Κουρείο Κολλάρου: Οι παραδοσιακοί μπαρμπέρηδες των Αθηνών
Σήμερα θα επισκεφθούμε στην οδό Απόλλωνος 12, κοντά στο παλιό Υπουργείο Παιδείας, το κουρείο όπου ο Γιώργος Κολλάρος και ο Γιώργος Παναγιωταράς συνεχίζουν απτόητοι μια παράδοση που φθάνει μέχρι τα χρόνια του Όθωνα. Δεν είναι οι μόνοι παραδοσιακοί μπαρμπέρηδες στην Αθήνα, αλλά έχουν μείνει τόσοι λίγοι που μετρώνται πλέον στα δάχτυλα του ενός χεριού: Ο Χρήστος ο Παυλάτος στην Ρόμβης, ο Γιώργος ο Γαλίτης στην οδό Αναργύρων στου Ψυρρή και ο κύκλος κλείνει με τον «Πρύτανι», 90χρονο πλέον, Πέτρο Φούκη στην Ευπόλιδος.
Όλοι τους έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Ξεκίνησαν 12χρονα, αμούστακα αγόρια στην 1η βαθμίδα της μπαρμπέρικης συντεχνίας με τον τίτλο «παραγιός» ή «τσιράκι», από την τουρκική λέξη cirak. Συνέχισαν στην 2η βαθμίδα σαν «κάλφας». Κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Μάστορα έπρεπε, όταν δεν σκούπιζαν το μαγαζί ή δεν ξεσκόνιζαν το σακάκι του πελάτη, να παρατηρούν τις κινήσεις του μεγάλου δάσκαλου για να μάθουν την δύσκολη τέχνη του κουρέα. Κοπή μαλλιών απλή και καρέ, καθάρισμα αυχένος, ξύρισμα απλό και κόντρα και το πιο δύσκολο, το «σβήσιμο» με ψαλιδάκι… Και όταν το Αθηναϊκό μειράκιο γινόταν φέρελπις νέος, όταν ο Μάστορας έκρινε ότι ο κάλφας έγινε τόσο καλός επαγγελματίας που θα τιμούσε όλο το σινάφι, τότε τον έδιωχνε να πάει να βρει όσο πιο μακρύτερα γινόταν δουλειά σαν Μάστορας πια κι αυτός, γιατί βέβαια κανένας δικός του πελάτης δεν θα εμπιστευόταν το κούρεμα και το ξύρισμά του σε έναν πρώην κάλφα που γνώριζε από μικρό παιδί! Αμείλικτοι κανόνες και σιδερένια πειθαρχία που έβγαζαν επαγγελματίες από άλλο πλανήτη σε σχέση με σήμερα.
Τα λαϊκά κουρεία της Παλιάς Αθήνας, στο τέρμα Αιόλου
Προτού μπούμε στο μπαρμπέρικο της Απόλλωνος για «επιτόπια έρευνα» θα σας κατεβάσω στο τέρμα της Αιόλου, στα περίφημα «Σκαλάκια». Παρακαλώ κλείστε τα μάτια για να μεταφερθούμε νοερά στο σημείο όπου έδρασαν τα λαϊκά κουρεία της Παλιάς Αθήνας και να ξεκινήσουμε έτσι την αφήγησή μας από τη σωστή της αρχή. Βρισκόμαστε λοιπόν σε μια από τις «εισόδους» της Παλιάς Αγοράς. Την ονόμαζαν «Σκαλάκια» από τις πέντε-δέκα μαρμάρινες σκάλες που έπρεπε ν’ανέβεις για να μπεις στο «Πάνω Παζάρι». Εδώ ήταν μαζεμένα τα λαϊκά κουρεία, όπου οι παλιοί Αθηναίοι ξυρίζονταν και κουρεύονταν για λίγες πενταροδεκάρες.
Τα «Σκαλάκια» ήταν θαύμα ακαταστασίας και ξυριστικής τέχνης, όπου «ο ανερχόμενος την μαρμαρίνην αυτήν κλίμακα διά να ξυρισθή δεν διέφερε και πολύ από τον μάρτυρα που ανεβαίνει το ικρίωμα», γι’ αυτό και το περιρρέον σατυρικό δίστιχο:
Μεγάλος καλλιτέχνης κι’ ας λεν πως πετσοκόβει,
μύτες, αυτιά και γένια σ’ ένα λεπτό τα... κόβει.
