Δημήτρης Λούκας: Ένας γκάγκαρος ευπατρίδης, θυμάται…
Κάθε φορά που βλέπω τον Δημήτρη Λούκα, τον ζηλεύω λιγάκι. Ψηλός, ευθυτενής, καλογυμνασμένο σώμα που θα το ζήλευε και ένας πιτσιρικάς, ψαρά μαλλιά, με ένα απίστευτο λέγειν· με λίγα λόγια όλα εκείνα τα στοιχεία που έκαναν τις παλιές μας Ατθίδες –όπως αποκαλούσαν παλιά τις Αθηναίες-, να αναστενάζουν με νόημα. Δικαιολογημένα λοιπόν είχα καθυστερήσει μια συνέντευξη μαζί του, παρόλο που γνώριζα ότι είναι γκάγκαρος Πλακιώτης. Με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του δεύτερου βιβλίου μου, «Πόθοι και πάθη στην Παλιά Αθήνα, 1834-1938» σκόπευα να του ζητήσω εκμυστηρεύσεις γύρω από τα ερωτικά δρώμενα στη γειτονιά των Θεών. Και ιδού η ευκαιρία! Τελικά όμως, όπως θα διαπιστώσετε και εσείς, για άλλα πηγαίναμε και αλλού καταλήξαμε…
Πλάκα, σπίτια, άνθρωποι
-Κύριε Λούκα, να ξεκινήσουμε λιγάκι με τα ανέμελα παιδικά χρόνια.
-Δεν είναι τυχαίο ότι ενώ γεννήθηκα στο Βοτανικό, όλη την παιδική μου ηλικία την έζησα στη Πλάκα: Άρεως 19. Όπως συνηθιζόταν εκείνες τις εποχές, για να αποφεύγονται οι άσκοπες μετακινήσεις, η δουλειά του πατέρα καθόριζε και τη συνοικία που έμενε η οικογένεια! Η δουλειά του πατέρα μου, Ηλία, ήταν ξεχωριστή: πρώτος εργολάβος οικοδομών. Αρχιτέκτονες δεν υπήρχαν τότε, οι εργολάβοι έκτιζαν τα σπίτια. Έχει κτίσει τη μισή Πλάκα!
-Ευκαιρία λοιπόν να μάθουμε και εμείς οι νεώτεροι, ποιο είναι το μυστικό κατασκευής που κάνει όλα αυτά τα παλιά νεοκλασικά, που θαυμάζουμε στις βόλτες μας, να διατηρούνται τόσο άριστα.
-Κανένα μυστικό! Απλά ένας επιτυχής συνδυασμός κάποιων «υλικών» που δύσκολα βρίσκεις σήμερα. Οι αριστοκράτες και οι μεγαλοαστοί, διέθεταν χρήματα για να «βγει» η οικοδομή μια κι έξω. Πλήρωναν αμέσως κι’ αυτό επέτρεπε στον εργολάβο να διαλέγει τους καλύτερους μαστόρους. Έμπειρους τεχνίτες, που αγαπούσαν αυτό που έκαναν και ήταν υπερήφανοι για το έργο τους. Δεν γινόταν καμιά οικονομία στα υλικά. Διάλεγαν με προσοχή τα καλύτερα και φυσικά ούτε να διανοείσαι την κλοπή από τον εργολάβο. Έτσι μόνο η μια κατασκευή έφερνε την άλλη. Απλή η συνταγή (μου λέει γελώντας)... Έπειτα, πρόσεχαν και την παραμικρή λεπτομέρεια. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι, όταν τελείωνε η οικοδομή, φώναζαν ένα καλλιτέχνη που ζωγράφιζε τα ταβάνια, ενώ ο σιδεράς δεν ξεχνούσε ποτέ τις δυο στρογγυλές προσθήκες στο μπαλκόνι για να περνάει το κοντάρι της σημαίας! Ας μη ξεχνάμε ακόμη τα διακοσμητικά αγαλματάκια και τα καλαίσθητα ακροκέραμα. Ξέρεις, παλιά όλοι οι μαστόροι ανήκαν σε αυστηρά οργανωμένες συντεχνίες, τα λεγόμενα ρουφέτια, και ο καθένας ελεγχόταν για το έργο του. Όλα αυτά, δυστυχώς, ξεχάστηκαν μετά τον πόλεμο. Να σκεφτείς μόνο, ότι ο πατέρας μου υποβαθμίστηκε σε βοηθό εργολάβο, αφού τα πάντα πέρασαν σε αρχιτεκτονικές εργολαβίες νέου τύπου. Η οικογένεια, απομακρύνθηκε κι αυτή από την Πλάκα κι ανέβηκε στον Βύρωνα.
