Νεάπολη Εξαρχείων

Ένας ευαγής βωμός της Αφροδίτης στη Νεάπολη…

Το 1893 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Φέξη», η τρίτομη ηθογραφία-μυθιστόρημα του λόγιου Νίκου Σπανδωνή, «Η Αθήνα μας». Πρόκειται για μια μοναδική πηγή, η οποία βοηθά στο να κατανοήσει κανείς την καθημερινότητα της εποχής (κάπου στο 1890), τις ερωτικές ανησυχίες των νέων και ιδιαίτερα την κρυφή εικόνα της ερωτικής Αθήνας!

Έχουμε γράψει, σε άλλο μας σημείωμα, ότι στην Ερμού και στους γύρω παραδρόμους της, παιζόντουσαν καθημερινά περίεργα και πικάντικα «παιχνιδάκια», στα κάθε λογής σαλόνια γυναικείων ενδυμάτων και καπέλων…  Ποιος θα το πίστευε όμως, ότι το «ανάκτορο» της κολασμένης Αθήνας θα βρισκόταν στην «αθώα», νεόκοπη συνοικία της πόλης, τη Νεάπολη!  

Κυρίες, κύριοι, σας παρουσιάζουμε την περιβόητη κερά-Κασσιού και τα σπίτια της. Εκεί που παιζόταν το πραγματικά χοντρό παιχνίδι, με τις παντρεμένες της αριστοκρατίας:

«Μία από τας περιεργοτέρας μορφάς των Αθηνών των χρόνων εκείνων ήτο και η κερά Κασσιού. Αθηναία, γεννηθείσα εις την Πλάκα, ενωρίς όμως ξενητευθείσα, επέρασε την πρώτην νεότητά της εν Σμύρνη, όπου είχε νυμφευθή ένα υπηρέτην ξενοδοχείου. Συζήσασα μετ’αυτού μόλις εν έτος, εγένετο ερωμένη ενός διευθυντού ατμοπλοϊκής εταιρίας, εταξείδευσε μετ’αυτού εις την Μασσαλίαν, ηράσθη ενός θαυματοποιού, τον ηκολούθησεν εις πλείστα μέρη, επεσκέφθη τους Παρισσίους, όπου έκαμεν επί τινά χρόνον την Περσεφόνην, και τέλος εξέπεσεν εις ένα οίκον απωλείας εν Μασσαλία. Εκεί την ηράσθη ένα πλουσιόπαιδο, υιός μεγάλου Έλληνος εμπόρου, εξετρελλάθηκε μαζύ της, έφαγε μέρος της περιουσίας του και μίαν ημέραν την ηκολούθησεν εις Αθήνας, όπου την έσυρεν, ως μαγνήτης η νοσταλγία.

Τι απέγεινεν ο εραστής της άγνωστον. Εκείνο όμως το οποίον είναι γνωστόν, είναι ο βίος και η πολιτεία της περιέργου αυτής γυναικός. Αφού εγύρισε τον κόσμον, αφού εδοκίμασε τα πάντα, αφού εγνώρισε παν είδος διαφθοράς εθεώρησε καλόν, με την τάσιν εκείνην, ην έχει ο χοίρος να κυλίεται εντός των ακαθαρσιών, να εφαρμόση εν Αθήναις παν ό,τι είδε και έμαθεν εις τας περιπλανήσεις της.

Κατ’αρχάς ίδρυσε εκεί κατά την Νεάπολιν ένα οίκον απωλείας κομίσασα εκ Σμύρνης ωραία κορίτσια. Ρέκτης όμως και έχουσα νουν ανήσυχον δεν ηδύνατο να αρκεσθή εις τούτο μόνον και ηθέλησε να ευρύνη τον κύκλον των εργασιών της. Εν τω οίκω της τούτω εύρε την ευκαιρίαν να γνωρίση παντός είδους άνδρας και επείσθη, ότι τα τοιούτου είδους ιδρύματα δεν έχουν πολλήν πέρασιν εν Αθήναις ή τουλάχιστον η εξ αυτών ωφέλεια δεν είναι και τόσον μεγάλη.

Οι αντιπρόσωποι των διαφόρων κοινωνικών τάξεων οι επισκεπτόμενοι το κατάστημά της απεκάλυψαν εις αυτήν χωρίς να θέλουν όλα τα παράδοξα πάθη των και τας αδυναμίας των και τη έδωκαν πιστήν εικόνα της διαφθοράς εν Αθήναις. Η κυρά Κασσιού εσκέφθη, ότι εκμεταλλευόμενη τας αδυναμίας ταύτας θα εκέρδιζε πολύ περισσότερα παρ’όσα μέχρι τούδε. Δι’ο και μίαν ημέραν αφήσασα την διεύθυνσιν του καταστήματός της εις μίαν τρόφημόν της απεφάσισε να πληρώση μίαν σπουδαιοτάτην, κατά τους πελάτας της, έλλειψιν των Αθηνών.

