Θωμάς Σιταράς: Μια ιδιαίτερη συνέντευξη για την Παλιά Αθήνα
Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου μου βιβλίου «Τα Ανάλεκτα της Παλιάς Αθήνας» σας παραθέτω, στη «Συνέντευξη του Μήνα», μια συνομιλία μου με τον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη, που θα δημοσιευθεί στο λογοτεχνικό περιοδικό «Διάστιχο»:
Από το εξώφυλλο του βιβλίου μάς προδιαθέτετε ότι θα περάσουμε όμορφα διαβάζοντας «Τα Ανάλεκτα της Παλιάς Αθήνας». Τι είναι αυτό που θα μας κερδίσει να διαβάσουμε το βιβλίο σας;
Θα μεταφερθείτε, θέλοντας και μη, σ’έναν κόσμο που είναι δύσκολο να βιώσει ο σημερινός κάτοικος της πόλης. Έναν κόσμο γεμάτο ανθρωπιά, κοινωνική συνοχή, απίστευτη αίσθηση χιούμορ, απλότητα και ηρεμία. Δεν είναι λίγες οι στιγμές που ο αναγνώστης θα ζηλέψει και θα ήθελε να βρισκόταν κι αυτός εκεί. Εξάλλου, η πλούσια εικονογράφηση δεν αφήνει περιθώρια για απορίες…
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, μας καλείτε να ταξιδέψουμε μαζί στα παλιά χρόνια. Και σας ακολουθούμε. Πάμε σαν άλλοτε…
Είναι τόσα τα μέρη που θα επισκεφθούμε: Πλάκα, Ψυρρή, Νεάπολη, Μεταξουργείο, Πετράλωνα, Ομόνοια, Γκάζι, Λιμάνι, Παραλιακή μέχρι τη Βουλιαγμένη. Αρχοντικά και φτωχόσπιτα, καφενεία, ταβέρνες, ζαχαροπλαστεία, θέατρα -και Καραγκιόζης παρακαλώ-, κινηματογράφοι και άλλοι τόποι κοινωνικής συνάθροισης -συμπεριλαμβανομένης και μιας σειράς από γκαρσονιέρες γεμάτες άτακτους-, μας περιμένουν με ορθάνοιχτες πόρτες για να μας αποκαλύψουν απίστευτες και διασκεδαστικές ιστορίες.
Η διαδρομή γίνεται με κείμενα αλλά και με εικόνες μιας εποχής που εμείς δεν ζήσαμε. Γιατί μας γοητεύει, ακόμη, εκείνη η εποχή;
Πάντα, όταν ακούγαμε «Στης Πλάκας τις ανηφοριές», γεμίζαμε νοσταλγία και ευτυχώς, το ιστορικό κέντρο της πόλης κατόρθωσε να επιβιώσει από την λαίλαπα της πολυκατοικίας και βρίσκεται εκεί, πολύχρωμο άλμπουμ εκείνης της ωραίας εποχής. Η νοσταλγία που είναι κάτι το ανθρώπινο, παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις σε περιόδους έντονης κρίσης, αφού ο άνθρωπος πασχίζει να ξεφύγει από αυτό που θέλει να αποφύγει. Τότε το παλιό, παίρνει άλλες μορφές, απίστευτα δελεαστικές. Μας αφήνει έκπληκτους και επιβεβαιώνει τα παραπάνω η συμμετοχή σε όλα αυτά και μεγάλης μερίδας νέων, κυρίως 20-30 ετών.
Ήμουν προχθές σε ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο που είχε το βιβλίο μου τοποθετημένο σε περίοπτο θέση, ανάμεσα και στις άλλες πρώτες κυκλοφορίες. Παρατηρούσα τη συμπεριφορά των υποψηφίων αναγνωστών. Ε, λοιπόν, τη μία ώρα που κάθισα, όσοι αγόρασαν το βιβλίο ήταν σχεδόν όλοι νέοι!