Η οικογένεια
-Ας περάσουμε λοιπόν στην οικογένεια.
-Η μητέρα μου, Καλομοίρα, ήταν δασκάλα από τη Σύρο. Αυστηρή μητέρα, το γνωστό τρίπτυχο Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια το είχε ελαφρώς μετατρέψει στα δικά μου μέτρα: Γράμματα, Θρησκεία, Πατρίδα. Θυμάμαι, μεγαλύτερος πια, ότι αγόραζε την «Καθημερινή», με έβαζε να διαβάζω το κύριο άρθρο και μετά να της πω τι κατάλαβα. Αν δεν έμενε ευχαριστημένη, ήμουν υποχρεωμένος να το ξαναδιαβάσω. Στο τέλος μου έλεγε: «Μπράβο, έτσι θα μάθεις να μιλάς και να γράφεις καλά Ελληνικά! Να μορφωθείς, να γίνεις σωστός άνθρωπος». Εξυπακούεται ότι και τα περισσότερα δώρα που έπαιρνα ήταν βιβλία. Κάθε Κυριακή, η οικογένεια εκκλησιαζόταν στην Αγία Τριάδα. Κι εδώ, η μητέρα μου δεν μ’άφηνε από τα μάτια της. «Πρώτα το σταυρό σου, και μετά φίλημα την εικόνα», μου υπενθύμιζε διαρκώς. Η εικόνα στο προαύλιο της εκκλησίας μετά την λειτουργία, ήταν ιδιαίτερα γραφική: Όλοι κρατούσαμε το αντίδωρο στο χέρι και οι μεγάλοι συζητούσαν τα κοινωνικά δρώμενα της εβδομάδας. Λόγω της δουλειάς του, ο πατέρας μου ήξερε πολύ κόσμο που τον χαιρετούσε με σεβασμό, πράγμα που με έκανε ιδιαίτερα υπερήφανο ανάμεσα στους συμμαθητές μου. Το μεσημέρι, μας περίμενε η καλή γιαγιά με το κρέας με πατάτες που είχε μαγειρέψει. Όχι σπάνια, μπαίναμε στην άμαξα και πηγαίναμε στην Ακρόπολη για βόλτα και μετά φαγητό στον «Κήπο του Παρθενώνος». Κάποια καλοκαιριάτικα απογεύματα, βλέπαμε κινηματογράφο «Χονδρό-Λιγνό», ενώ δεν μας έλειπε και ο πατέρας Σπαθάρης με τον Καραγκιόζη του και οι βόλτες στα Πλακιώτικα στενά και τις πλατείες.
Μια σκέψη περνά σαν αστραπή απ’ το μυαλό μου. Ανοίγω το βιβλίο μου «Η Παλιά Αθήνα ζει, γλεντά, γεύεται» στη σελίδα 157 και διαβάζουμε μαζί μια παλιά καταχώρηση στον «Ραμπαγά»:
«ΕΙΣ ΤΟΝ ΚΗΠΟΝ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΟΣ
όπου ήνοιξε καφενείον και ζυθοπωλείον υπό φιλόκαλον διεύθυνση, ήρχισε να φοιτά κόσμος εκλεκτός, ροφών εκεί την από Νέου Φαλήρου αύραν άνευ σιδηροδρομικής δαπάνης.
Είναι κήπος μοναδικός δι’ όλας τας ιδιοσυγκρασίας.
Θέλεις την απομόνωσιν και είσαι ρεμβώδης; Ιδού η σκιά των κυπαρίσσων σε καλεί υπό την μυστηριώδη σκέπην της.
Θέλεις ευωδίας μεθυστικάς και ποικιλίαν χρωμάτων; Ιδού λεμονέαι και πορτοκαλέαι και μωσαϊκόν ανθόσπαρτον εν ω πλειοψηφεί το χρώμα της ζωής και του έρωτος, το κόκκινον.