Ζητείται «σπιτάκι» με έντιμον εξωτερικόν

Πολλοί εξ αυτών τη υπέδειξαν, ότι συχνότατα έχοντες μίαν ερωμένην παρά τω καλώ κόσμω ή έχοντες σχέσεις με καμμίαν τιμίαν γυναίκα δεν έχουν που να την πάνε. Στο σπήτι της φυσικά δεν ημπορούν να την έχουν, στο δικό των δεν τολμά αύτη να υπάγη, τι να κάμουν λοιπόν; Ή αναγκάζονται με χίλιους δυο κινδύνους να της δίδουν ρανδεβού εντός αμάξης ή να ενοικιάζουν ολόκληρον σπήτι σε καμμίαν απόκεντρον οδόν και εκεί να την δέχωνται. Αλλ’αυτό όχι μόνον ήτο πολύ δαπανηρόν, αλλ’είχε και τους κινδύνους του διότι αργά ή γρήγορα η γειτονιά έπερνε είδησιν και τότε ήρχιζαν αι κατασκοπείαι, τα πειράγματα, η μπερμπαντιές, ενίοτε δε και αι καταγγελίαι προς την αστυνομίαν. Ενώ εάν είχον κανένα σπητάκι με έντιμον εξωτερικόν τότε θα ημπορούσαν να καταφεύγουν εις αυτό και να ευρίσκωνται εν πλήρει ασφαλεία.

Η διεφθαρμένη και πονηρά αύτη γυνή ηννόησεν αμέσως τι ωφέλειαν ηδύνατο να έχη από εν τοιούτου είδους ίδρυμα και πώς θα ηδύνατο να το εκμεταλλευθή. Φαντασθήτε γυνή έγγαμος, τρέμουσα και την σκιάν της ακόμη, να επισκέπτεται το σπήτι της δια να συναντήση τον εραστή της! Τι τρομάρες θα είχε και πώς θα εζήτει να ανταμείψη την εχεμύθειαν της κυράς Κασσιούς!

Αμ’έπος λοιπόν αμ’έργον με πολλήν τέχνην ενοικίασε μίαν καλήν οικίαν εις κεντρικόν μέρος, την επίπλωσε καλά, έκαμε πέντ’έξη αναπαυτικώτατες κρεββατοκάμαρες, τα δε λοιπά δωμάτια τα μετέβαλεν εις εργοστάσιον πίλων. Εις το μπαλκόνι τέλος έβαλε μίαν μεγάλην επιγραφήν: «Παρισινόν εργοστάσιον πίλων», ηγόρασε τρία τέσσερα φιγουρίνια έβαλεν ολίγα κορίτσια, τα οποία δήθεν έφτιαναν καπέλλα και ειδοποίησε τους πελάτας της.

Τι είδους καπέλλα έφτιαναν εκεί μέσα ευκόλως εννοείτε. Αλλά τούτο δεν εσήμαινε τίποτε. Εκείνο όπερ επεδίωκεν η κυρά Κασσιού το επέτυχεν. Η κυρία η οποία είχε ρανδεβού με τον φίλον της ηδύνατο άριστα και ασφαλέστατα να τον συναντά εις το εργοστάσιον των πίλων της κυράς Κασσιούς.

Εισερχομένη εις αυτό δεν ηδύνατο να εμπνεύση την παραμικράν υπόνοιαν εις τους μη μεμυημένους. Ανήρχετο την κλίμακα, έκαμνε δήθεν, ότι εκλέγει κανένα καπέλλο και εισήρχετο εις το δωμάτιον, εις το οποίον την επερίμενεν ο φίλος της.

Ένα κακόν μόνο είχε το κατάστημα αυτό. Ότι ο μεν έξω κόσμος δεν επίστευε τίποτε, οι μεμυημένοι όμως ηννόουν. Αν π.χ. σεις εδίδετε ρανδέ-βου εις της κυράς Κασσιούς εις την φίλην σας, και εβλέπατε αίφνης μίαν γνωστήν σας να εισέρχηται εκεί, αμέσως εννοούσατε διατί εισήρχετο και το πράγμα ούτως επροδίδετο.

Το μυστικό μιας «SAGE FEMME»

Η κερά Κασσιού ηννόησεν όλην την δυσκολίαν και το επικίνδυνον του πράγματος και ιδού τι εσοφίσθη. Εσοφίσθη να κάμη άλλο ένα δια τας πλέον γνωστάς, δι’εκείνας αι οποίαι έτρεχον περισσότερον κίνδυνον.