Τότε στην Αθήνα που δένανε τα σκυλιά με τα λουκάνικα. Αλήθεια, πώς περνούσε την καθημερινότητά του ο Αθηναίος;
Εξαρτάται από την περίοδο. Άλλη η καθημερινότητα, σε γενικές πάντα γραμμές, μεταξύ 1834-1880 και άλλη τις χρονιές 1880-1940, ιδιαίτερα δε μετά το 1923.
Ας δούμε την πρώτη:
Πρώτη δουλειά της ημέρας, ήταν να πάει ο Αθηναίος να ψωνίσει τα της ημέρας από την παλιά αγορά που βρισκόταν τότε στο τέρμα της οδού Αιόλου. Μη λησμονείτε, ότι μιλάμε για μια εποχή χωρίς ψυγεία και πάγο. Ακολουθούσε παράδοση των ωνίων στο σπίτι για να αρχίσει κάτι να κάνει και η σύζυγος! (μαγείρεμα με κάρβουνα, αργότερα με γκαζιέρες πετρελαίου, φροντίδα των παιδιών που δεν ήσαν και λίγα, φροντίδα του σπιτιού). Ό,τι αφορά τον σύζυγο, αν δεν πήγαινε στη δουλειά του (τότε δουλεύανε όλη μέρα με μεσημεριανή διακοπή για φαγητό και υπνάκο), αγαπημένο στέκι ήταν φυσικά το καφενείο όπου έβλεπε τους φίλους του, πολιτικολογούσε με πάθος, διάβαζε οπωσδήποτε εφημερίδες για να είναι πάντα ενήμερος, έπαιζε τάβλι και κοντσίνα. Μετά τη δουλειά, γινότανε και ένα πέρασμα στα ταβερνάκια με την κεχριμπαρένια και τους μεζέδες· άλλη παρέα εκεί. Όταν θυμόταν ότι είχε και οικογένεια, τους έβγαζε στο ζαχαροπλαστείο. Στις γιορτές γινόντουσαν οικογενειακές επισκέψεις μετά «αρτοκλασίας» σε φίλους και συγγενείς, μέχρι δεκάτου πέμπτου βαθμού. Να μη ξεχάσουμε και τους ανύπαντρους, ρομαντικές εποχές… ξέρετε, χεράκι-χεράκι και απίστευτες πεζοπορίες.
Ας δούμε τώρα και την δεύτερη περίοδο που εστιάζει το βιβλίο μου:
Ξεκινάμε με την γυναίκα που βγαίνει πλέον από το σπίτι, είτε για ψώνια, είτε γιατί έπιασε κι εκείνη δουλειά και είναι ανεξάρτητη από μπαμπάδες, αδελφούς και συζύγους. Δίπλα στα καφενεία, τα ζαχαροπλαστεία, τις ταβέρνες και τα εστιατόρια της παλιάς καλής εποχής, έχουμε πλέον Ντάνσινγκ-Βαριετέ, Σινέ-μπαρ-Κονσέρ, Τουσινέ-Κονσέρ-Βαριετέ, Cabaret-Dancing, Concert, Music-Hall, Μπουάτ, Ούζο-Μπαρ, Αναψυκτήριον, Σκαίιτινγκ-Μπαρ, Roof Garden και 40 άλλες ονομασίες που δεν τολμώ να καταγράψω, γιατί θα σας πονοκεφαλιάσω. Η Αθήνα ζει τη ζωή της με τον πιο δυναμικό τρόπο. Πολλά παραστρατήματα, πολλές καταστάσεις. Έξω καρδιά! Να μη ξεχάσουμε και τους ανύπανδρους. Πάνε οι ρομαντισμοί… Η Αθήνα γέμισε γκαρσονιέρες και ο σώζων εαυτόν σωθήτω…
Ήταν καλύτερη σε ποιότητα η ζωή τότε ή στην σημερινή εποχή είναι καλύτερα;
Κάθε εποχή με τη χάρη της. Δεν ξέρω αν θα ήθελα να ζω συνεχώς εκείνη την περίοδο. Έλειπαν πολλές από τις ευκολίες που έχουμε σήμερα. Επιδημίες θέριζαν συχνά-πυκνά τους κατοίκους της πόλης. Οικονομικές δυσπραγίες, πόλεμοι και επιστρατεύσεις. Η ζωή δεν ήταν εύκολη.