Μια παλιά πολυθρόνα ή καρέκλα ή ακόμη και σκαμνί, κι ένας μικρός καθρέφτης ήταν όλος κι όλος ο εξοπλισμός του καταστήματος που βρισκόταν έξω στο «πεζοδρόμιο», διότι το κουρείο χωρούσε ίσα-ίσα τον ιδιοκτήτη του! Ο πελάτης κρατούσε κοντά στο πρόσωπό του το λεκανάκι, μέσα στο οποίο ο κουρέας έφτιαχνε τη σαπουνάδα. Παρά το συχνό ακόνισμα, το ξυράφι «προχωρούσε με μεγάλη δυσκολία». Ο κουρέας φορούσε συνήθως κόκκινη ποδιά και δεν ήταν λίγες οι φορές που «σταγόνες αίματος ανεφαίνοντο εις τας ωχράς παρειάς του ανθρώπου».
Οι πιο θαρραλέοι ζητούσαν και «κόντρα». Τότε ο κουρέας στήριζε το κεφάλι του πελάτη στο στήθος του και άρχιζε το πραγματικό γδάρσιμο, που πολλαπλασίαζε τα ελαφριά τραύματα του προσώπου! Αυτό βέβαια καθόλου δεν στενοχωρούσε κάποιους μάγκες, που γυρνούσαν με τα «νωπά τραύματα» σαν τάχατες από συμπλοκή, στη λοιπή παρέα, στην πλατεία Ηρώων του Ψυρρή.
Τα καλά κουρεία της Παλιάς Αθήνας
Αλλά ας δούμε τι γινόταν και στα καλά κουρεία που βρίσκονταν πιο πάνω, κοντά στο καφενείο «Η Ωραία Ελλάς», γωνία Ερμού και Αιόλου. Εδώ οι μπαρμπέρηδες είχαν ως «έμβλημά» τους μια νωπή πετσέτα, που κρεμόταν σαν σημαία στην άκρη ενός καλαμιού έξω από την πόρτα του μαγαζιού τους. Ειδοποιούσαν με αυτό τον τρόπο τους υποψήφιους πελάτες πως η πετσέτα απλώθηκε και στεγνώνει, περιμένοντας τον επόμενο πελάτη. Επομένως, καθαριότητα και υγιεινή ήταν εξασφαλισμένες! Βεβαίως, όταν τελείωνε το ξύρισμα, ξεχνούσαν για λίγο τα περί υγιεινής. Τόσο λίγο, μέχρι να προλάβουν να χύσουν με γρήγορες κινήσεις στο δρόμο τα βρόμικα νερά και τις σαπουνάδες… Μετά, όλα επανέρχονταν σε κανονική ροή!
Μιλώντας για «υγιεινή», ένας περιηγητής έγραψε το 1896 στις ταξιδιωτικές του σημειώσεις ότι είδε κουρείς, οι οποίοι για να κάνουν σαπουνάδα έφτυναν στα πρόσωπα των πελατών τους. Καταλαβαίνετε τι σάλος επακολούθησε!
Το τακτικό ξύρισμα ένδειξη… θηλυπρέπειας
Γενικά, όμως, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι οι τότε μπαρμπέρηδες φυτοζωούσαν. Γένια και μουστάκι θεωρούνταν εκείνες τις εποχές ιδιαίτερο σημάδι ανδρισμού, επομένως το ψαλίδισμά τους γινόταν αραιά και που. Όσοι τώρα δεν είχαν γένια, ξυρίζονταν κάθε 15 μέρες, αφού και το τακτικό ξύρισμα θεωρούνταν θηλυπρεπές! Έτσι, λοιπόν, η συμπαθής τάξη των κουρέων βελτίωνε το λιγοστό εισόδημά της εκτελώντας και χρέη οδοντοβγάλτη. Ακόμη, «έκοβε» και βεντούζες και φυσικά πουλούσε ζωντανές βδέλλες, αφού η αφαίμαξη συστηνόταν θερμά από τους κομπογιαννίτες σε πολλές περιπτώσεις... «νοσηλείας». Δεν ήταν σπάνια η εικόνα, στις προθήκες των κουρείων να επιδεικνύονται μέσα σε γυάλες βγαλμένα δόντια, ιδιαίτερα οι φρονιμίτες, σημάδι του «σταθερού χεριού» του οδοντοβγάλτη-μπαρμπέρη.
Νομίζω όμως ότι ήρθε η ώρα να μεταφερθούμε στο σήμερα και ν’ακούσουμε τι θα μας πει ο κύριος Κολλάρος...
Επίσκεψη-Ινκόγκνιτο…
Είχα την πρόνοια να μη δηλώσω απ’την αρχή την ερευνητική μου ιδιότητα, ώστε ν’απολαύσω εκ του φυσικού την ατμόσφαιρα του μαγαζιού και την τέχνη των δυο μαστόρων του.
