Ο «θάνατος» του εμποράκου

Το σημερινό μας σημείωμα για την επιχείρηση του μήνα είναι διαφορετικό. Δεν θα παινέσουμε μια επιχείρηση από τα παλιά, ούτε θα αναδείξουμε μια προκομμένη οικογένεια ή επιχειρηματία. Θα θρηνήσουμε τον «θάνατο» του εμποράκου.

Θα μου πείτε, στις μέρες μας ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος έμπορος που κλείνει είναι. Συμβαίνει όμως ο «δικός» μας εμποράκος να ήταν ένας από τους πιο αγαπητούς καραγκιοζοπαίχτες της Αθήνας. Κι ακόμη, ο «δικός» μας εμποράκος ήταν ένας από τους πιο τίμιους και διαβασμένους παλαιοπώλες, που κατόρθωσε να συγκεντρώσει απίθανα ενθύμια από την Παλιά Αθήνα. Τώρα πρέπει να κλείσει το μικρό του μαγαζάκι (ούτε 30 τ.μ.) για λόγους υγείας και φυσικά λόγω της κρίσης.

Τα ενθύμια της Παλιάς Αθήνας είναι που τον κάνουν δικό μας. Δεν πρέπει να χαθούν, ούτε να πέσουν σε άσχετα χέρια. Πρέπει να τα πάρουν άνθρωποι που αγαπούν την πόλη μας.

Περάστε λοιπόν από την οδό Απόλλωνος (αριστερή παράλληλος κατεβαίνοντας την Μητροπόλεως). Στον αριθμό 20 μην προσπεράσετε και ας φαίνεται κλειστό και εγκαταλελειμμένο το μαγαζί. Ανοίξτε και μπείτε. Ο εμποράκος Σταύρος Τάσσης σας περιμένει 10:00 με 14:00, ίσως και λίγο αργότερα.

Έτσι πέρασα κι εγώ το κατώφλι του μικρού μαγαζιού την επομένη της μεγάλης νεροποντής. Ο κυρ-Σταύρος δεν ήταν και στις καλύτερές του. Σαφώς κρυωμένος με μπέρδεψε με κάποιον Γιώργο. Δεν του χάλασα το χατίρι, αφού ξεκινήσαμε έτσι την σύντομη συνομιλία μας σε πολύ φιλική ατμόσφαιρα.

-Κυρ Σταύρο πόσα χρόνια είσαι στην πιάτσα;

-Πάνω από 50 φίλε μου. Ξεκίνησα καραγκιοζοπαίχτης στο Μαρκόπουλο μετά το ’60. Κατασκεύαζα τις φιγούρες μόνος μου. Πήγαινα στους μπακάληδες και τους ζητούσα άδεια κιβώτια «Νουνού» που είχανε σκληρό χαρτόνι. Στηνόμουνα στις γραμμές του τρένου και όταν πλησίαζε άπλωνα μεγάλες πρόκες. Όταν πέρναγε το τρένο οι πρόκες είχαν γίνει ωραία κοφτερά κοπίδια με τα οποία κένταγα, όπως λέγαμε εμείς στη γλώσσα μας, όλες τις απαραίτητες φιγούρες. Μετά τις ζωγράφιζα με κηρομπογιές. Ήμουν καλός σε όλα αυτά, όχι βέβαια σαν τον Κούζαρο. Αυτός ήταν ο καλύτερος απ’όλους μας. Τι Μολλάς και Σπαθάρης· κανείς δεν έπιανε μπάζα μπροστά του.  

Επειδή δεν είχα λεφτά, έπαιζα στις διάφορες συνοικίες σε αυλές μεγάλων σπιτιών. Εκεί να δεις κόσμος που μαζευότανε. Πολλά πιτσιρίκια, πολλές γριές, λιγότερες μανάδες, σχεδόν καθόλου άνδρες. Είχα ένα μόνο σεντόνι και γύρω-γύρω ζωγραφισμένα τσουβαλόπανα για ντεκόρ. Κάποιες φορές απ’τα αναμμένα κεριά έπιανε και καμιά ψιλο-φωτιά προς μεγάλο γλέντι του κόσμου. Την παράσταση την έδινα μόνος μου τουλάχιστον 2 με 3 ώρες. Τα χέρια πήγαιναν αστραπή. Μέχρι και την καραμούζα έπρεπε να μιμούμαι σε μουσική υπόκρουση. Ωραία χρόνια!

-Και μετά;

-Μετά έγινα παλαιοπώλης. Λόγω Καραγκιόζη, πολλές γνωριμίες βλέπεις. Όταν πέθαινε ο παππούς, η γιαγιά πούλαγε. Ερχόταν λοιπόν γεμάτη πράγματα να τα κάνει λεφτά. Ωραίες εποχές. Όλοι κερδίζαμε· και εμείς και οι πελάτες. Είχα και διεθνή πελατεία. Από την Απόλλωνος περνάγανε κάθε μέρα πολλοί τουρίστες για να πάνε στην Πλάκα. Η πινακίδα αυτή, μου λέει, δείχνοντάς μου την ξεκρέμαστη πια παλιά πινακίδα με τον Καραγκιόζη και τον Χατζηαβάτη, ήταν μεγάλος κράχτης.

-Κυρ Σταύρο περαστικά κι εύχομαι ό,τι καλύτερο για σένα και τα ωραία πράγματα που έχεις μαζέψει με τόσο μεράκι στο μαγαζάκι σου!