Από την άλλη μεριά, το να τρώει όλη η οικογένεια μαζί, ν’ακούς τα παραμύθια της γιαγιάς, να περνάς τις γειτονιές και να χαζεύεις τις νοικοκυρές που κουτσομπολεύουν μαζεμένες σε παρέες, ν’ακούς φωνές παιδιών στο δρόμο, μικροπωλητές να διαλαλούν τα καλούδια τους, να ζεις σε μια πόλη γεμάτη νεοκλασικά, αρώματα, γλάστρες, χρώματα. Λίγο το έχετε κι αυτό; Κομμάτι δύσκολη η ερώτησή σας.
Η περίοδος του βιβλίου είναι οι δυο δεκαετίες του 1920 και 1930. Ποια ήταν η εποχή της Belle Époque της Αθήνας;
Τυπικά ήταν το 1880-1910 γιατί μετά ακολουθεί ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Αν όμως ξεκολλήσουμε από την γαλλόφωνη ετικέτα και μπούμε στην ελληνική ουσία, θα έλεγα απερίφραστα ότι Ωραία Εποχή (Belle Époque) ήταν η περίοδος 1923-1940. Γλυκιά ζωή, με τα όλα της για ουκ ολίγους.
Καφενεία, εστιατόρια, ήταν αγαπητοί χώροι και σύχναζε όλος ο κόσμος. Αυτά σώζονται μέσα από φωτογραφίες και από γραπτά κείμενα. Δεν υπάρχει όμως τίποτε απ’όλα αυτά. Γιατί συνέβη αυτή η ιστορική κατεδάφιση του ιστορικού και πολεοδομικού χώρου της Αθήνας;
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή η Αθήνα γέμισε πρόσφυγες και άρχισε το πανηγύρι της εκμετάλλευσης και της αισχροκέρδειας. Δημιουργήθηκε μια νέα κοινωνική τάξη Νεόπλουτων που είχαν οδηγό το σύνθημα «λεφτά, γυναίκες και κοιλιά είναι η καλύτερη δουλειά». Σ’αυτούς πρέπει να χρεωθούν όλες οι κοινωνικές ακρότητες εκείνης της εποχής. Η παλιά αριστοκρατία με τις αρχές και την ευγένεια που την χαρακτήριζε, υποχώρησε έντρομη στους στενούς κύκλους της και έδωσε χώρο στη νέα τάξη πραγμάτων.
Μια από τις ακρότητες που βίωσε η πόλη, ήταν και το ξεκίνημα της ανέγερσης πολυκατοικιών. Η πλήρης, καθ’ύψος, εκμετάλλευση του οικοπέδου έγινε καθημερινή πρακτική. Πλεονεξία σε όλο της το μεγαλείο. Με πόνο ψυχής για το τι έμελλε να επακολουθήσει, διαβάζει κανείς ένα μικρό κείμενο του Δημήτρη Ψαθά στα Αθηναϊκά Νέα (1931):
«Κάτω από την σκιάν της Ακροπόλεως. Τ'Αναφιώτικα. Η πειό ζωντανή σελίδα από το παρελθόν. Ένας περίπατος στα στενά δρομάκια των ξυπνά μέσα στην ψυχή κιτρινισμένες σελίδες... Τι συμπαθητική ατμόσφαιρα... Εδώ επάνω δεν φτάνει ο θόρυβος της εποχής. Κάτω στα κράσπεδα της συνοικίας φτάνει και σκάει σαν κύμα στην ακρογιαλιά η ανησυχία της σημερινής Αθήνας. Καθώς ανεβαίνετε σιγά-σιγά και χάνεσθε στα δρομάκια με της χαμηλές πορτούλες, αποξενώνεστε τόσο πολύ με την σύγχρονη πόλι. Μια ατμόσφαιρα παρελθόντος είνε χυμένη στην κάθε πέτρα, στο κάθε σπίτι, στην κάθε γωνιά, σ'αυτά τα πρόσωπα ακόμη των λίγων περαστικών. Ένα άρωμα πραγμάτων περασμένων αποπνέει το κάθε τι. Τα χαμηλά παράθυρα με τα πέτρινα τόξα, η ταρατσούλες με την γλάστρα, η μισοτραβηγμένες κουρτίνες, η νερατζούλες στης αυλές, τα κυπαρίσσια που πετάγονται που και που μέσα από τους κήπους κι'υψώνουν της μαύρες σιλουέτες των ψηλά...