Σε μια από τις 60 χρόνων και πλέον «καρέκλες» του, καθόταν ένας κλασικός «φίφτυ-του» -όπως αποκαλούσαν οι πρόγονοί μας τους μεγαλύτερους σε ηλικία- παραδοσιακός ευπατρίδης, που είχε αφεθεί για ξύρισμα στα χέρια του κυρίου Παναγιωταρά. Τι ξύρισμα ήταν αυτό, Θεέ μου. Και να η κόντρα, και να η άλλη κόντρα και να τα χαϊδέματα του προσώπου με λοσιόν και κρέμα και δώσ’ του από την αρχή. Πάλι καλά που δεν του είπε στο τέλος το κλασσικό «και γαμπρός»!
Κάθισα στην «καρέκλα» του κου Κολλάρου. «Γάτα» ο δικός σου, κατάλαβε την ανυπομονησία μου και μου σφύριξε για εισαγωγή:
-Ο κύριος που μόλις βγήκε ήταν ο Άδωνις Κύρου της «Εστίας».
Εκάθησα λοιπόν στ’αβγά μου, χωρίς πολλά σου-μου, αφέθηκα στην εμπειρία του Μάστορα και ταξίδεψα για λίγο σε κάποιες άλλες εποχές:
Οι Μάστορες της οδού Απόλλωνος
-Ξεκίνησα το ’53 σ’ένα κουρείο της οδού Σγουρή που έψαχνε για παραγιό. Τότε δεν υπήρχαν σχολές. Έπρεπε να ακούς τον Μάστορα, να παρατηρείς τις κινήσεις του και να μαθαίνεις σιγά-σιγά. Οι μπαρμπέρηδες τότε έκαναν και άλλες δουλειές. Έριχναν την πίεση όσων είχαν πρόβλημα με βδέλλες που τις διατηρούσαν σε μεγάλες γυάλες. «Έκοβαν» βεντούζες, βγάζανε και δόντια. Τα έχω δει όλα αυτά με τα μάτια μου.
Εκείνα τα χρόνια ο κόσμος ξυριζόταν καθημερινά στο κουρείο. Κούρεμα κάθε 15 και «σβερκάκι» ενδιάμεσα την εβδομάδα. Παίρνανε τηλέφωνο 3 μέρες νωρίτερα για ραντεβού. Τα καλά μαγαζιά τα καταλάβαινες από τον αριθμό των «καρεκλών». Παλιά μαγαζιά, όπως του Καρβουνόπουλου στην Ομόνοια και του Χαμαράκη, είχαν από 20 «καρέκλες»! Θυμάμαι, σαν παραγιός, κουβαλούσα 70 πετσέτες την ημέρα μόνο για ξύρισμα. Πολλή δουλειά! Για να ξεσκάσουμε λίγο το μεσημέρι, βγαίναμε στα σοκάκια και παίζαμε τόπι καμωμένο από ρετάλια γούνας που μας δίνανε οι γουναράδες από τα γύρω εργαστήρια. Το κουρείο ήτανε τόπος συνάντησης. Εδώ συζήταγαν οι έμποροι της Ερμού. Εδώ έκλειναν δουλειές. Εδώ σχολίαζαν τα πολιτικά και την κοινωνική επικαιρότητα.
-Πως τα βλέπετε τα πράγματα σήμερα;
-Έχουμε γεμίσει κομμωτές. Οι νέοι ανοίγουν ανδρικό-γυναικείο κομμωτήριο και δουλεύουν με μηχανές. Δεν ξέρουν να ξυρίζουν, δεν ξέρουν κλασσικό κούρεμα. Ποιος έρχεται σε μας να μάθει παραδοσιακό κουρείο; Σε ποιους θα παραδώσουμε; Σα να μη φτάνουν αυτά, μας έχουν ταράξει και οι απεργίες. Κάθε τρεις και λίγο το Σύνταγμα «κλείνει» και μ’αυτό κι εμείς! Όταν λειτουργούσε το Υπουργείο Παιδείας, ερχόντουσαν τα παιδιά στη Μητροπόλεως κι εμείς δουλεύαμε κανονικά. Δεν έκλεινε ποτέ ολόκληρη η περιοχή. Τώρα νέκρα…
Χαιρετώ τους αγαπητούς φίλους. Ούτε σε μένα είπαν «και γαμπρός». Πολιτική του μαγαζιού φαίνεται! Φεύγοντας, ρίχνω μια τελευταία ματιά στην βιτρίνα: Βουρτσάκια με φυσική τρίχα που μπορεί να τα δουλέψεις ίσαμε και 30 χρόνια. Λουριά για ν’ακονίσεις την φαλτσέτα. Μπουκαλάκια με ψεκαστήρα για την κολόνια, τσατσάρες, ξυράφια μιας άλλης εποχής. Άραγε θα τα ξαναδούμε σε κουρείο ή θα τα ψάχνουμε στην Αβησσυνίας;
Όταν γύρισα σπίτι η γυναίκα μου επέμεινε να μάθει «πού επιτέλους κουρεύτηκα έτσι»!