών και των χεριών, λίγο καλό μακιγιάρισμα, οξυζεναρισμένα μαλλιά, λίγες φορεσιές ενός ακαθορίστου βεστιαρίου κι’ ένα κτυπητό όνομα. Γιατί αν αυτές δεν κατορθώσουν απ’ έξω μαζύ με τ’ άλλα μπαγκάζια των αναλαμβάνει την φροντίδα, επιτυχέστατα άλλωστε, ο διευθυντής η ο ρεζισέρ του κέντρου που θα χορέψουν.

Λίγες μέρες πριν φθάσουν, αρχίζει η ρεκλάμα. Πάτε να πιήτε το ουίσκυ σας το βράδυ στο καμπαρέ και βλέπετε τον διευθυντήν να σας πλησιάζη με ύφος σοβαρότατον και ενθυμίζον κατά τι μυθικώς πλουτίσαντα χρηματιστήν η γόνον αριστοκρατικής οικογενείας.

Σας καλησπερίζει, σας λέγει ένα, δύο κομπλιμέντα και σας ρωτά κατόπιν πως σας φαίνεται το πρόγραμμα.

Του λέτε κάποια καλή λέξι για να τον υποχρεώσετε η για να του ανταποδώσετε τα προηγουμένως απευθυνθέντα κομπλιμέντα του, οπότε αυτός εξανίσταται, διαμαρτύρεται, σας λέγει ότι δεν είναι ευχαριστημένος, αλλά… (εδώ ακριβώς έγκειται το μυστικόν της τέχνης του)… αλλά σε λίγες μέρες θα πάρη την ρεβάνς του και προς απόδειξιν, ανασύρει από την τσέπην του, δεσμίδα φωτογραφιών, τυπομένων ασφαλώς προ εικοσαετίας, και σας τις δείχνει. Είναι το νέο άστρο! Η διάσημη χορεύτρια των Φολί Μπερζέρ και του Λίντο του Παρισιού, η της ¨Μπαρμπερίνας» του Βερολίνου, του «Άστορ» της Βιέννης, και χιλίων δύο άλλων διεθνούς φήμης χαιρόντων καμπαρέ.

Αυτό λοιπόν μάλιστα κύριε, αυτό το περίφημον άστρο, κατόρθωσε ύστερα από τόσους μόχθους και έξοδα… αλλά καλλίτερα μην ρωτάτε γιατί θα κουρασθήτε και σεις … να το αγκαζάρη για λίγες βραδυές και να το παρουσιάση στους πελάτες του.

Σεις μένετε ευχαριστημένος και φεύγετε με την ελπίδα ότι θα μπορέσετε επί τέλους να θαυμάσετε σε λίγες μέρες ένα τόσο φημισμένο άστρο.

Ποια θα είναι η έκπληξί σας όταν ύστερα από λίγες μέρες κι’ από συνεχή ρεκλάμα, δήτε έξαφνα μπροστά σας να χορεύη ανάμεσα από το φως των χιλίων δυό πολυχρώμων λαμπτήρων μια μάζα από κρέας, κόκκαλα και μια τούφα μαλλιά.

Αυτό δεν μπορώ δυστυχώς να σας το περιγράψω. Σας αφίνω καλλίτερα μόνους σας να το σκεφτείτε και να το κρίνετε.

Φαντασθείτε μόνο ότι ύστερα από τους τόσους επαίνους που μ’ αυτούς σας επιπίλισε κυριολεκτικά το κεφάλι ο κύριος καλλιτεχνικός διευθυντής του κέντρου, ύστερα από της τόσες ωραίες φωτογραφίες που είδατε, ύστερα τέλος πάντων από τα τόσα όνειρα και της ελπίδες που έθρεψε η φαντασία σας, να βρεθήτε έξαφνα υποχρεωμένος να θαυμάσετε κάτω από το ηδυπαθές συμπαθητικό ημίφως της χορευτικής πίστας, ένα ξεχαρβάλωμα κρεάτων και κοκκάλων! Και το χειρότερο αυτή η επίδειξις να γίνεται τη συνοδεία μιας μουσικής εύθυμης, γεμάτης ζωής, ενώ θα ήταν πολύ προτιμότερο να την συνόδευαν οι πένθιμοι σκοποί μουσικής κηδείας…

Αλλά αν δεν ξαναπατήησετε εσείς, θα ξαναπατήσουν οι άλλοι, οι άλλοι, οι πολλοί  άλλοι. Κι’ έτσι το κόλπο θα επιτύχη -όπως πάντοτε άλλωστε.
Τώρα θέλετε να μάθετε το κορύφωμα της απογοητεύσεως; Σε λίγο θα μάθετε ότι η γραία αυτή έγινε φιληνάδα του τάδε που ξοδεύη κάθε βράδυ γι’ αυτήν αλύπητα, και σε λίγο καιρό θα την δήτε και δεν θα την γνωρίσετε.

Το βεστιάριο της θα ύπερπληρωθή με τουαλέττες, ίσως της δανείσουν και κανένα αυτοκίνητο, η ολιγοήμερος διαμονή της εις το καμπαρέ, θα παραταθή επ’ αόριστον, και τέλος αν καμμιά φορά, Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος, αποφασίση να φύγη θα ταξιδέψη σε πολυτελεστάτην καμπίνα η στο βαγκόν-λι.

Ευτυχώς βλέπετε γι’ αυτήν, η μεν Αθήνα της εξησφάλισε τον θρίαμβον, οι δε Αθηναίοι τον πλούτον.

Να λοιπόν το μυστικό που κρύβουμε εμείς εδώ, και να γιατί σκορπίζουμε τόσο αφειδώς τίτλους σε όλο τον κόσμο που μας επισκέπτεται. Ύστερα-τι βαρβαρότης αλήθεια- υπάρχουν άνθρωποι που λεν ότι οι Αθηναίοι είναι αφιλόξενοι και το χειρότερο απ’ όλα ότι δεν είναι έξυπνοι!

Μα είναι λοιπόν δυνατόν;»