Οι δρόμοι, καθώς ανεβαίνετε, γίνονται πειό στενοί και τα σπίτια ξεβαμμένα, λέτε και μόλις συγκρατούνται από το πέρασμα του χρόνου. Μια ταβερνούλα, μερικοί τύποι σιωπηλοί που κουτσοπίνουν, μια γρηούλα που ανεβαίνει με κόπο της σκάλες και πίσω από κάποιο παράθυρο, το πρόσωπο μιας κοπέλλας [...]
Καθώς περπατάτε σ' αυτά τα δρομάκια, σας γεννάται μέσα στην ψυχή ένας τόνος βαθειάς μελαγχολίας. Για το χθες που σβύνει σιγά-σιγά, που ετοιμάζεται να πεθάνη. Αυτά τα μικρά-μικρά σπιτάκια, τα χαμηλά, τα ακατάστατα, δίνουν τόσο πολύ την εντύπωσι ενός κοπαδιού που έχει πανικοβληθή από κάποιον εχθρό κι' εστριμώχθηκε, έντρομο, να προφυλαχτή κάτω από τον βράχο της Ακροπόλεως.
Η καινούργια Αθήνα δεν συγχωρεί τον ρωμαντισμό. Τα στενά σοκάκια με τα μισόκλειστα παράθυρα είνε για τους τροβαδούρους κι' αυτοί δεν υπάρχουν να σκορπίσουν την ζωή στα ξεθωριασμένα σκηνικά των Αναφιώτικων...».
Και δύο τελευταία λογάκια, για τα καφενεία που «δεν υπάρχουν πια»: Για περάστε από το «Καφενείον» ((Επιχάρμου 1), «Ωραία Ελλάς» (Μητροπόλεως 59), «Γλυκύς» (Αγγέλου Γέροντα 2) «Κυδαθηναίων Καφενείον» (Πλατεία Φιλομούσου Εταιρείας 2). Όλα στην Πλάκα, και μετά τα ξαναλέμε!
Στο βιβλίο σας αλλά και στα προηγούμενα, η Αθήνα κυριαρχεί. Ποια είναι η ανταπόκριση αυτών των βιβλίων στους Αθηναίους;
Αναπάντεχα μεγάλη, για μια βιβλιοαγορά που ξεχειλίζει από ρομαντικά μελοδράματα. Να σας θυμίσω ότι, εκτός από τα τρία βιβλία μου για την Παλιά Αθήνα, οι εκδόσεις Ωκεανίδα κυκλοφόρησαν το 1913 ένα ημερολόγιο αφιερωμένο στα παλιά, που έγινε ανάρπαστο. Αυτό από μόνο του λέει πολλά.