Εκεί και περιπάτους δύνασαι να κάμης και διά σμήνη παιδίων υπάρχει τόπος να παίζωσιν ελευθέρως, ζωογονούντα διά των ευθύμων παιγνίων αυτών την φύσιν, ενώ οι βάτραχοι του Ιλισσού ευλαβώς ακομπανιάρουν τας εκεί παιανίζουσας μουσικάς και τρύζει ποιητικώτατα το μαγγανοπήγαδον.
Ο ζύθος του είνε εξαίρετος και δύνασθε να πίνετε αυτόν αφθόνως μέχρις ου αρχίσητε να βλέπητε τας στήλας διπλάς ή τριπλάς. Είνε τούτο μέτρον πόσεως ασφαλές.
Αυγά περίφημα, τυρί παχύτατον, μεζέδες ποικιλώτατοι, γλυκύσματα και άλλα ποτά διάφορα. Καφές πλήρης ιδεών αντί δέκα, μόνον, λεπτών.
Ώστε στήλαι, ορίζων, βάτραχοι, Παρθενών, κόσμος καλός, τι άλλο θέλετε;»
Μετά την μικρή έκπληξη, ο ευγενικός συνομιλητής συνεχίζει:
-Το σπίτι μας δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλο. Το χειμώνα μαζευόμασταν γύρω από την ξυλόσομπα, με τα επιβλητικά μαύρα μπουριά της. Ο πατέρας έδινε μεγάλη σημασία στην επιλογή των ξύλων, κάτι που τότε δεν είχα καταλάβει σε τι βοηθούσε. Πολύ σπάνια ανάβαμε μαγκάλι. Ήθελε ιδιαίτερη προσοχή και πολύς κόσμος πάθαινε ζημιές από τις αναθυμιάσεις. Στριμωγμένοι τον χειμώνα, αλλά απλωμένοι το καλοκαίρι στην όμορφη αυλή μας, γεμάτη γλάστρες, αλλά και πάγκους! Μπορεί εγώ να ήμουν μοναχοπαίδι, αλλά ο πατέρας μου είχε 11 αδέλφια, και όταν μαζευόταν όλο το σόι, δεν πέφταμε κάτω από 40 άτομα. Η αυλή μας είχε την τιμητική της το Πάσχα, με την τσίκνα από τ’αρνιά να φτάνει μέχρι τον ουρανό. Εγώ, βέβαια, έπαιρνα, όπως ήταν καθιερωμένο, και τα σχετικά παπούτσια απ’ τον νονό και γύρναγα για τη σχετική επίδειξη σ’όλη τη γειτονιά. Την Καθαρά Δευτέρα -άλλη φοβερή γιορτή κι αυτή-, οι χαρταετοί μας γύρναγαν όλη την Πλάκα! Ξέχασα να σου πω (μου λέει γελώντας), ότι όπως συνηθιζόταν τότε, κανείς δεν ερχόταν με άδεια χέρια. Και φυσικά, σ’εμάς τα παιδιά, δεν άρεσαν τόσο τα φαγιά που ερχόντουσαν, όσο τα γλυκά! Το καλοκαίρι τώρα, άλλες καταστάσεις. Το σπίτι, εννοώ η αυλή, γέμιζε συγγενείς και φίλους. Τα τραγούδια κάτω από την κληματαριά ακούγονταν σ’ολόκληρη την γειτονιά, ενώ τα καρπούζια έβγαιναν παγωμένα μπούζι απ’το πηγάδι. Στα διαλλείματα, τα παιδιά συναγωνιζόμασταν ποιος θα πει καλύτερα το ποιηματάκι του και να εισπράξει το πολυπόθητο χαρτζιλίκι για τις καραμέλες. Τι εικόνες, Θεέ μου! Η καλοκαιρινή αποθέωση, βέβαια, ήταν η κυριακάτικη εκδρομή μας στο Νέο Φάληρο. Επειδή κατέβαινε για μπάνιο όλο το σόι, ο πατέρας φρόντιζε και μας κατέβαζε φορτηγό! Πρώτα-πρώτα πηγαίναμε όλοι στην εκκλησία και ανάβαμε κεράκια να μας βοηθήσει ο Θεούλης που θα πέφταμε στη θάλασσα, να μην πάθουμε τίποτα. Ακολούθως πλατσουρίζαμε, εξυπακούεται στα ρηχά, και μετά… η απόλυτη ευωχία: επίσκεψη στο ΑΚΤΑΙΟΝ. Παγωτά και γλυκά για τους μεγάλους. Πορτοκαλάδες και «υποβρύχια» για τα πιτσιρίκια.
