Περί βιδανίου το ανάγνωσμα…
(Από τον φίλο μας Ν.Μ. στο Χαλάνδρι πήραμε μια ενδιαφέρουσα επιστολή που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ραμπαγάς» το 1886. Φαίνεται ότι οι νοθείες ήταν πάντα στο πρόγραμμα και όχι μόνο σε περιόδους πολέμων)
«Κύριε Ραμπαγά, γράψε να χαρής τη Νονά σου, δυο λόγια στον Μπαϊρακτάρη, (σ.σ. πρόκειται για τον περιβόητο Αστυνομικό Διευθυντή που δημιούργησε θρύλο γύρω απ’ το όνομά του, αφού εξαφάνισε τους κουτσαβάκηδες από του Ψυρρή) γιατί και μεις πια δε ξέρομεν τι μας ποτίζουνε μερικοί ταβερνιάρηδες και προ πάντων μερικοί μπακάληδες. Φωνάζουν όλοι για της ακαθαρσίαις που βλέπομεν και μυρίζομε και για κείναις που πίνομεν κανείς δε μιλά, ενώ απ’αυταίς προ πάντων υπάρχει φόβος μη μας πιάση χολέρα, διότι το κακό πιοτό φέρνει αμέσως τα δυο κυριώτερα συμπτώματα της καταραμένης αυτής εξ απ’εδώ (σ.σ. εννοεί την χολέρα).
Εγώ κοντεύω να ξεχάσω τη γεύσι του σωστού και γνήσιου ρετσινάτου· δε φθάνει που μας πουλούν με οκά τριακόσια δράμια (σ.σ. ή οκά έχει 400 δράμια), αλλά δε μας πουλούν κρασί. Είμαι εις θέσιν να γράψω τα μυστήρια του βιδανίου. Μου τα εφανέρωσεν ένα μπακαλόπουλο, το οποίον το κατέβασε τ’αφεντικό του εις το υπόγειον και το ώρκισεν επί του ιερού Ευαγγελίου να πουλή πάντοτε βιδάνιον!
Έχουν κάτω στο υπόγειο, όπου λες, μια σακκούλα από αμερικανικό πανί, αστάρι και μια μποτίλλια σε κρύο νερό! Μαζεύουν τ'αποπιώματα στην μποτίλλια, τα περνούν από τη σακκούλα και σου ανεβάζουν κρασί φρέσκο, λαμπικαρισμένο, που θαρρείς πως είν’από στουπί. Καταντά να σου πουλούν δύο και τρεις φοραίς το ίδιο κρασί. Πας το πρωί-πρωί να σφίξης καμμιά μισή οκαδούλα, για να σκοτώσης το σκουλήκι, πίνεις βιδάνιο, πας πριν το μεσημέρι για την όρεξι, πάλι βιδάνιο κ’έτσι πάει λέωντας. Από κείνη τη σακκούλα του υπογείου γεμίζει η σακκούλα του μπακάλη· περιουσίαι ολόκληροι από κει βγήκαν».
Απάντηση της εφημερίδας: «Η αστυνομία δεν πρέπει να καταδιώξη τους βιδανοδότας, αλλά όσους αφίνουν βιδάνιον ή στραγγάτε το όλο ή κάνετ’άσπρο πάτο ή χύνετέ το το έρημο!»
Αγαπητέ φίλε, σας ευχαριστούμε