Εντυπωσιάστηκα όταν έμαθα ότι επικοινωνείτε με πολλά μέρη της γης που ενδιαφέρονται για τη δουλειά σας. Πως ξεκίνησε αυτή η επικοινωνία;
Ας είναι καλά το Internet και το Facebook. Έχω ζήσει 8 χρόνια στο Μόναχο και ξέρω καλά τι σημαίνει νόστος. Δέχτηκα επισκέψεις από μέρη που αναγκάστηκα να ψάξω να βρω πού βρίσκονται. Στην αρχή, ξεκίνησε σαν «παιχνιδάκι». Έμπαινα στο visitors overview του google και σημείωνα τα κράτη προέλευσης των επισκεπτών. Ε, πιστέψτε με, σε λίγο έγινα ΟΗΕ! Συγκινητικό μέχρι δακρύων είναι, όταν τα πατριωτάκια λείπουν πολλά χρόνια έξω οπότε και τα Ελληνικά τους αρχίζουν και «ξεθωριάζουν», αλλά η ψυχή τους…
Ξεναγήθηκα στην ιστοσελίδα σας www.paliaathina.com Που βρήκατε όλο αυτό το υλικό; Από πότε ξεκινά η συγκέντρωση αυτού του σημαντικού υλικού;
Ξεκίνησε τον Αύγουστο του 2012 σε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα είδος ηλεκτρονικού μουσείου για την Παλιά Αθήνα. Έχουμε κλείσει πάνω από 170.000 επισκέψεις και όπως μας επιβεβαιώνει η Google, κάθε άλλο παρά φευγαλέες είναι. Μιλώ στον πληθυντικό, διότι με βοηθούν δύο στενοί συνεργάτες.
Το υλικό που ανανεώνει την ιστοσελίδα μια φορά τον μήνα, βρίσκεται κρυμμένο στις εφημερίδες και τα περιοδικά της Βιβλιοθήκης της Βουλής, του Δήμου Αθηναίων και του ΕΛΙΑ. Εργάζομαι εδώ και μια δεκαετία καθημερινά, 6 ώρες, στη συγκέντρωση και αξιολόγησή του.
Μέσα από το βιβλίο σας μοιάζει σαν να κλείνετε το μάτι στους περαστικούς ταξιδιώτες αυτής της πόλης και να τους κάνετε να ονειρεύονται και να θυμούνται παλιές διηγήσεις. Δεν βοηθά λίγο και η νοσταλγία;
Χωρίς αυτή δεν θα συζητούσαμε αυτή τη στιγμή. Είναι όμως και μια ιδιαίτερης μορφής νοσταλγία, αφού αφορά μια εποχή που κανείς μας δεν την έζησε!
Γιατί οι Έλληνες τα τελευταία χρόνια ξανακοιτούν τις παλιές φωτογραφίες και εκδίδουν παλιές ενθυμήσεις; Μήπως το ασπρόμαυρο φόντο, είναι οι παλιές μνήμες που μας επαναφέρουν σε έναν ιδανικό κόσμο με μια απέραντη αθωότητα;
Συμφωνώ απόλυτα ότι η ερώτησή σας είναι και η πλήρης απάντηση.
Τι θα προτείνατε για να σωθούν όσα αρχεία ή φωτογραφίες έχουν απομείνει;
Να γίνουν συντονισμένες διαλέξεις στα σχολεία και στα Πανεπιστήμια. Τα αρχεία και οι φωτογραφίες υπάρχουν σε περισσότερα σημεία απ’ ό,τι φαντάζεστε. Οι επισκέπτες τους λείπουν.
Ποια άλλα βιβλία ή λευκώματα για την Αθήνα θα προτείνατε να αγοράσουμε, να διαβάσουμε και να τα βάλουμε στη βιβλιοθήκη μας;
Χωρίς να θέλω να αδικήσω κανέναν, θα περιοριστώ εδώ στο βιβλίο του Θανάση Γιοχάλα και της Τόνιας Καφετζάκη: «Αθήνα. Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία», εκδ. Εστία, Αθήνα 2012. Πλήρη σειρά θα βρει κανείς στην ιστοσελίδα μου.
*Το βιβλίο «Τα Ανάλεκτα της Παλιάς Αθήνας – Ψαχουλεύοντας ανθρώπους και γειτονιές μιας άλλης εποχής», από τις εκδόσεις Ωκεανίδα, τοποθετήθηκε ήδη στα βιβλιοπωλεία. Αναζητήστε το.*