Προς τούτο ενοικίασεν εις μίαν από τας νέας οδούς της Νεαπόλεως, τας ολιγοκατοικουμένας, νεόδμητον οικίαν, με δύο εισόδους κυρίας και μίαν δια την υπηρεσίαν, με κήπον, με αυλήν ευρύχωρον, την εσιγύρισε καλά και εις την μίαν θύραν έβαλε μίαν γαλλική επιγραφήν: «SAGE FEMME» δια παν ενδεχόμενον.

Το νέον της τούτο καταγώγιον, το οποίον οι πελάται της ωνόμαζον το «μυστικό» της κεράς Κασσιούς, παρείχε πάσαν ασφάλειαν. Αι τρεις είσοδοι εξησφάλιζον τους εισερχομένους από κάθε κακήν συνάντησιν, πυκνά παραπετάσματα εμπόδιζον και τους έξωθεν να βλέπωσι ποιος είναι μέσα και τους έσωθεν να παρατηρούν εις την οδόν. Άλλως τε η κερά Κασσιού μαθηματικώτατα εκανόνιζε τας ώρας των ρανδέ-βου, προσεπάθει δια παντός τρόπου να μη γίνωνται συναντήσεις των πελατίδων της απ’έξω απ’το «μυστικό» της και εν γένει προσεπάθει δια παντός τρόπου ο τίτλος του καταστήματός της να δικαιολογείται πληρέστατα υπό των πραγμάτων.

Η επιτυχία υπήρξε πλήρης. Πάντες οι διασκεδάζοντες νέοι, πάντες οι σύζυγοι οι βαρυνθέντες την σούπαν και το βραστό, πάντα τα αδιόρθωτα γεροντοπαλλήκαρα εκεί συνήντων τας αγαπητάς της καρδίας των ή τα όνειρα του πόθου των.

Και φρικτή δυσωδία αίσχους, ατιμίας, απεριγράπτου βρώμας ανυψούτο προς τον πάντοτε αίθριον, προς τον από κανενός είδους ακαθαρσίαν δυνάμενον να ρυπανθή αττικόν ουρανόν, από το απαίσιον «μυστικό» της κυράς Κασσιούς, το οποίο βεβαίως θα είχεν υπ’όψει ο μέγιστος των ποιητών μας, ο Γεώργος Σουρής, όστις μόνος έννοιωσεν όλην την οικτράν διαφθοράν της κοινωνίας μας και απέδωσε με τους εξής στίχους:

Εκεί προς την Νεάπολιν, καλά δεν ξέρω πού,
εις μέρος τι ανώνυμον αγνώστου ατραπού,
Υψούτο οίκος ευαγής, βωμός της Αφροδίτης,
κι’εκεί πολλούς εμάζωνε το άτακτο παιδί της.
Κυρίαι δε και δέσποιναι της αριστοκρατίας,
προσήρχοντο εις τον βωμόν δια πολλάς αιτίας,
η μεν γιατί ο άνδρας της ετράβηξε κανόνι
και τα φουστάνια της Λιζιέ δεν είχε να πληρώνη,
Η δε γιατί ο άνδρας της δεν ήτο μαλακός
και δύστροπος εφαίνετο κ’ολίγον τι κακός,
Κι’ενώ αυτή τον σύζυγον καθ’όλα ευχαρίστει,
από το ξύλο το πολύ της άλλαξε την πίστι,
Η δε γιατί ο άνδρας της ουδ’άπαξ του μηνός
δεν έμεινε τουλάχιστον ο άθλιος κατ’οίκον.
Η δε γιατί ο άνδρας της δεν ήτο ικανός
να εκτελή το ιερόν συζυγικόν καθήκον•
Αυτή γιατί ο άνδρας της της είχε κάμει ντέφι
την προίκα της την μετρητή ‘ς της τράπουλας τον τζόγο,
εκείνη από έρωτα κι’η άλλη από κέφι,
και τέλος πάντων καθεμιά είχε και κάποιο λόγο.
Και πάμπολλοι προσήρχοντο εκεί εκ των εν τέλει,
διαπρεπή κι’επίσημα της πολιτείας μέλη,
Ιππόται με παράσημα, ταινίας και τιμάς…
θα είχαν βέβαια κι’αυτοί ευλόγους αφορμάς».

(σ.σ. Η αναφορά στα φουστάνια της Λιζιέ, στο παραπάνω έμμετρο, είναι σωστή. Στα σαλόνια της Λιζιέ ντυνόντουσαν οι κυρίες της πρώιμης Παλιάς Αθήνας. Ένα είναι σίγουρο· τουλάχιστον εκεί δεν γινόντουσαν όργια…)