Συνομιλία με μια βαρέλα
Για να μείνουμε στην επικαιρότητα διαλέξαμε -μια και είναι μήνας του κρασιού- να ακούσουμε τι έχει να μας πει μια κρασοβαρέλα. Δε το μετανιώσαμε. Είχε να μας πει πολλά και ενδιαφέροντα:
«Από το παράθυρό μου παρακολουθώ τας κινήσεις της πλενομένης εις την άκρη του πεζοδρομίου βαρέλλας, που ανέβηκε λιγάκι καθυστερημένη από το βάθος της αντικρινής ταβέρνας, δια να φρεσκαρισθή, να απαλλαγή της παληάς κρασολάσπης, για να ετοιμασθή τέλος πάντων να δεχθή στην πελώρια κοιλιά της το καινούριο κρασί. Και έτσι όπως κινείται ρυθμικά μπρός και πίσω κάτω από τα γερά ξεμανίκωτα μπράτσα του ταβερνιάρη, που έχουν το χρώμα του παληού μπρούντζου, μου κάνει την εντύπωσι ανθρώπου που κουνώντας το κεφάλι του μου λέει:
-Τι με κυττάς κύριε; Με κοροΙδεύεις ίσως που φρεσκαρίζομαι; Αν ναι, μάθε ότι εγώ δεν μοιάζω με τις ώριμες εκείνες γυναίκες –αν και έχω την ηλικία τους- που φρεσκάρονται κάθε μέρα, μα που δεν μπορούν να δώσουν χαρά σε κείνους για τους οποίους κάνουν αυτή τη μάταιη προσπάθεια. Εγώ είμαι ικανή να δώσω όλες τις χαρές που θα μου ζητήση ο φίλος μου, ξέρω να τον κάνω να ξεχνάη κοντά μου τις λύπες του, και του γλυκαίνω τα φαρμάκια της ζωής του. Δεν μοιάζω εγώ μ’ εκείνες τις χονδρές, τις πλαδαρές γυναίκες, παρά μόνο στον όγκο! Εκείνες είνε κούφιες μέσα τους, δεν έχουν τίποτε και δεν μπορούν να προσφέρουν τίποτε, ξέχωρα από την αηδία για τη ζωή. Ενώ εγώ; Α, έγώ είμαι άλλο πράγμα.
Και η βαρέλα, κάτω από τα γερά μπράτσα του ταβερνιάρη, κινείται ρυθμικά μπρός και πίσω και τα έγκατά της γουργουρίζουν σαν να είτανε μέγα θηρίο! Και εγώ από το παράθυρό μου την παρακολουθώ.
Ναι αγαπητή μου βαρέλλα, είνε τα πράγματα έτσι όπως τα λες. Χαρίζεις αλήθεια τη χαρά και τη λησμονιά στους θλιμμένους και σε κείνους που πονούν. Ανοίγεις το στόμα εκείνων που ολημερίς το κρατούν σφιγμένο και χύνεις το χαμόγελο στις σκυθρωπές μορφές. Ξέρεις να βάζης τον κόσμο να λέη ωραία τραγούδια κάτω από τα παράθυρα της αγάπης του και του δίνεις καινούργια μάτια για να βλέπη ωραία τη ζωή, μ’ όλες τις ασχημιές πούνε γεμάτη.
Βλέπεις λοιπόν μου απήντησε η βαρέλλα κουνώντας και πάλι ρυθμικά το σώμα της, αναγνωρίζεις ότι δεν μοιάζω με τη χονδρή παρήλικη κυρία που κάνει τη μάταια προσπάθεια…
-‘Όχι, δεν είπα τέτοιο πράγμα! Μοιάζετε κι’ οι δυό σας καταπληκτικά. Κι’ η ώριμη κυρία με τη πλαδαρή σάρκα, μπορεί να δώση τη χαρά και τη λησμονιά σε κείνον που θα τη ζητήση από αυτήν, όπως τη δίνεις και συ σ’ όποιον τη ζητήση από σένα. Και συ και η γυναίκα είσθε μια πηγή χαράς και μια πηγή δυστυχίας! Όποιος έλθει κοντά σας, του δίνετε κι’ οι δυό σας ότι έχετε και ότι νομίζει ότι αποτελεί την ευτυχία του. Μα στο βάθος τον απατάτε κι’ οι δυό! Του δίνετε την πρόσκαιρη χαρά και του παίρνετε τη δροσιά του και τα νειάτα του. Του δίνετε το ξέχασμα του πόνου του, και του ανοίγετε, χωρίς να το νοιώθη μια άλλη καινούργια πληγή.
Και όταν σταματάτε ως εκεί, πόσο πρέπει να είνε ευχαριστημένος εκείνος που θάλθη κοντά σας! Γιατί καμμιά φορά, μαζύ με το ποτήρι της χαράς, ή μ’ ένα φίλημα, δίνετε στο ευτυχισμένο, όπως νομίζει, θύμα σας, το μαχαίρι στο χέρι, με το οποίο πηγαίνει στη φυλακή ή στον τάφο…
Και η βαρέλλα ξανακινήθηκε ρυθμικά μπρός και πίσω, γουργούρισε στα έγκατά της, σαν να ρούφηξε ναργιλέ κα κάνοντάς μου την εντύπωσι ότι μου κουνάει το κεφάλι της, μου ξαναείπε:
-Δεν είνε έτσι, δεν είνε έτσι που το λες! Εγώ σκορπάω από τα έγκατά μου τη χαρά και το τραγούδι μονάχα. Κάνω τον άνθρωπο να ξεχνάη το πόνο του και έχω τη δύναμι να τον κάνω ν’ αγαπάη με θέρμη. Στο νειό χαρίζω ώμορφες τρέλλες και ωραία όνειρα, στο γέρο δίνω τη δύναμι που του λείπει, στο κουφάρι μου κλείνω ωραία χρώματα, ωραία αισθήματα, σπάνια βοτάνια και βάλσαμα.
-Μα δίνεις και το μαχαίρι…
-Όχι ποτέ! Αυτό το παίρνουν μονάχα οι άνθρωποι, οι ψυχές πούχουν ψωμωθεί με βούρκο και που έχουν γεννηθή από μια μάννα που την λένε δειλία. Τότε, σαν πιούν το θείο μου βάλσαμο που τους δίνει καινούργια δύναμι που δεν την είχανε, ξυπνάει μέσα τους το θηρίο, και ο βούρκος ξεχύνεται ακράτητος.
Και η βαρέλλα κινήθηκε και πάλι ρυθμικά μπρός και πίσω, μα τούτη τη φορά σαν να μου έκανε υπόκλισι και να με χαιρετούσε. Φαίνεται δεν είχε τίποτε άλλο να μου πή!».
«Η Πρόοδος», 1926, Μήτσος Δειλινός