-Απ’ό,τι καταλαβαίνω, αρκετά στριμωγμένο σας είχε η μαμά.
-Σε γενικές γραμμές, οπωσδήποτε, αλλά έκανα κι εγώ τα δικά μου, όποτε μου δινόταν η ευκαιρία. Φυσικά και ανήκα στη συμμορία της Αγίας Τριάδας. Οι ορκισμένοι εχθροί μας, και ας πηγαίναμε στο ίδιο Δημοτικό, ήταν τα παιδιά που μένανε στην γειτονική ενορία της Μεταμόρφωσης. Πού μας έχανες πού μας έβρισκες, παίζαμε πετροπόλεμο σε κάθε ευκαιρία. Επικίνδυνος χαμός, αφού καμιά φορά σπάγανε και κεφάλια. Μια φορά, ο φίλος μου ο Γιάννης, έφερε και σφεντόνα. Για κακή μας τύχη, με την πρώτη του αδέξια προσπάθεια αντί να χτυπήσει το κεφάλι του μισητού αντίπαλου, έσπασε το παράθυρο ενός γείτονα. Για ακόμη πιο κακή μας τύχη, ο γείτονας με αναγνώρισε και το ‘πε στον πατέρα μου. Για την απόλυτη οδυνηρή μου τύχη, με έδειρε με την λουρίδα, όπως συνηθίζετο άλλωστε…
Τολμώ μια φαινομενικά αθώα ερώτηση.
-Από έρωτες, πως τα πήγαινε η γειτονιά;
-(γελάει) Όπως τα γράφεις στο βιβλίο σου. Ήσυχη γειτονιά, ελεγχόμενες καταστάσεις. Κάτι βέβαια έπιανε το μάτι μας, και σε μας τα μικρά. Μην ξεχνάς, πηγαίναμε ακόμη Δημοτικό, αλλά λίγα και αποσπασματικά. Θα σου πω όμως κάτι, μια που φαίνεται ότι σε ενδιαφέρει ιδιαίτερα το θέμα: Γινόντουσαν πολλά προξενιά! Και παραδόξως, γινόντουσαν πολλά «περάσματα» από το δικό μας σπίτι, παρόλο που δεν διέθετε νύφη. Φαίνεται η μητέρα μου έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης σαν παλιά δασκάλα. Για μένα όλες αυτές οι προετοιμασίες, τα πήγαιν’-έλα, τα φαγητά και φυσικά τα γλυκά, ήταν καθόλα ευπρόσδεκτα!
-Ας έρθουμε στα νεώτερα. Και ας ξεκινήσουμε με τον Παναθηναϊκό.
-Έπαιζα αμυντικός στην ομάδα του Παναθηναϊκού μαζί με τον Σταφυλίδη και προπονητή τον Μπαλτά. Όχι όμως για πολύ. Με τράβηξε ο στίβος: Σφαίρα, Δίσκος, Ακόντιο. Ίσως οι αναγνώστες σου θυμηθούν τον πρωταθλητή Γιαταγάνα, με τον οποίο κάναμε κοινή προπόνηση. Απεφοίτησα της Σχολής Ικάρων. Υπηρέτησα σαν αξιωματικός στην Αεροπορία και δίδαξα για πάνω από 25 χρόνια στη Σχολή. Σπούδασα στην ΑΣΟΕΕ και στο ΠΑΝΤΕΙΟ, Οικονομικά και Κοινωνιολογία. Στο Πάντειο Πανεπιστήμιο μάλιστα, δίδαξα για 4 χρόνια.
Δεν τον αφήνω να συνεχίσει, γιατί ο χώρος δεν επαρκεί. Οι δραστηριότητες πολλές, το συγγραφικό και διδακτικό έργο μεγάλο. Η κυρία Καλομοίρα πρέπει να είναι υπερήφανη για το βλαστάρι της. Να αναφέρω μόνο, ότι είναι πρόεδρος και ψυχή της Ένωσης Δημοσιογράφων και Συγγραφέων Τουρισμού που, ως ελληνικός σύνδεσμος της Παγκοσμίου Ένωσης FIJET στο Παρίσι, έχει συμβάλλει ουσιαστικά στην ανάπτυξη του Τουρισμού στη χώρα μας.
-Κύριε Δημήτρη, σας ευχαριστώ γι’αυτή μας τη συνομιλία.